«Βαδίζεις σε μιαν έρημο. Ακούς ένα πουλί να κελαηδάει. Όσο κι αν είναι απίθανο να εκκρεμεί ένα πουλί μέσα στην έρημο, ωστόσο εσύ είσαι υποχρεωμένος να του φτιάξεις ένα δένδρο. Αυτό είναι το ποίημα».
Στις 22 Φεβρουαρίου του 2020 η Κική Δημουλά, ακαδημαϊκός, ποιήτρια της δεύτερης μεταπολεμικής γενιάς, αιωνίως διαμένουσα στην αγαπημένη της Κυψέλη, όπως δήλωνε στις συνεντεύξεις της, εξάντλησε τον χρόνο της. Στα 89 της χρόνια, «η αυλαία δεν θα αργήσει να πέσει» έλεγε στους κοντινούς της ανθρώπους. Απεβίωσε στις 17 και 56 στο θεραπευτήριο Υγεία. Υπέφερε από σοβαρή χρόνια αναπνευστική αποφρακτική πνευμονοπάθεια.
Με το γλυκό και πικρό, κατάμαυρο χιούμορ της, θα μας παρηγορούσε με ένα φιλοπαίγμον «πώς κάνετε έτσι; Απλά “μεταφερθήκαμε παραπλεύρως”», όπως τιτλοφόρησε το 2007 την ομώνυμη συλλογή της.
«Δεν νιώθω δημιουργός. Πιστεύω ότι είμαι ένας έμπιστος στενογράφος, μιας πολύ βιαστικής πάντα ανησυχίας, που κατά καιρούς με καλεί και μου υπαγορεύει κρυμμένη στο ημίφως ενός παραληρήματος, ψιθυριστά, ασύντακτα και συγκεκριμένα, τις ακολασίες της με έναν άγνωστο τρόπο ζωής. Όταν μετά αρχίζω να καθαρογραφώ, τότε μόνον παρεμβαίνω κατ’ ανάγκην: όπου λείπουν λέξεις, φράσεις ολόκληρες συχνά και το νόημα του οργίου, προσθέτω εκεί δικές μου λέξεις, δικές μου φράσεις, το δικό μου όργιο στο νόημα, ό,τι τέλος πάντων έχει περισσέψει από δικές μου ακολασίες με έναν άλλον, άγνωστο τρόπο ζωής», δήλωσε το 2010, με την ευκαιρία βράβευσής της με το Ευρωπαϊκό Βραβείο Λογοτεχνίας για το σύνολο του ποιητικού και πεζογραφικού της έργου.
Μια αλλόκοτη Σίβυλλα της καθημερινότητας, ένας ζεστός μεσογειακός άνθρωπος με τις αντιφάσεις του, που τις μετουσίωνε σε χρόνιες αντιστίξεις· αναφανδόν η αντίστιξη ήταν παρούσα σε κάθε της ποίημα. Τα μεγάλα ζητήματα της ζωής και του θανάτου ακτινογραφούνταν παράλληλα με τα ελάχιστα, τα φευγαλέα. Οι διαλείπουσες λεπτομέρειες της καθημερινότητας και η δόξα των μικρών, αόρατων πραγμάτων, υπό τη μεγέθυνση της ματιάς και του λόγου της, με τη λυρική και την ελεγειακή της αποτύπωση, συνέθεσαν έναν ολότελα δικό της γαλαξία ύφους. Η ποίηση της Δημουλά αποθεώθηκε όχι γιατί κατασκεύασε κάτι επικό, μα για το ακριβώς αντίθετο: μιλούσε για χαρές, φοβίες, αισθήματα, αισθήσεις, αισθαντικότητες, θλίψεις και βαθιές μελαγχολίες που καραδοκούν και αναδύονται ακόμα και μέσα από την απλή διαδικασία μιας φασίνας στο σπίτι ή μιας ξέγνοιαστης βόλτας, Κυριακή με ήλιο, στη Φωκίωνος Νέγρη.
Η Κική Δημουλά, ενεργή, παρατηρήτρια και αδιάλειπτα παρούσα στα ελληνικά γράμματα για μισό αιώνα, κατασκεύασε ένα κοσμοείδωλο τρυφερότητας κοντράστ στη συνήθη ειρωνεία ή τον κυνικό σαρκασμό του ελληνικού ποιητικού μοντερνισμού. Ακολουθώντας μονήρη πορεία, η παραστατική και λεκτική αποτύπωση του υπάρχοντος την ήθελε το 2013 (δημοσίευμα των Νιου Γιορκ Τάιμς) να διεκδικεί με αξιώσεις και ισχυρή πιθανότητα το Βραβείο Νόμπελ. Η πιο σημαντική Ελληνίδα ποιήτρια έγραψε λέξεις για το μεγάλο αλλά και το λίγο του κόσμου, τη στέρηση και την απώλεια, τη ματαιότητα και την κάθαρση, τη λύτρωση και τη λήθη.