Ψηλά στο λόφο ήταν ένα σπίτι. Μόνο του, ξεκομμένο από τα υπόλοιπα. Ήταν τόσο αφημένο στη μοίρα του, που από τη μία μου προκαλούσε τρόμο κι από την άλλη κάτι με τσιγκλούσε να το εξερευνήσω. Ανέβαινα το λόφο με το ποδήλατο και με την άκρη του ματιού μου έριχνα κλεφτές ματιές. Μια γριά κοντή, στεγνή και μαυροντυμένη καθόταν στην αυλή αυτού του σπιτιού και μουρμούριζε λόγια περίεργα, ακαταλαβίστικα μπερδεμένα με ψαλμωδίες. Μαζευόμουν το βράδυ κι ένιωθα το κεφάλι μου να με πονάει. Μάτι είναι, μου έλεγαν οι άλλες γριές. Και έπαιρναν ένα κάρβουνο που το είχαν δίπλα στα εικονίσματα και με σταύρωναν.
Μια μέρα με φώναξε η γριά να της δώσω το κουβάρι που γλίστρησε από την ποδιά της. Δεν μπορούσε να σκύψει και το κουβάρι θα ‘μενε εκεί ανάμεσα στα χορτάρια. Κατέβηκα απ΄ το ποδήλατο και προχώρησα διστακτικά. Της το έδωσα και το ‘βαλα στα πόδια χωρίς να της πω τίποτα. Μετά από λίγες μέρες, ενώ περνούσα πάλι από μπροστά με φώναξε για λίγο ξινόγαλο. Είχε ζέστη. Διψούσα. Μου το έβαλε σε μια κούπα σπασμένη χωρίς λαβή. Ήπια μια γουλιά. Δώσε μου το χέρι σου να το δω. Το άπλωσα.
Άρχισε να μου λέει για την κάθε μου γραμμή. Χθες έγινε εκείνο, σήμερα έγινε αυτό, αύριο θα γίνει το άλλο. Άντε μου να παίξεις με τα άλλα παιδιά. Μα αν θες να μάθεις τη μοίρα, να ‘ρχεσαι. Ήθελα. Και έψηνε καφέ και μου έλεγε πώς να ερμηνεύω το κάθε σύμβολο. Έβλεπε αυτή το δικό μου φλιτζάνι και γω το δικό της. Όποτε έκανα λάθη με διόρθωνε. Να κοιτάς τον άλλον στα μάτια, να προσέχεις την κάθε του έκφραση. Μην παρασύρεσαι. Μου ‘μαθε και μια προσευχή για να φυλάω τον εαυτό μου απ’ το κακό.
Και όταν πια μάντεψε πως θα γίνω βιβλίο ανοιχτό με έδιωξε λέγοντάς μου: Εσύ να πουλάς κι οι άλλοι να αγοράζουν.
Έφυγε κάποιον Μάη πλήρης ημερών.
Από τότε πιστεύω πως Μάης και μάγια πάνε μαζί.