Η πόλη είναι ένας ζωντανός οργανισμός με τον οποίο έχουμε πάρε -δώσε. Όσο πιο πολύ την περπατάμε, πάμε στα στέκια της, συναντιόμαστε με ανθρώπους, τόσο πιο πολύ την ομορφαίνουμε.
Ένας ζωντανός οργανισμός που γεννιέται, μεγαλώνει, ακμάζει, παρακμάζει! Ο χώρος και ο χρόνος υπήρξε, υπάρχει και θα υπάρχει.
Τάσα Σιώμου
Οικοδόμοι κι εργάτες, αγρότες άγονων χωραφιών και μικρών αμπελιών κατοικούσαν στη Σκ΄ρκα, παλιότερη γειτονιά της Κοζάνης, φτωχικό γενέθλιο τόπο μου, μεγάλο σχολείο ζωής.
Οι γυναίκες βοηθούσαν κι αυτές στο βιος. Λυγερόκορμες, όχι από διατροφή, αλλά από τυράννια κι ανέχεια, παράβγαιναν στο να μετουσιώσουν τις στερήσεις σ΄αρχοντιά, παλεύοντας με τα ζυμάρια για τον επιούσιο, δυο ντέγκια αλεύρι και θα τον βγάλουμε το χειμώνα έλεγαν, και χτυπώντας στον αργαλειό τα πολύχρωμα κιλίμια για το στρώσιμο του σπιτιού.
Η ισοτιμία των φύλων ήταν άγνωστη. Οι προσφωνήσεις τους «η θ΄κια μ΄ή η άλλην» κι η απόσταση από τους άντρες τους στο δρόμο υποδήλωναν τις διαθέσεις τους.
Τα παιδιά πολλά, αποτελείωναν τα μπαλωμένα με όπλατες ρούχα στη γλίστρα της Αγιάννας. Δεν τα κυνηγούσαν για το μεσημεριανό ύπνο, για το φαγητό, αντιθέτως τα απειλούσαν, τα πιθάνει η μάνα΄ς άμα φας , όταν σουρουπών΄, έλεγαν. Ούτε τα δελέαζαν για διάβασμα για να τελειώσουν το σχολείο, το Δημοτικό δηλαδή. Έτσι οι επιδόσεις στα γράμματα ήταν πενιχρές, ήταν όμως πλούσιες στο σήκωμα των περιστεριών, στο πέταγμα της πέτρας, στο τσάκωμα των πουλιών, στις φιλίες…
Τα βράδια όλοι στο χωρατά, καθισμένοι σε σταθερές πελεκητές πέτρες. Μιλώντας κατά πρόσωπο ο ένας στον άλλο με συμπάθεια, είτε κλαίγοντας, είτε τραγουδώντας τα βάσανά τους, είτε πειράζοντας ο ένας τον άλλο, λυτρώνονταν από τις έγνοιες της ζωής. Αριά και που εμφανίζονταν χαλβάς σιμιγδαλίσιος ή φιλίτσες ψωμιού με ζάχαρη και λάδι.
Στη γειτονιά που και που ξετρύπωναν μπακάλικα –ταβέρνες, π.χ. τ΄Κουτσουσίμ΄, τ΄Πατίκα, προνόμιο των ανδρών για τα ξεροσφύρια της ρακής ή του κρασιού, καθισμένων σε τσουβάλια με πατάτες ή ζάχαρη, αλλά και προνόμιο των παιδιών για λίγα δράμια λάδι ή ελιές.
Τα μεροκάματα των ανδρών λιγοστά , το ΙΚΑ ήταν στα αζήτητα, κι αυτά ήταν κερδισμένα στο ανθρωποπάζαρο, μπροστά στου Δαβάνη, δίπλα στο Δημαρχείο, όπου τα φευγαλέα αφεντικά διάλεγαν ανάλογα με τα μπράτσα και τη φήμη των εργατών.
