Γράφουν oι Λιάνας Βασίλης, Νομικός-Ζούρκα Στεφανία, Νομικός
Ένας χρόνος πέρασε από την θέση σε ισχύ του Ν.4800/2021, που εισήγαγε τη νέα πρόβλεψη στο οικογενειακό δίκαιο, σχετικά με την υποχρεωτική συνεπιμέλεια (Άρθρο 1513 ΑΚ). Η «από κοινού και εξίσου άσκηση της γονικής μέριμνας» μετά τη διάρρηξη των σχέσεων των γονέων ισοδυναμεί πρακτικά με την απόδοση του δικαιώματος και στους δύο γονείς, να συναποφασίζουν και να συμπράττουν, σχετικά με τα απαριθμούμενα στο νόμο θέματα, που αφορούν το παιδί, εκτός από τα πολύ τρέχοντα ή επείγοντα, τα οποία μπορεί να επιχειρεί και μόνος του ο γονέας με τον οποίο διαμένει το τέκνο (Άρθρο 1516 παρ. 1 ΑΚ).
Η συνεπιμέλεια και οι προεκτάσεις της, αποτέλεσαν ένα ακόμη βήμα εκσυγχρονισμού του οικογενειακού δικαίου, συμβατό με τις διεθνείς δεσμεύσεις της χώρας μας για την κατοχύρωση της ισότητας των δύο φύλων. Επιπλέον, το συμφέρον του τέκνου, που προστατεύεται και από τη Διεθνή Σύμβαση για τα Δικαιώματα του Παιδιού (Άρθρα 3 και 9), την Ευρωπαϊκή Σύμβαση για τα Δικαιώματα του Ανθρώπου (Άρθρο 8 παρ. 2), καθώς και το Χάρτη Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της ΕΕ (Άρθρο 24) αποτέλεσε την βασική επιδίωξη του νομοθέτη, όσον αφορά στις προβλέψεις του νόμου.
Θετικές προεκτάσεις
Με την πρόβλεψη του νόμου προστατεύονται ισότιμα και οι δύο γονείς σε σχέση με την άσκηση της γονικής μέριμνας, δεδομένης της βαρύνουσας θέσης που έχει ο καθένας για τη ζωή του παιδιού του. Και οι δύο γονείς συμβάλλουν και οφείλουν να συμβάλλουν στην ανάπτυξη και εξέλιξη τη προσωπικότητας του τέκνου. Επιπλέον, εμποδίζονται καταστάσεις καταχρηστικής άσκησης της επιμέλειας του τέκνου, που έχει αποδοθεί μόνο στον έναν γονέα, κατά το προϊσχύον νομοθετικό πλαίσιο, οι οποίες καθιστούσαν το παιδί έρμαιο της όποιας προσωπικής αντιπαράθεσης και τοξικής αλληλεπίδρασης μεταξύ των δύο γονέων.Η συνεπιμέλεια συνεπάγεται και την κατοχύρωση της συναπόφασης των γονέων για σημαντικά ζητήματα που αφορούν στο τέκνο και συγκεκριμένα, σύμφωνα με την αιτιολογική έκθεση του νόμου, την ονοματοδοσία του τέκνου, το θρήσκευμα, για σοβαρά ζητήματα της υγείας του ή την εκπαίδευσή του. Έτσι διασφαλίζεται ότι το παιδί, όχι μόνο θα επικοινωνεί και με τους δύο γονείς του σε ίση βάση, αλλά και ότι οι σημαντικές αποφάσεις σχετικά με αυτό θα λαμβάνονται από κοινού, ανεξάρτητα από το αν ασκείται αποκλειστική επιμέλεια ή συνεπιμέλεια, στη βάση της θεωρίας του πυρήνα, που ακολουθείται παγίως και από τη νομολογία (ΑΠ 417/2005, 1005/2006, 1700/2001, Ι. Κονδύλη, Ειδικές πράξεις του γονέα µετά το διαζύγιο ή τη διάσπαση ή την ακύρωση του γάµου, ΕφΑΔ 2021, 398 επ.).
Προβληματισμοί
Εφόσον ερμηνευθεί η κατοχύρωση της υποχρεωτικής συνεπιμέλειας ως μια υποχρέωση ίσης κατανομής του χρόνου άσκησης της γονικής μέριμνας, εκ πρώτης όψεως το τέκνο είναι εκτεθειμένο στην εναλλασσόμενη κατοικία, η οποία διαβρώνει την σταθερότητα της καθημερινής του ζωής. Συγκεκριμένα, είναι πολύ πιθανό να δημιουργούνται συνθήκες αστάθειας ή ρευστότητας του καθημερινού του προγράμματος. Ο Άρειος Πάγος είναι επιφυλακτικός σχετικά με την πρόβλεψη της εναλλασσόμενης κατοικίας, λόγω του ότι αποβαίνει σε βάρος της ψυχοσυναισθηματικής ισορροπίας του τέκνου (ΑΠ 1016/2019). Σύμφωνα με την απόφαση, είναι γνωστό ότι η σταθερότητα της οικογενειακής καθημερινότητας ενός παιδιού έγκειται «στο σταθερό χώρο κατοικίας, στη συνέχεια στη φροντίδα, στη σταθερότητα του βασικού προσώπου φροντίδας, στο ήρεµο κλίµα που επικρατεί στις οικογενειακές σχέσεις, τη σαφήνεια των ρόλων, των χώρων και των σχέσεων». Αντίθετα, έχει διατυπωθεί και σε πιο πρόσφατες αποφάσεις ότι η εναλλασσόμενη κατοικία είναι ευεργετική για την ισόρροπη ανάπτυξη του παιδιού, και σύμφωνα με νεότερες έρευνες δεν επιφέρει αστάθεια στην καθημερινότητά του. (ΜονΠρΠειρ. 1274/2020 και ΜονΠρωτΑθ 60/2017).
Όπως και αν αξιολογήσει κανείς την έκβαση της εφαρμογής των προβλέψεων του νόμου, και πέρα από τις προφανείς θετικές του επιρροές στην κατοχύρωση των δικαιωμάτων και των δύο γονέων, ο κύριος άξονας των δικαστικών αποφάσεων είναι το βέλτιστο συμφέρον του τέκνου, που είναι μια αόριστη νομική έννοια. Έτσι, το δικαστήριο είναι κάθε φορά αρμόδιο να κρίνει εξατομικευμένα το βέλτιστο συμφέρον του κάθε παιδιού, ανάλογα με τις εκάστοτε βιοτικές και κοινωνικές του ανάγκες και αξιολογώντας τις πραγματικές σχέσεις των γονέων του.