Επιμέλεια Βικτώρια Γκουντώνη
“Γενικώς με πήγαινε συχνά στο γήπεδο ο πατέρας μου. Ήταν Παναθηναϊκός, ταξιδεύαμε από την Καβάλα σε όλη τη Μακεδονία για να βλέπουμε μπάλα. Μου άρεσε, ήταν το δέσιμό μας. Οι πρώτες μνήμες ήταν από τους αγώνες του ΠΑΟΚ στο γήπεδο της Καβάλας, αλλά το πρώτο ματς που θυμάμαι με λεπτομέρειες και ως ατμόσφαιρα ήταν ένα ΠΑΟΚ-Πιερικός το 1985. Η μυρωδιά του γηπέδου στη δεκαετία του ’80 δεν ξεχνιέται, ήταν ένα μείγμα καπνού, σκόνης και τσιμέντου. Βροχής. Κρύου, σκληρού κρύου και φελιζόλ.”
Μέσα στις σελίδες του βιβλίου του Νίκου Ιωαννίδη, “Μια Εποχή στο τσιμέντο” ζωντανεύει ξανά το πέταλο, ακούγονται συνθήματα μιας γενιάς που ενηλικιώθηκε στα γήπεδα και ξεδιπλώνονται οι ιστορίες “των καλύτερων οπαδών μιας ομάδας που δεν υπήρξε ποτέ.”. Τελικά, ο “Ισοβίτης” είναι μια ιδιάζουσα περίπτωση ΠΑΟΚτση!
Τι ήταν αυτό που έκανε τη δεκαετία του ‘90 σημείο αναφοράς για τον ΠΑΟΚ;
Συνολικά, η συγκεκριμένη δεκαετία είναι μια περίοδος με αυτόνομη θέση στην οπαδική “ιστορία”. Όσοι πρωτοπήγαμε στα πέταλα εκείνα τα χρόνια, δηλαδή οι σημερινοί σαραντάρηδες, παραλάβαμε τον χουλιγκανισμό της προηγούμενης δεκαετίας με τα βρετανικά χαρακτηριστικά των άγριων μαχών ανάμεσα σε αντιπάλους οπαδούς, αλλά αντί να κάνουμε αυτό παίζαμε ξύλο με την αστυνομία. Η δική μου γενιά άφησε πίσω το στείρο μίσος για τους απέναντι και επικεντρώθηκε στην αγάπη για τον διπλανό και τον συνταξιδιώτη, μα οι δυνάμεις καταστολής δεν φαίνονταν να αντιλαμβάνονται αυτήν τη μεταστροφή. Αν λάβεις υπόψη τα υλικά που έφτιαξαν την κατάσταση στις κερκίδες και τον ΠΑΟΚ εκείνης της εποχής που πραγματικά δεν κέρδισε τίποτα, είχες μια ασπρόμαυρη μετακινούμενη λαοθάλασσα σε όλα τα γήπεδα της χώρας να ταξιδεύει Κυριακή παρά Κυριακή παντού για να τραγουδάει ύμνους σε μια ομάδα που δεν υπήρχε ή, έστω, δεν ήταν αντάξια της αφοσίωσης που της δινόταν. “Οι καλύτεροι οπαδοί μιας ομάδας που δεν υπήρξε ποτέ”.
Ποια από τις θρυλικές εκδρομές των οπαδών νοσταλγείτε σήμερα;
Το μόνο που νοσταλγώ είναι το μέλλον. Είμαστε συνθέσεις όλων των εμπειριών μας και καθεμιά είναι μοναδική, άρα δεν θα ήθελα να ξαναζήσω τίποτα για να μην του στερήσω αυτό το στοιχείο της μοναδικότητας. Νοσταλγώ μια εποχή που θα ξαναμπορούμε να ταξιδεύουμε και να τραγουδάμε χωρίς να θεωρούμαστε ως ντε φάκτο και συλλήβδην εγκληματίες. Ο ισχύων Νόμος ως τέτοιους μας θεωρεί, ποινικοποιώντας το συναίσθημα που νιώθουμε, αυτό που μας στέλνει πίσω από ένα πέταλο και μια ομάδα ποδοσφαίρου.
