Γράφει ο Βασίλης Οικονόμου, δημιουργός του ντοκιμαντέρ “Χωριό χωρίς Καφενείο”
————–
Το Κυπαρίσσι Γρεβενών είναι ένα μικρό χωριό με μεγάλη ιστορία, 25 χιλιόμετρα βορειοδυτικά της πόλης των Γρεβενών, στα 930 μέτρα ύψος. Αντιμετωπίζει κι αυτό, όπως πολλά στην Ελλάδα, το πρόβλημα της πληθυσμιακής ερήμωσης.
Από έναν τόπο με σταθερό τριψήφιο αριθμό κατοίκων, όπου λειτοιργούσε και Δημοτικό σχολείο, έγινε από τη δεκαετία του ΄80 κι ύστερα θέρετρο οικογενειακών διακοπών για τους ηλικιωμένους με τα εγγόνια τους.
Ο κύριος λόγος είναι φυσικά η αστυφιλία, η αναζήτηση για έναν ευκολότερο τρόπο ζωής στις πόλεις (όχι απαραίτητα και πιο όμορφο όπως ομολόγησαν πολλοί). Ίσως επειδή δεν πορεύτηκαν δικτυωμένα, σαν ένα μεγάλο χωριό αλλά παρέμειναν απομονωμένα σε έναν εσωστρεφή τοπικισμό.
Μια βαθύτερη αιτία είναι ότι ολόκληρες περιοχές σταμάτησαν να υποστηρίζονται κρατικά και ν΄ αναπτύσσονται, ώστε να προσφέρουν κάποια προοπτική στους κατοίκους τους για το μέλλον.
Το Κυπαρίσσι σε πίνακα της ζωγράφου Αργυρούλας Σίμου.
Ντοκυμαντέρ χωρίς μπάτζετ
Τρία χρόνια πριν, ο τότε αντιπρόεδρος του Συλλόγου Κυπαρισσιωτών, Φώτης Δημόπουλος, μου πρότεινε να κάνουμε μια σειρά συνεντεύξεων με τους δεκαπέντε μόνιμους κυπαρισσιώτες. Η ιδέα ενός ντοκυμαντέρ για το αγαπημένο μου μέρος υπήρχε από πάντα αλλά το δύσκολο ήταν να αποστασιοποιηθώ ώστε να ανακαλύψω ποιο θα ήταν το κυρίως θέμα και το πρόβλημα η έλλειψη εξοπλισμού.
Όταν απέκτησα κάμερα με τη λογική ‘’εδώ και τώρα’’ ξεκίνησα τον Μάρτιο του ΄18 το γύρισμα με πλάνα από κάθε εποχή του χρόνου και τις πρώτες συνεντεύξεις των ηρωικών μόνιμων κατοίκων. Αρχικά με σκοπό ‘’εσωτερικής κατανάλωσης’’, να μείνει δηλαδή ένα οπτικοακουστικό ντοκουμέντο γύρω από τους κατοίκους αυτής της γενιάς.
Με ξέρανε και τους ήξερα από μικρό παιδί αλλά δεν περίμενα ότι θα είχα εύκολη πρόσβαση στο να μου ανοίξουν τα σπίτια τους για να μιλήσουν. Παρόλες τις αναστολές μπροστά απ΄ την κάμερα αφηγήθηκαν γιατί το είχαν ανάγκη να ακουστούν. Μίλησαν για τη μετανάστευση στις δύσκολες δεκαετίες της χώρας, την ενασχόληση με την κτηνοτροφία, τη γη και την περίτεχνη τέχνη των μαστόρων της πέτρας. Τη μοναξιά των γηρατειών και τη ζωή στο βουνό, πλέον με την παρέα των ζώων και της τηλεόρασης.
Για το προσωπικό τους και το συλλογικό παρελθόν και τις εκτιμήσεις τους για το μέλλον που προβλέπει δυστυχώς ένα …χωριό χωρίς κατοίκους.
