Η φωτογραφία μπορεί να γίνει ο θεματοφύλακας μεγάλων γεγονότων, ο αδιάψευστος μάρτυρας του παρελθόντος και ο μεγάλος σύμβουλος του μέλλοντός μας.
Αυτό πέτυχαν χωρίς αμφίβολα τα τρία καρέ, οι τρεις φωτογραφίες του Αριστοτέλη Σαρρηκώστα, ο οποίος ήταν ο μοναδικός φωτορεπόρτερ που βρέθηκε τα ξημερώματα της 17ης Νοεμβρίου λίγα μέτρα από την πύλη του Πολυτεχνείου καταγράφοντας για λογαριασμό του Associated Press την εισβολή του τανκ και την αρχή του τέλους της χούντας.
Πώς φτάσαμε στην ηρωική εξέγερση του Πολυτεχνείου; Όλα είχαν ξεκινήσει πολύ νωρίτερα από τη χούντα. Παρακρατικοί χτυπούν και σκοτώνουν, το παλάτι μαζί με τον ξένο παράγοντα και σκοτεινούς κύκλος ραδιουργούν, με αποκορύφωμα την αποστασία
Τις ημέρες του Πολυτεχνείου τις έζησα τόσο κοντά όσο λίγοι συνάδελφοι.
Καρέ καρέ αποτύπωσα την ηρωική προσπάθεια των φοιτητών και όλων των άλλων που είχαν κλειστεί στο Πολυτεχνείο ενάντια στη στρατιωτική χούντα. Ήταν μία ακόμη φωτεινή σελίδα στη σύγχρονη ιστορία του τόπου.
Και τι δεν μου θυμίζουν εκείνες οι μέρες. Ας πάρουμε όμως τα γεγονότα με τη σειρά τους, διότι η 17 Νοέμβρη δεν είναι μόνο αυτή και μόνο η συγκεκριμένη ημέρα. Το ζητούμενο είναι να γνωρίζουμε τι προηγήθηκε και πως φτάσαμε μέχρι εκείνη τη μέρα του ηρωισμού και της αποκτήνωσης των χουντικών.
Η πολιτική κατάσταση της χώρας μας δεν ήταν και η καλύτερη μετά την αποστασία υπουργών από την κυβέρνηση του Γεωργίου Παπανδρέου. Η αποστασία ήταν μόνο η κορυφή του παγόβουνου, σε μία χώρα που οι πολιτικές εξελίξεις είχαν πάρει την κατηφόρα, το παλάτι έπαιζε βρόμικα παιχνίδια και ετοίμαζε το πραξικόπημα των «Στρατηγών», ενώ ο ξένος παράγοντας ανησυχούσε ότι κάποιοι πολιτικοί θα έμπαιναν στον πειρασμό και θα έδιναν τη μάχη μαζί με τον ελληνικό λαό που ζητούσε εθνική ανεξαρτησία – λαϊκή κυριαρχία.
Τα γεγονότα έτρεχαν και οι εξελίξεις ήταν ραγδαίες. Τα ξημερώματα της 21ης Απριλίου η Ελλάδα βρίσκεται στο γύψο. Υπό τη διακυβέρνηση της χούντας των συνταγματαρχών, καταργήθηκαν ατομικές ελευθερίες, φυλακίστηκαν και βασανίστηκαν χιλιάδες πολίτες με μόνο κριτήριο τις πολιτικές τους πεποιθήσεις και την αντίθεσή τους στην απολυταρχία.
Το 1973, ο ηγέτης της χούντας Γεώργιος Παπαδόπουλος, ξεκίνησε κάποια διαδικασία φιλελευθεροποίησης του καθεστώτος, με μερικές αποφυλακίσεις πολιτικών κρατουμένων, με μερική άρση της λογοκρισίας, με υποσχέσεις για νέο σύνταγμα και εκλογές στις 10 Φεβρουαρίου του 1974.
Από την αρχή, η χούντα ήθελε και είχε βάλει σκοπό να ελέγχει τις φοιτητικές ενώσεις και με τον νόμο 2287 μπορούσε να επιστρατεύει ανά πάσα στιγμή τους συνδικαλιστές φοιτητές έτσι ώστε να μη μπορούν να δράσουν εναντίον της. Το πρώτο θύμα ήταν ο Έλληνας φοιτητής Κώστας Γεωργάκης, που σπούδαζε στην Γένοβα, της Ιταλίας, ο οποίος αυτοπυρπολήθηκε δημόσια εις ένδειξη διαμαρτυρίας ενάντια στη χούντα.