Και σε καιρούς όμως που υπήρχαν φούριες, στο θέρος ή στον τρύγο, ποτέ δεν έκαναν μεροκάματο την ΚΥΡΙΑΚΗ. ΄Ηταν μέρα άγια, αφιερωμένη στα θεία κι ας μην πατούσαν το πόδι τους στην εκκλησιά, μόνο τις κούπες συμβόλιζαν με τα κεριά, αφού ρωτούσε ο ένας τον άλλο τις Κυριακές, με νόημα «πόσα κιριά άναψις σήμιρα;».
Δούλευαν όμως τις Κυριακές , αφιλοκερδώς, για να χτίσουν το αυθαίρετο σπίτι του φτωχού συντοπίτη. Πολλοί μαζί έριχναν τα θεμέλια, πολλοί μαζί ύψωναν τη στέγη από Κυριακή σε Κυριακή, για να προλάβουν την Αστυνομία, που φαίνεται χαλάρωνε τους ελέγχους την άγια μέρα και δύσκολα βεβαίωνε εντολές για κατεδάφιση των υψωμένων γιαπιών.
Τα σπίτια στα ανθρώπινα μέτρα, φαίνονταν ο Άι-Σαράντ΄ς από τη Σκ΄ρκα, ήταν δικής τους αισθητικής, καμωμένα με αργολιθοδομή και τσατμάδες. Τα δείγματα αυτά λαϊκής αρχιτεκτονικής που επλήγησαν από τις αντιπαροχές κι έγιναν κουρνιαχτός από το σεισμό του ΄95 και τις μπουλντόζες, περιβάλλονταν από αυλές με ραλίκια και τενεκέδες λουλουδιών και περιτρέχονταν από στενοσόκακα στρωμένα με πέτρες.
Συχνά οι καινούριοι νοικοκυραίοι τα κατοικούσαν με υγρά ντουβάρια και κουρελούδες στα παράθυρα. Τα νυχτέρια όμως και τα γιορτάσια δεν έλειπαν, ενώ σιγά – σιγά τα πράγματα έμπαιναν σε σειρά.
Ο εθελοντισμός κι η αλληλεγγύη ήταν άγνωστες λέξεις, η αυτοθυσία όμως για το συνάνθρωπο έδινε κι έπαιρνε, αφού μαζί πάλευαν τις χαρές και τις λύπες. Τους φαντάζομαι ν΄ αναριωτιούνται: Τί είνι αυτήν η αλληλεγγύη? Φαίνιτι δεν τ΄ν έχ΄ν κι τ΄συζητούν.
Τα μαστόρια της Σκ΄ρκας δεν ήταν φημισμένοι πελεκάνοι, όπως αυτοί από το Βόιο, δε ζωγράφιζαν το αρμολόι και δεν έφταναν στην Πόλη για να χτίσουν και να καζαντίσουν.
Ήταν όμως ακροβάτες στις πρόχειρες σκαλωσιές και στις στέγες, είχαν χέρια γερά σαν φτυάρια, Μανόλης Δάλλας, ώμους γερούς για το χάρτσ΄ και κυρίως είχαν φιλότιμο και μπέσα, καρδιά μπαχτσέ, χωρίς ιδιοτέλεια, που χτυπούσε στους ρυθμούς της ανάγκης του άλλου!
Υ.Γ. Το αφιερώνω:
Στη μνήμη του πατέρα μου Μανόλη, εργάτη στο επάγγελμα, που με μύησε στα ζόρια του ντουνιά.
Στον Στέργιο Σακαλή, 85χρονο οικοδόμο της γειτονιάς, με αρχοντιά, σε κερνάει στο δρόμο καραμέλες, βασιλικούς και δενδρολίβανο, και με σοφία, οι σπουδαγμένοι ξέρ΄ν τα θ΄κα ΄τς , ιγώ πιρπατώ κι βλέπου ότι έχτ΄σα τ΄ μ΄ση τ΄ν Κουζάνη, λέει.
Σημειώνω πως και τα ξωκκλήσια ήταν δικό τους δημιούργημα. Μήπως πρέπει να τα δούμε, Κώστα Καραμάρκο;
Αργύρης Θ. Παφίλης.