Στη συνθηματολογία των οπαδών τα ναρκωτικά έχουν περίοπτη θέση. “ΠΑΟΚ, εκδρομές, ναρκωτικά!” Πως εξηγείται αυτός ο συσχετισμός;
Το συγκεκριμένο παράδειγμα είναι θλιβερό και έχω τοποθετηθεί πολλάκις δημοσίως εναντίον του. Είμαστε μια πολύ μεγάλη μερίδα στην κερκίδα που σιωπά όταν τραγουδιέται. Καθένας μας έχει θρηνήσει φίλους, κολλητούς, συνταξιδιώτες από την Κατάρα και η “ωδή” στον δολοφόνο της νιότης μας, που αρκετοί τον ξεγελάσαμε ξυστά, την τελευταία στιγμή πριν πέσουμε στον γκρεμό, ακούγεται τουλάχιστον ως ύβρις. Είναι από τα χάσματα που δεν μπορώ να γεφυρώσω με τη γενιά που μας διαδέχτηκε, αυτή η ανεξήγητη γοητεία που τους ασκούν οι ουσίες, έστω και σε θεωρητικό επίπεδο. Όπως και να ‘χει, η χρήση ναρκωτικών από οπαδούς έχει την ίδια αναλογία με τη χρήση ναρκωτικών γενικώς, είτε στο παρελθόν είτε τώρα.
Είναι η οπαδική συμπεριφορά των Παοκτσήδων παρεξηγημένη;
Είναι παρεξηγημένη και πολύ ορθά είναι παρεξηγημένη. Πολύ απλά, δεν θα την εξηγήσει κανένας Παοκτσής, οπότε ο καθένας είναι ελεύθερος να δώσει τη δική του ερμηνεία. Αλλά, διάολε, κάνεις δεν μπορεί να καταλάβει πως δεν μπορεί το μίσος να είναι η πηγή όλου αυτού του ασπρόμαυρου ετερόκλητου σύμπαντος, δεν μπορεί το μίσος να οδηγεί κάποιον να αφήνει δουλειές, οικογένειες, σχολές, να ταξιδεύει χιλιάδες χιλιόμετρα και να κάνει παύση σε οτιδήποτε απλώς για να βρεθεί σε ένα πέταλο για δύο ώρες, να ρισκάρει την υγεία του, την ίδια του τη ζωή καμία φορά, ακολουθώντας ένα συναίσθημα και αυτό το συναίσθημα να είναι το μίσος; Όχι, μόνο η αγάπη μπορεί να σε οδηγήσει να τα κάνεις όλα αυτά. Ανεξήγητη, καταστροφική, αυτοκαταστροφική, λυτρωτική, ανάπηρη, αλλά αγάπη. Αλλά παρεξηγημένη και παρεξηγήσιμη, οπότε επιστρέφουμε στο ερώτημα.
Φίλαθλος στη δεκαετία του ’90 και φίλαθλος το 2018. Υπάρχουν διαφορές;
Όσο φίλαθλος ήσουν τότε, τόσο πελάτης είσαι σήμερα. Βγάζοντας εκτός μια μειοψηφία που πραγματικά δεν επιτρέπει στο περιβάλλον να αλλοιώσει τον πυρήνα της, οι θαμώνες των γηπέδων του ’90 είναι οι σημερινοί καναπεδάκηδες -όχι μόνο ποδοσφαιρικά αλλά γενικώς. Ο αθλητισμός μετατρέπεται σε προϊόν, τιμολογείται, πωλείται με δόσεις και εκπτωτικά πακέτα από τα συνδρομητικά. Με την απόσυρση και της σημερινής γενιάς, οι φίλαθλοι στις κερκίδες θα χρησιμοποιούνται ως κλακαδόροι, καταναλωτές ξένων συναισθημάτων, θα έχει πάψει η πρωτογενής δημιουργία συναισθήματος και μόνο να το αγοράσεις θα μπορείς με το εισιτήριο ή τη συνδρομή στο κανάλι. Η ταύτιση των νεαρότερων ηλικιών με τους επιχειρηματίες και όχι με τις ομάδες τους είναι μεγάλη αλλαγή που βλέπεις με γυμνό μάτι, κάτι που δεν υπήρχε πριν από είκοσι-τριάντα χρόνια, δηλαδή αν τότε υπήρχε, λόγου χάρη, ΠΑΟΚ, ΑΕΚ, Ολυμπιακός και Παναθηναϊκός, τώρα ακούς να μαλώνουν υπερασπιζόμενοι τα συμφέροντα του Σαββίδη, του Μελισσανίδη ή του Μαρινάκη. Να το θέσω απλά: Από πρωταγωνιστές της ζωής μας, επιλέγουμε, για κάποιο λόγο, να είμαστε θεατές στην ίδια μας τη ζωή, σαν να παίζουμε σε τηλεπαιχνίδι.
“Μια εποχή στο τσιμέντο” o τίτλος του βιβλίου σας. Γιατί επιλέξατε αυτόν τον τίτλο και τι νοηματοδοτεί;
Ήμασταν η τελευταία φουρνιά που πέρασε από τα τσιμεντένια γήπεδα. Μερικά δεν είχαν καν τσιμέντα, όπως αυτό του εξωφύλλου, μας βάζανε επί ώρες στη λάσπη, σε έναν ελαφρώς υπερυψωμένο χωμάτινο στίβο, όπως στη Λιβαδειά ή τη Δράμα.