Στις 5 Φεβρουαρίου 1973 έγινε η πρώτη αποχή των φοιτητών του Πολυτεχνείου από τα μαθήματά τους και στις 13 του ίδιου μήνα έγινε μεγάλη διαδήλωση μέσα στο Πολυτεχνείο, την οποία διέλυσαν οι αστυνομικές δυνάμεις με βία και συλλήψεις.
Η πρώτη κατάληψη έγινε στη Νομική στην οδό Σόλωνος στις 21 Φεβρουαρίου 1973, από τέσσερις χιλιάδες φοιτητές με αίτημα την κατάργηση του νόμου 1347 ο οποίος επέβαλε την επιστράτευση των «Αντιδραστικών Νέων». Η κατάληψη έληξε με την επέμβαση της αστυνομίας και αρκετές συλλήψεις.
Η δεύτερη κατάληψη έγινε και πάλι στη Νομική Σχολή τον Μάρτιο του 1973 και ήταν η πρώτη φορά που αναρτήθηκαν πανό με αιτήματα «Ψωμί-Παιδεία-Ελευθερία» κατάργηση του νόμου 1347 και 2287, απομάκρυνση της χούντας και επιστροφή στη Δημοκρατία. Πράγματα αδιανόητα για εκείνη την εποχή και ενώ η αστυνομία δεν ήξερε πως να αντιδράσει, χιλιάδες κόσμου είχε μαζευτεί κάτω από το κτήριο της Νομικής χειροκροτώντας τους φοιτητές. Το βράδυ της δεύτερης μέρας της κατάληψης η αστυνομία επενέβη και μετά από άγριο ξυλοδαρμό και δεκάδων συλλήψεων η Νομική εκκενώθηκε.
Τις ημέρες του Νοέμβρη η Αθήνα φλέγονταν από την μια άκρη μέχρι την άλλη, καθημερινές διαδηλώσεις, οδοφράγματα και άγριο κυνηγητό από την αστυνομία, σταματούσαν τα τρόλεϊ και λεωφορεία και ξυλοκοπούσαν τον κόσμο χωρίς λόγο και αιτία, οι αναμετρήσεις μεταξύ φοιτητών αλλά και οικοδόμων με τις αρχές ασφαλείας ήταν σε καθημερινή βάση, σε διάφορα σημεία των Αθηνών αλλά και σε άλλες πόλεις της Ελλάδας.
Τα συνθήματα «Κάτω η χούντα» και «Ελευθερία» ήταν στην πρώτη γραμμή, το κίνημα της αντίστασης φούντωνε-μεγάλωνε ήταν φανερό ότι τίποτε δεν μπορούσε να το σταματήσει.
Στις 14 Νοέμβρη, οι διαδηλώσεις έχουν καλύψει όλα τα σημεία της Αθήνας με επίκεντρο τον χώρο του πολυτεχνείου, κυνηγημένοι φοιτητές μπαίνουν στο Πολυτεχνείο. Μαζί τους και χιλιάδες άλλοι οικοδόμοι, εργάτες, υπάλληλοι και απλοί Αθηναίοι, οι οποίοι κατέβηκαν από όλες της συνοικίες προς συμπαράσταση των εγκλωβισμένων φοιτητών.
Στο άκουσμα ότι φοιτητές του Πολυτεχνείου έχουν εγκλωβιστεί στο Πολυτεχνείο, σύσσωμοι οι φοιτητές της Νομικής κατεβαίνουν και αυτοί στο Πολυτεχνείο.
Έτσι άρχισε η κατάληψη του πολυτεχνείου η οποία έμελλε να είναι και η «αρχή του Τέλους» της χούντας.
Σε πολύ σύντομο χρονικό διάστημα οι συντονιστικές επιτροπές όλων των φοιτητικών οργανώσεων ενωμένοι ενάντια σε έναν και μοναδικό εχθρό, τη χούντα, δημιούργησαν τυπογραφεία, νοσοκομεία, μαγειρεία και το σπουδαιότερο, το ραδιοφωνικό σταθμό που άρχισε να εκπέμπει και να ακούγεται σε όλη την Ελλάδα το «Εδώ Πολυτεχνείο-Εδώ Πολυτεχνείο».