Παλιός συνοικισμός, γειτονιά μου.
Συνήθειο το ’χω τα βράδια να παρατάω ότι κι αν κάνω και να βγαίνω από το σπίτι για περπάτημα έτσι για την υγεία, την φυσική κατάσταση αλλά δω καινούργιες εικόνες, κάνοντας σχεδόν ένα τεράστιο γύρω της πόλης, αποφεύγοντας βέβαια το κέντρο. Ένα βράδυ, δεν είχα την διάθεση για περπάτημα αλλά το συνήθειο δεν μ’ άφηνε σε ησυχία και αποφάσισα να κάνω μια μικρή διαδρομή εδώ γύρω στη γειτονιά μου. Η ώρα δεν ήταν περασμένη όταν βγήκα στο δρόμο. Τριγύρω πολυκατοικίες με φώτα σβηστά, κατεβασμένα παντζούρια και κάποια γαυγίσματα αδέσποτων σκυλιών και, τίποτα άλλο. Πόσο άλλαξε η γειτονιά, τίποτα δεν έμεινε παρά μόνο το σπίτι του αείμνηστου δικηγόρου Δημήτρη Καραλίβανου, που μαζί με την ιστορία του κουβαλάει ακόμα μνήμες της παλιού συνοικισμού. Μιας γειτονίας με πολύ παλιά ιστορία, αφού στην οδό Φιλίππου αποκαλύφθηκε αρχαία νεκρόπολή με πλούσια κτερίσματα που χρονολογούνται από την εποχή του Σιδήρου ως τα Πρώιμα Ελληνιστικά χρόνια. Μιας γειτονίας, με ρυμοτομία παρακαλώ, που χτίστηκε για να στεγάσει πρόσφυγες από τον Πόντο και Μικρασιάτες. Οι Κοζανίτικες οικογένειες λιγοστές όμως ζούσαμε αδελφωμένα, όλες οι πόρτες και καρδιές ανοιχτές. Τι πα να πει Πόντιος, τι πα να πει Κοζανίτης. Ίσως να ήταν η μοναδική γειτονιά όπου όλα κυλούσαν ήρεμα κι απλά. Χώθηκα λοιπόν στους δρόμους της. Α, να εδώ ήταν το σπίτι του Ιορδάνη Παπαδόπουλου που τα καλοκαίρια στην αυλή του έπαιζε καραγκιόζη, μια δεκάρα το εισιτήριο, συνωστισμός. Απέναντι το σπίτι του κυρ Νίκου Σκουτελά υποδηματοποιός μεγάλη καρδιά, κάθε χρόνο κοντά στο στη Μεγάλη Εβδομάδα, μας έφτιαχνε τα καινούργια μας σκαρπίνια. Τη γυναίκα του, την κυρά Σόνια, την θυμάμαι να διασχίζει νύχτα το χιόνι μέσα στην παγωνιά, για να κάνει ένεση σε κάποιον που το είχε ανάγκη. Ευθεία πάνω το σπίτι του φωτογράφου Εφραίμ με τον αρβανίκο (πηγάδι) δίπλα.