Στο είδος του ντοκιμαντέρ η μεγάλη δουλειά γίνεται στο μοντάζ, το ίδιο συνέβη και σ΄ αυτήν την περίπτωση. Είμαι μοντέρ κινούμενης εικόνας στο επάγγελμα, πράγμα που βοήθησε να δώσω μια σαφή αφήγηση στο εξάωρο υλικό. Με τη βοήθεια πρωτότυπης και παλιάς μουσικής από φίλους, έδεσε οπτικοακουστικά κι εκτίμησα ότι μπορούσε να βρει κοινό παραέξω. Το κεντρικό θέμα είναι η εδώ και πέντε χρόνια απουσία καφενείου –καφετζή για την ακρίβεια- πράγμα που είναι αρκετό για να διαταραχθεί ένας τόσο μικρός κοινοτικός ‘’βιότοπος’’.
Το Νοέμβριο του 2019 συμμετείχε στο Διαγωνιστικό τμήμα του 13ου Docfest της Χαλκίδας. Υπήρχαν κι άλλα στο πρόγραμμα αλλά η κρίση του κορωνοϊού τα σάρωσε όλα…
Χωριό χωρίς κατοίκους
Έλεγα, περιγράφοντας το θέμα, ότι πρόκειται για τους ‘’δεκαπέντε τελευταίους κατοίκους’’. Ο Φώτης με διόρθωνε ‘’μη λες τελευταίους δεν ακουγεται καλά’’ και είχε δίκιο, προσπαθούσα να μη μεταφέρω την αυτόματη σκέψη μου στο λόγο. Βέβαια όσο αισιόδοξος και να θέλει να είναι κάποιος και όσο ενεργητικός και προσπαθεί να γίνει, με δράσεις κι εκδηλώσεις γύρω από τα χωριά, είναι οι συγκεκριμένες πολιτικές που συνεχίζονται για δεκαετίες κι έχουν καταδικάσει τις μικρές ορεινές περιοχές σε διακοπή της πληθυσμιακής τους ανανέωσης. Περίεργο πάντως πως ούτε η οικονομική κρίση δεν άλλαξε σημαντικά την κατάσταση.
Κλείνοντας θα επιχειρήσω να συνοψίσω μια ισχύουσα προβληματική αντίληψη για τα χωριά στο εξής παράδειγμα:
Ένα πάγιο πρόβλημα είναι ότι στα γύρω χωριά δεν έχουμε σήμα στο κινητό ούτε και wi-fi. Το καλοκαίρι προσπάθησα να μαζέψω υπογραφές ώστε να επικοινωνηθεί πιο έντονα η ανάγκη επίλυσης του, γιατί πλέον και λίγες μέρες να λείψει κανείς, τρέχουν διάφορες εκκρεμότητες της ενήλικης ζωής που τακτοποιούνται μόνο με τη σύγχρονη επικοινωνία.
Σε συζητήση που είχα με κάποιους εικοσάρηδες συγχωριανούς μου, μου έφεραν ως αντεπιχείρημα ότι δε συμφέρει τις εταιρίες να κάνουν επέκταση των γραμμών και να επενδύσουν σε μια εγκατάσταση, διότι είναι λίγοι οι κάτοικοι και κάτι τέτοιο δε θα φέρει κέρδος.
Έφτασε η εποχή που η νεοφιλελεύθερη αντίληψη ότι όλα πρέπει να μετρούνται ως κέρδος και να ερμηνεύονται ως μετρήσιμα στατιστικά του marketing έγινε κοινή γνώμη ακόμα και στο μυαλό των (άνεργων και μη) νέων;
Ξεκάθαρα όχι, οι κοινότητες, οι ανθρώπινες σχέσεις και οι εμπειρίες των ισχυρών παραδόσεων είναι βιώματα πολύ δυνατά απ΄αυτό.
Τα ‘’χωριάτικα’’ καλοκαίρια μας όρισαν για πολλούς από εμάς την έννοια του ιερού και με αυτό το δυνατό κίνητρο θα συνεχίζουμε να τα κρατάμε ζωντανά όπως μπορούμε.
υγ: στη δύσκολη περίοδο που βρισκόμαστε, οφείλω να ξεκαθαρίσω ότι …μένουμε σπίτι και θα διατηρήσουμε ζωντανά τα χωριά με το καλό όταν τελειώσει η πανδημία κι επανέλθει η εποχή της κινητικότητας.