Τη δεύτερη μέρα της κατάληψης οι φοιτητές κάλεσαν όλα τα ΜΜΕ και έδωσαν συνέντευξη ανακοινώνοντας τα αιτήματα τους, εκεί μπήκα και εγώ σαν ξένος ανταποκριτής και είδα με τα μάτια μου πως είχαν διαμορφώσει τους χώρους, αλλά και τη θέληση στα μάτια όλων για πάλη, αγώνα για την ανεξαρτησία, και την ελευθερία.
Το πως βρέθηκα τη βραδιά της 16ης προς 17η Νοέμβρη απέναντι από την κεντρική είσοδο του Πολυτεχνείου, (Γωνία Πατησίων και Στουρνάρη), είναι μια απίστευτη ιστορία που ακόμη και σήμερα δεν την πιστεύω ότι κατάφερα μαζί με τον διευθυντή μου Phil Dopoulo του Associated Press να είμαστε οι μόνοι δημοσιογράφοι εκεί μπροστά στο Πολυτεχνείο και να μείνω εκεί μέχρι την στιγμή που το τανκ γκρεμίζοντας την κεντρική πύλη άνοιξε τον δρόμο για την εισβολή αστυνομίας και στρατού να καταστείλουν την φοιτητική εξέγερση, αφήνοντας πίσω τους πολλούς νεκρούς και τραυματίες.
Οι σκηνές που έζησα καθ’ όλη τη διάρκεια των πέντε ωρών που ήμουν εκεί (από της 10 το βράδυ μέχρι τις τρεις τα ξημερώματα) ήταν πολλές και δεν περιγράφονται με λόγια. Συγκίνηση, ηρωισμός, ιστορικές στιγμές.
Η εισβολή του τανκ στο Πολυτεχνείο ήταν τόσο ξαφνική που με έπιασε και εμένα εξαπίνης. Δεν περίμενα να εισβάλει. Αντιθέτως, όταν γύρισε την κάννη του κανονιού προς τα πίσω και κάνοντας όπισθεν πηγαίνοντας στο απέναντι πεζοδρόμιο, νόμιζα ότι πήρε εντολή για να αποχωρήσει από το σημείο. Αυτός όμως είχε πάρει εντολή για να χτυπήσει και να μπει στο Πολυτεχνείο και αυτό έκανε με όση δύναμη διέθετε το τανκ, πέφτοντας πάνω στην κύρια είσοδο και στα παιδιά που ήταν κρεμασμένα πάνω στα κάγκελα της κεντρικής πύλης.
Πρόλαβα και τράβηξα τρία καρέ, τρεις φωτογραφίες, απ’ την εισβολή του τανκ στο Πολυτεχνείο και στη συνέχεια, αφού απέφυγα τα χτυπήματα, με μακριά κοντάρια τριών αστυνομικών, τρέχοντας ζιγκ – ζαγκ, γιατί πίστευα ότι θα με πυροβολούσαν, έφυγα προς την οδό Ακαδημίας, φτάνοντας στο γραφείο μου, σώζοντας το πολύτιμο υλικό.
Λίγες ώρες αργότερα γύρισα και πάλι στο Πολυτεχνείο, μπήκα μέσα είδα την στραπατσαρισμένη Μερσεντές που λίγες ώρες πριν είχαν λιώσει οι ερπύστριες του τανκ.
Οι φωνές και τα ουρλιαχτά των λαβωμένων φοιτητών ήταν ακόμη ζωντανά μέσα στα αυτιά μου, αυτή τη φορά είδα πυροσβέστες με τις μάνικες στα χέρια να προσπαθούν να πλύνουν τους λεκέδες από τα αίματα, να ξεπλύνουν την ντροπή τους.
Η ενέργεια αυτή του τανκ μπορεί να γκρέμισε την πύλη του πολυτεχνείου, δεν μπόρεσε όμως να γκρεμίσει τη θέληση της συντριπτικής πλειονότητας του Ελληνισμού να βάλει τέλος στην καταπίεση, να διώξει τη χούντα.
Οι φοιτητές εκείνης της εποχής άνοιξαν τον δρόμο. Εμείς πρέπει να συνεχίσουμε στο δρόμο τους, χωρίς να επιτρέπουμε οι εκδηλώσεις μνήμης, κάθε χρόνο, να μετατρέπονται σε καταστροφικές διαδηλώσεις.