Στη διπλανή αλάνα είχε το γήπεδο η ποδοσφαιρική ομάδα ‘’Άρσεναλ’’ το όνομά της. Κολλητά με το σπίτι μου, το σπίτι της κυρά Μέλης με τα γιατροσόφια της και τα ξεματιάσματα, εδώ έμεινε και η οικογένεια του πολύ καλού μου φίλου Σάκη Καραλιώτα. Απέναντί μας το σπίτι Κυρ Δημητράκη του Καραλίβανου με τα δύο τεράστια πεύκα στην αυλή του. Δικηγόρος, σεβάσμιος άνθρωπός, νοικοκύρης με τα όλα του έλεγε η συγχωρεμένη η μάνα μου. Πιο κάτω το μπακάλικο του Κυρ Νίκου Περτσινίδη, ήταν η ανάσα κάθε νοικοκυράς. Όλοι οι δρόμοι της πνιγμένοι από τις ακακίες, τις φλαμουριές και τις μουριές. Η γειτονιά μου είχε τις πιο ωραίες κοπέλες είχε να το λέει η Κοζάνη για την ομορφιά τους. Όμως είχαμε και πτέραρχους στη γειτονιά (περιστεράϊδες) πρώτος πρώτος ο πατέρας μου, λίγο πιο πάνω ο Κώστας ο Αλευράς που μοσχοβόλαγε ρακί η αυλή του. Από δω αγοράζαμε κρασί και τσίπουρο. Πολύ κοντά άλλος πτέραρχος, ο Σάκης ο Μαρούδας Φορές όταν συναντιόντουσαν πότε καλημερίζονταν και πότε προσπερνούσε ο ένας τον άλλον μουτρωμένοι. «Αργύρ’, Αργύρ΄ πχιάλα αγλήγουρα στουν Μαρούδα κι πέτουν να σι δώσ’ του καρακανάτκιου. Με πρόσταζε με αυστηρό τόνο ο πατέρας μου. Με μια ανάσα βρισκόμουν στην αυλή του Μαρούδα. «Κυρ Σάκη ο μπαμπάς μου, μου είπε να μου….. «Δεν ήρθε κανένα θκο τ’ πιριστέρ’ εδώ. « Μα το είδε να κατεβαίνει εδώ… σε σένα κυρ Σάκη.» « Να πάει στον ουφθαλμίατρο, έτσι να τον πεις.» Κοντά στου Μαρούδα ήταν και οι φυλακές με τους ψηλούς μαντρότοιχους. Ήταν φορές που καθόμασταν στα ψηλά αναχώματα του Κανδύλη για να βλέπουμε τους φυλακισμένους όταν βγαίνανε στο προαύλιο. Μικροπωλητές πολλοί και διάφοροι ιδιαίτερα το καλοκαίρι, όπως γαλατάδες, οπωροπώλες με φρούτα και λαχανικά, άλλοι με πεντανόστιμα φοινίκια, λαχταριστά σάμαλι και χαλβάδες. Και η χαρά πλημμυρίδα όταν στην κορυφή της μικρής ανηφοριάς, ξεπρόβαλε ο κυρ Παντελής με το καροτσάκι του γεμάτο παγωτό. Ένα παγωτό χωνάκι, περιχυμένο με μπόλικο κουκουρόζουμο (σιρόπι), ήταν η μεγάλη μας χαρά, στην κάψα του καλοκαιριού.
Τα σπίτια της γειτονιάς μου μικρά αλλά με μεγάλες λουλουδιασμένες αυλές και οπωροφόρα δέντρα. Το καλοκαίρι άναβαν φωτιά και σε μεγάλα χάλκινα μαυρισμένα καζάνια, οι γυναίκες ετοίμαζαν γλυκά από βερίκοκα και κεράσια. Οι χωματένιοι δρόμοι της, που λάσπωναν της βροχερές μέρες, οι αλάνες και το κεραμοποιείο του Κανδύλη ήταν οι παιδότοποι. Είχε πολλά παιδιά η γειτονιά μου. Φωνές, γέλια, κλάματα, παιχνίδια. Τα βραδάκια οι γυναίκες στις εξώπορτες στήνανε τον χωρατά, ατέλειωτες ώρες κουβεντολόϊ. Στήναμε αυτί να ακούσουμε ιστορίες για τις χαμένες πατρίδες, για τα πάθια της προσφυγιάς, για πρόσωπα και πράγματα αλλά και για την Κοζάνη με τα σπίτια τα παλιά…
Θα ‘ταν κάπου στις αρχές του ’60. Θυμάμαι ένα απόγευμα τους γείτονες να κατεβαίνουν βιαστικά προς το στο σπίτι του κουρέα Χαράλαμπου Βουτυρά. Τι συμβαίνει ρωτάει η μάνα μου, «έλα, έλα Μαρία, στον Βουτυρά… ήρθε ο Καζαντζίδης με την Μαρινέλλα». Τρέξαμε αστραπιαία. Η στενότητα του σπιτιού ανάγκασε τους νοικοκυραίους να βγάλουν καρέκλες στο πεζοδρόμιο για να καθίσουν οι επισκέπτες. Έτσι μπορούσαμε άνετα να δούμε από κοντά αυτόν τον μύθο που λέγονταν Καζαντζίδης. Τώρα πως βρέθηκαν εκεί ο Καζαντζίδης και η Μαρινέλλα; Ήταν καλεσμένοι του Μιχάλη Βουτυρά, γιός του κυρ Χαράλαμπου. Ο Μιχάλης εργαζόταν ως γκαρσόν σε κέντρα διασκεδάσεως όπως στον Κήπο του Τερζή, στον κήπο του Καραδήμου που από τις πίστες τους πέρασαν σχεδόν όλα τα μεγάλα ονόματα του τραγουδιού.
