Κολλώδες πάτωμα
αγγλ. ορολ. sticky floor
Η έκφραση εμφανίστηκε το 1992 από την κοινωνιολόγο Catherine White Berheide. Χρησιμοποιείται μεταφορικά για να περιγράψει ένα φαινόμενο διάκρισης στον εργασιακό χώρο, η οποία κρατά τις γυναίκες “κολλημένες” σε χαμηλότερες τάξεις της κλίμακας εργασίας, σε επαγγέλματα με χαμηλή κινητικότητα, απολαβές και εξέλιξη – συχνά με πρόφαση την ευγενική, στοργική και οργανωτική φύση τους. Επηρεάζει κατά κύριο λόγο εργαζόμενες σε γραμματειακούς-διαχειριστικούς ρόλους, εκπαιδευτικούς, φροντίστριες ή γενικά επαγγέλματα τα οποία κοινωνικά θεωρούνται “γυναικεία υπόθεση“.
Όταν η κοινωνιολόγος Catherine Berheide ρωτήθηκε ποιά είναι η διαφορά μεταξύ του glass ceiling και του sticky floor, απάντησε πως «Οι περισσότερες γυναίκες θα ήταν πολύ τυχερές εάν το πρόβλημά τους ήταν η ‘γυάλινη οροφή, καθώς είναι παγιδευμένες στο κολλώδες πάτωμα».
Γιατί το είπε αυτό;
Στο φαινόμενο της ‘γυάλινης οροφής‘, η γυναίκα έχει ήδη ανέβει ιεραρχικά έως ένα σημείο στο εργασιακό πλαίσιο, και επιθυμεί να ανελιχθεί στο top management ισότιμα με τους άνδρες. Μάχεται με τα αόρατα εμπόδια που παρουσιάζονται από άλλους στο δρόμο της, μα διαθέτει τη φιλοδοξία, και συνήθως έχει επίγνωση της αδικίας και της διάκρισης που βιώνει.
Αντίθετα, στο φαινόμενο του ‘κολλώδες πατώματος η γυναίκα βρίσκεται σε χαμηλότερο σκαλί της εργασιακής κλίμακας, συχνά γιατί “αυτές είναι κατάλληλες δουλειές για μια γυναίκα” λόγω της φύσης τους. Οι δουλειές αυτές έχουν χαρακτηριστεί ως “γυναικείες” από τα κοινωνικά στερεότυπα, συχνά όμως και η ίδια, μεγαλώνοντας σε αυτά τα πλαίσια, μαθαίνει να θεωρεί πως κάτι τέτοιο της ταιριάζει ή πως αυτό είναι η μόνη της επιλογή. Δημιουργούνται στο μυαλό της περιοριστικές σκέψεις, κι έτσι δεν τολμάει καν να σκεφτεί τον εαυτό της σε έναν διαφορετικό ρόλο.
Συνεχίστε την ανάγνωση