Πως ξεκίνησε η καταγραφή όλων αυτών των στιγμών, οι οποίες τελικά αποτέλεσαν το βιβλίο σας; Ποια ανάγκη κρύβεται πίσω από το συστηματικό γράψιμο στο site σας;
Απλώς ξεκίνησε. Είναι μια ανάγκη να καταγράψεις οτιδήποτε σε εμπνέει, σε στοιχειώνει, σε πνίγει στο χαρτί – το ηλεκτρονικό χαρτί, εν προκειμένω. Νομίζω πως αυτό δίνει την ιδιότητα του “συγγραφέα” σε κάποιον, η ασφυξία που νιώθει διαρκώς αν δεν μετατρέψει όσα χορεύουν μέσα στο κεφάλι του σε λέξεις. Οι εμπειρίες από το γήπεδο μου πρόσφεραν μια εξαιρετικά σπάνια ευκαιρία να αδειάσω το μυαλό μου και να ανασάνω, με βάραιναν όσο τα κρατούσα και περνούσαν τα χρόνια. Στη διαδρομή, διαπίστωσα πως, ακούσια, μιλούσα εκπροσωπώντας μια ολόκληρη γενιά ανθρώπων που μαγεύτηκαν από την κουλτούρα του γηπέδου εκείνη την περίοδο οπότε από ένα σημείο και μετά απελευθερώθηκα εντελώς.
Ήταν δύσκολη η επιλογή των ιστοριών για το βιβλίο; Πως περιορίζεις μια ολόκληρη οπαδική ζωή σε μερικές σελίδες;
Δεν ήταν καθόλου δύσκολη η επιλογή επειδή τις έστειλα όλες στον Εκδοτικό Οίκο χωρίς να κόψω τίποτα. Η αρχική μορφή του βιβλίου ήταν πάνω από οκτακόσιες σελίδες. Κάθε τόσο, πίνω ένα ποτήρι στην υγειά του ανθρώπου που του έλαχε η αποστολή να βουτήξει εκεί μέσα και να βρει τρόπο να κόψει τα μισά, χωρίς να χαθεί κανένα νόημα και δίχως να στερηθεί ο συγγραφέας ή ο αναγνώστης από καμία βασική πληροφορία της αφήγησης.
Ποια είναι η γνώμη σου για τα τελευταία περιστατικά αναφορικά με τη συμπεριφορά του Ιβάν Σαββίδη στον αγωνιστικό χώρο;
Θα έπρεπε να γνωρίζω τον Ιβάν Σαββίδη για να έχω γνώμη γι’ αυτόν. Αλλά δεν τον γνωρίζω, συνεπώς τον κρίνω όπως οι περισσότεροι, δηλαδή από τη δημόσια εικόνα του και τη ρητορική του. Είναι μια σπάνια περίπτωση ανθρώπου που δεν μπορώ να τον διαβάσω με τίποτα, παραμένει μυστήριο για μένα. Θα μείνω στη θεωρία της ποδοσφαιρικής λογικής, δηλαδή πως όποιος παθιάζεται με την μπάλα, είτε δισεκατομμυριούχος όπως ο Σαββίδης είτε φτωχαδάκι όπως εγώ, την ίδια συμπεριφορά θα έχουμε απέναντι σε κάτι που θεωρούμε ως ακραία άδικο: Θα χάσουμε το μυαλό μας. Από εκεί και πέρα, το τι κάνει ο καθένας όταν χάνει το μυαλό του είναι αντικείμενο ολόκληρης Επιστήμης που δεν την κατέχω.
Τελικά τι σημαίνει να είσαι ΠΑΟΚτσης;
Να πηγαίνεις μπροστά. Πάντα ευθεία, πάντα μπροστά. Να ζεις και να αφήνεις τους άλλους να ζήσουν. Να είσαι ο κόσμος γι’ αυτούς που δεν έχουν κόσμο να τους ταιριάξει. Να κοιτάζεις το αύριο και να το νοσταλγείς αλλά παράλληλα να ξέρεις πως όλο αυτό είναι μάταιο. Στην τελική, ΠΑΟΚ είναι να χτίζεις μια ουτοπία αλλά μόλις αντιλαμβάνεσαι πως ίσως και να την ολοκληρώσεις να την κάνεις κομμάτια και να ξαναρχίζεις το χτίσιμο, την αμέσως επόμενη στιγμή. Τα έχει γράψει με ομορφότερες λέξεις ο Καμί, σε ένα βιβλίο που μιλάει για έναν άνθρωπο, Παοκτσή, κι έναν βράχο που ανέβαζε σε ένα βουνό.
Το βιβλίο του Νίκου Ιωαννίδη, “Μια Εποχή στο Τσιμέντο”, κυκλοφορεί από τις εκδόσεις ΤΟΠΟΣ.