Σπάνια περνούσαν αυτοκίνητα από τον δρόμο μας. Όμως θυμάμαι μια μέρα που τα αυτοκίνητα περνούσαν το ένα πίσω από το άλλο. Ήταν 22 του Απρίλη του 1967 καθόμασταν με τον αδελφό μου στο πεζοδρόμιο του σπιτιού μας. Η μάνα μας από το παράθυρο της κουζίνας συχνά να φωνάζει, «μην ξεμυτίσετε ρούπι από το σπίτι». Και ξαφνικά λες κι ήρθαν από το πουθενά, στρατιωτικά φορτηγά REO, άρχισαν να περνούν σαν αλυσίδα φορτωμένα με ανθρώπους που τους κατέβαζαν στις φυλακές. Τι έγινε ρε μάνα ρωτούσαμε τρομαγμένοι σ’ ένα ρέο είδαμε τον τάδε, τον τάδε, είδαμε και τον φωτογράφο τον Σιαμέτη. Σουστ, έκανε η μάνα μην βγαίνετε από το σπίτι αλλά και που να πηγαίναμε παντού μια θλιβερή σιωπή, νέκρα, όλα τα έπνιγε το Πραξικόπημα της 21ης Απριλίου. Το κορνάρισμα και τα φώτα ενός αυτοκινήτου μ’ έφεραν και πάλι στο σημερινό πρόσωπο της γειτονιάς μου. Νύχτα στη γειτονιά, τώρα δεν ακούγονται στους δρόμους της παιδικές φωνές ούτε στήνονται χωρατάδες Έτσι είναι, αλλάζουν οι καιροί, αλλάζουν οι άνθρωποι.
Καραματσούκας Κώστας
Όταν ήμουν παιδί εκεί γύρω στη δεκαετία του ‘70 και ξεκίνησα να βγαίνω μόνος μου από το σπίτι, η γειτονιά ήταν το Α και το Ω της κοινωνικής ζωής και του κοινωνικού ιστού της πόλης. Δεν είναι τυχαίο που έχει μείνει να ρωτάμε «Τίνος παιδί είσαι. Κανείς τότε δεν σε ρωτούσε ποιος είσαι, οπότε λέγοντας τους το όνομα του πατέρα σου, αυτόματα γνώριζαν «που κάθεσαι» και «τίνος είσαι». Αυτά λοιπόν ήταν τα διαπιστευτήρια!
Η γειτονιά έπαιζε πρωταρχικό ρόλο στις ζωές μας. Συμμετείχε στις χαρές και τις λύπες. Ο τότε χωρατάς λοιπόν ήταν το κοινωνικό καφενείο της εποχής όπου λεγόταν όλα. Μέσα από το δέσιμο της γειτονιάς ερχόταν η αλληλοβοήθεια σε όλα τα πράγματα. Αυτό φυσικά είχε θετικά και αρνητικά σημεία, για μένα όμως ήταν απόλυτα θετικό το να είμαι μέλος της γειτονιάς, να ενδιαφέρομαι για τον συνάνθρωπό μου, να ανήκω κάπου.
Στην γειτονιά μας δεν υπήρχαν πολυκατοικίες, τα σπίτια ήταν χαμηλά, οι αυλές γεμάτες δέντρα και οι δρόμοι ασφαλείς. Θυμάμαι δίπλα από το σπίτι μου υπήρχε ο στάβλος του κυρ Θόδωρου του Αρβανίκου με αγελάδες που τις έβγαζε για βοσκή και τα απογεύματα γυρνούσαν.
Πρέπει να αναφέρω πως η γειτονιά μας ήταν φημισμένη για τους τεχνίτες, τους κωδωνοποιούς και τους σιδηρουργούς της. Ο ήχος των κουδουνιών, ο ήχος του αμονιού και του σφυριού μας έδινε πάντα τον ρυθμό ακόμη και στο παιχνίδι, ίσως και αυτός είναι ένας λόγος που στην γειτονιά μας έχουμε πολλούς μουσικούς και καλλίφωνους. Για να κατασκευάσεις ένα κουδούνι πρέπει να είσαι μουσικός! Ο ήχος αυτός μας μεγάλωσε θα έλεγα!
Για εμάς, τα παιδιά η γειτονιά ευτύχησε να έχει ένα κάστρο! Αυτό ήταν το παλιό πυροσβεστείο, επί της οδού 11ης Οκτωβρίου και Αριστοφάνους , έτσι το ήξεραν οι παλιοί Κοζανίτες. Στην δικτατορία ο τότε δήμος, πούλησε το οικόπεδο στον ΟΤΕ αλλά μέχρι να αξιοποιηθεί, ήταν ένα τεράστιο εγκαταλελειμμένο κτίριο με μεγάλη αυλή όπου μαζευόμασταν όλα τα παιδιά όχι μόνο της δικής μας γειτονιάς αλλά και των γύρω περιοχών και παίζαμε πετροπόλεμο! Μετά την μάχη συμφιλιωνόμασταν πάντα παίζοντας μπίλιες. Αυτό ήταν το λημέρι μας, το κρησφύγετό μας, το σημείο αναφοράς των παιδιών της γειτονιάς μας και όχι μόνο.
Σήμερα η γειτονιά έχει χάσει το νόημα της. Ακόμη και αν ζούμε στην ίδια πολυκατοικία δε ξέρουμε ποιος είναι ο διπλανός μας, δεν ανταλλάσσουμε ούτε μια καλημέρα. Οι παλιοί Κοζανίτες προσπαθούν να διατηρήσουν τον κοινωνικό ιστό, να σημειώσω εδώ πως για μένα Κοζανίτες είναι όλοι οι κάτοικοι της πόλης. Δυστυχώς όμως, τα προβλήματα δεν μας αφήνουν να δούμε το κοινωνικό κομμάτι και να έρθουμε πιο κοντά. Η αλήθεια βρίσκεται στην συναναστροφή των ανθρώπων και στο χαμόγελο. Για μένα το πιο σημαντικό πράγμα που πρέπει να μάθουμε είναι να χαιρόμαστε την κάθε στιγμή , αν αυτό το κάνουμε θα έρθουμε πιο κοντά γιατί οι χαρές και οι λύπες μας είναι κοινές. Αν χαρούμε για το καλό του διπλανού μας, το καλό θα έρθει και σε μας. Την αίγλη της παλιάς γειτονιάς είναι στο χέρι μας να την επαναφέρουμε. Χρειάζεται ένα βήμα. Μια καλημέρα!
Παναγιώτης Δημόπουλος
Ζω στην οδό Βάρναλη, λίγα μόνο μέτρα από τον Ι. Ν. Αγίου Νικολάου Κοζάνης. Το διαμέρισμά μου είναι μικρό και παλιό και δεν παρέχει ευκολίες, αλλά δεν θα το άλλαζα ούτε για την πιο ευρύχωρη περιαστική κατοικία. Και η πυξίδα μου, όπου κι αν βρέθηκα – και φαντάζομαι όπου κι αν βρεθώ στο μέλλον – έχει μαγνήτη προς το ιστορικό κέντρο της πόλης της Κοζάνης. Εδώ μεγάλωσα, από εδώ και θα αποχωρήσω εις τόπον χλοερόν, όπως έκαναν και όλοι οι άνθρωποί μου μέχρι στιγμής. Αλλάς ας μην προτρέχω.
Τι είναι αυτό που κάνει την μικρή αυτή γειτονιά τόσο γοητευτική και αδιαπραγμάτευτη; Το πνεύμα και το χιούμορ του κέντρου είναι ξεχωριστό και ίσως λίγο πιο ξερό και υπαινικτικό από αυτό που συνηθίζεται αλλού. Κάθε βράδυ, ανεξαρτήτως καιρού ή ώρας, μπορεί κανείς να είναι σίγουρος πως αν διασχίσει αργά την «βόλτα» θα βρει έναν γνωστό και φίλο για μια γρήγορη, λακωνική και αν μη τι άλλο ευφυή στιχομυθία. Η «βόλτα» είναι το κινητό, ανοιχτό εντευκτήριο της πόλης, τόπος φιλοσοφικών και όχι τόσο φιλοσοφικών αναζητήσεων, πάντα με κυρίαρχο στοιχείο το ανατρεπτικό Κοζανίτικο χιούμορ. Όλα αυτά χωρίς φολκλόρ.
Το «Βαρόσι», όπως είναι γνωστό, έχει για άγκυρα τον Ι. Ν. του Αγίου Νικολάου. Εκεί κάποτε παντρεύτηκαν, βαφτίστηκαν, μνημονεύτηκαν, γιόρτασαν και προσευχήθηκαν ή άναψαν έστω ένα κερί όλοι οι Κοζανίτες στο παρελθόν. Δεν μπορώ παρά να περνάω κάθε πρωί για μια στιγμή και να ονειρεύομαι το μέλλον της πόλης, κοιτάζοντας έστω για λίγες στιγμές τις αγιογραφίες και το τέμπλο που στοιχειώνουν από αρχής ύπαρξης της Κοζάνης και ακόμα σήμερα την ιδιαίτερη πόλη μας. Αρνούμαι άλλωστε πεισματικά να χρησιμοποιήσω ξυπνητήρι ή να δω την ώρα, πριν βγω στο μπαλκόνι και κοιτάξω τον «Μαμάτσιο». Γιατί μόνο αυτός ξέρει τί ώρα είναι και μόνη η καμπάνα του μας ξυπνάει εγκαίρως.
Έχω λείψει αρκετά στο παρελθόν και ίσως χρειαστεί να ξαναλείψω – ελπίζω πως όχι. Πάντα όμως όταν επέστρεφα, δεν επέστρεφα ούτε στην Ελλάδα, ούτε στην Κοζάνη, αλλά στον Άη Νικόλα και το Βαρόσι. Εδώ είναι φτιαγμένες όλες μου οι μνήμες από τα πρώτα μου χρόνια και εδώ πάντα θα επιστρέφω. Κάθε γωνιά του κέντρου έχει μια συμπαγή ιστορία τριών αιώνων, άλλοτε γραμμένη στην Βιβλιοθήκη μας, άλλοτε ανεξίτηλη στην συλλογική μνήμη και μυθοπλασία.
Στον μεταξένιο Επιτάφιο του Κονταρή μέσα στον Ναό, εκεί που σαν παιδί κοίταζα με απορία στην αγκαλιά των γονιών μου, κοιτούν πια με την ίδια αθωότητα και τα δικά μου παιδιά. Αυτές οι ξεθωριασμένες κλωστές τριών και μισού αιώνων είδαν υπό το φως των Εσπερινών και των Όρθρων όλη την ιστορία και όλους τους ανθρώπους της πόλης μπροστά τους. Να τί μοιράζομαι με τους προηγούμενους και τους επόμενους: το Βαρόσι, την πατρίδα μου.