Νεολαία και θρησκεία: Κοινωνικές διεργασίες και ρήξεις

Έρευνα του Σημείου, σε συνεργασία με την Prorata S.A. και τον Αλέξανδρο Σακελλαρίου

Αυτή η έρευνα αποτελεί στην πραγματικότητα την πρώτη αντιπροσωπευτική έρευνα που επικεντρώνεται σε θέματα που αφορούν το πεδίο «νεολαία και θρησκεία» στην ελληνική κοινωνία,

γεγονός από μόνο του αξιοσημείωτο, ενώ παράλληλα μπορεί να αποτελέσει αφετηρία για περαιτέρω αναλύσεις και μελέτες, αφού η μελέτη της θρησκείας στην Ελλάδα αποτελεί ένα μάλλον παραμελημένο πεδίο, τόσο σε επίπεδο ερευνών κοινής γνώμης όσο και ακαδημαϊκά. Κατά το παρελθόν έχουν υπάρξει έρευνες κοινής γνώμης που αφορούν τη θέση και τον ρόλο της θρησκείας στην κοινωνία, αλλά και έρευνες με επίκεντρο τη νεολαία που περιλαμβάνουν τη θρησκευτική διάσταση, αλλά στοχευμένη έρευνα σε αυτό το πεδίο δεν έχει πραγματοποιηθεί. Η έρευνα διεξήχθη κατά το χρονικό διάστημα 22–27 Οκτωβρίου 2021 σε δείγμα 451 νέων, ηλικίας 17-34 ετών, μέσω ηλεκτρονικού δομημένου ερωτηματολογίου με κάλυψη του συνόλου της επικράτειας.

Ο βασικός σκοπός ήταν διπλός: αφενός να διερευνηθεί η στάση των νέων απέναντι στον δημόσιο λόγο της Ορθόδοξης Εκκλησίας της Ελλάδας επί μιας σειρά ζητημάτων σε σχέση με τα ανθρώπινα δικαιώματα, τις θρησκευτικές και κοινωνικές προκαταλήψεις, τον ρατσισμό και τον εθνικισμό. Αφετέρου να διερευνηθεί η ενδεχόμενη επίδραση του εκκλησιαστικού λόγου στους νέους και τις νέες. Ταυτόχρονα, βέβαια, προέκυψαν και αρκετά ενδιαφέροντα ευρήματα ως προς αυτό που συνήθως ονομάζεται θρησκευτικότητα.

Προτού προχωρήσουμε, όμως, στον σχολιασμό των ευρημάτων κρίνεται σημαντική η ακόλουθη διευκρίνιση. Στο επίκεντρο της έρευνας και της ανάλυσης τέθηκε ο επίσημος λόγος της Εκκλησίας, όπως αυτός κατά καιρούς έχει εκφραστεί από Μητροπολίτες και Αρχιεπισκόπους ή από την Ιερά Σύνοδο της Εκκλησίας. Αυτό δεν σημαίνει ότι δεν υπάρχουν και λόγοι εντός της Εκκλησίας, λιγότερο ηγεμονικοί σε μακρο-επίπεδο, όπως θεολόγων ή κατώτερων κληρικών που ενδέχεται να διαφέρουν σημαντικά. Θα πρέπει, παρά ταύτα, να υπογραμμιστεί ότι σε μικρο-επίπεδο (π.χ. χωριού, κοινότητας ή ακόμα και γειτονιάς) ενδέχεται ο λόγος κατώτερων κληρικών να ασκεί ισχυρότερη επιρροή συγκριτικά με εκείνον της Ιεράς Συνόδου ή του Αρχιεπισκόπου, για παράδειγμα. Επιπλέον, αν και τα πειράματα με τη χρήση λόγου που επιλέχθηκαν για την έρευνα προέρχονταν αποκλειστικά από ανώτερους κληρικούς, εντούτοις αυτό δεν σημαίνει ότι όλοι οι ανώτεροι κληρικοί υιοθετούν και αναπαράγουν αυτού του είδους τους λόγους ούτε ότι οι λόγοι αυτού του είδους δεν αναπαράγονται από κατώτερους κληρικούς. Κατά συνέπεια, η παρούσα έρευνα δεν παραγνωρίζει το γεγονός ότι ο λόγος της Εκκλησίας δεν είναι ενιαίος και ομοιόμορφος και ότι υφίστανται εσωτερικές διαφοροποιήσεις, αν και το κύριο ενδιαφέρον είναι να εξετάσει κανείς πώς εκλαμβάνεται από τη νεολαία αυτός ο λόγος, που έχει χαρακτηριστεί ως ακραίος, οπισθοδρομικός ή ρατσιστικός.

Πίστη και θρησκευτικότητα

Μια αρχική και κλασική παράμετρος γι’ αυτού του είδους τις έρευνες είναι η αυτο-τοποθέτηση των νέων σε σχέση με τη θρησκεία, την πίστη και τις θρησκευτικές πρακτικές (θρησκευτικότητα ή εκκλησιαστικότητα), 1 αν και προφανώς δεν αποτελούσε τον κεντρικό της άξονα και γι’ αυτό τα ερωτήματα ήταν περιορισμένα. Τα ευρήματα τα οποία προέκυψαν επιβεβαιώνουν την τάση που παρατηρείται γενικότερα στις δυτικές κοινωνίες, αλλά τα τελευταία χρόνια και στην ελληνική, τάση η οποία περιγράφεται ως

απομάκρυνση από τη θρησκεία, κυρίως από το πρακτικό μέρος (π.χ. τελετές, προσευχή), αλλά και την αύξηση της καταγραφής της πλήρους απουσίας πίστης ή ακόμα και της ενίσχυσης της αθεΐας και του αγνωστικισμού.

Αρχικά ως προς την ένταξη σε κάποια θρησκευτική κατηγορία, η πλειονότητα αυτο-τοποθετήθηκε στους Ορθόδοξους Χριστιανούς (57%), εύρημα μάλλον αναμενόμενο, αν και πολύ κάτω από τον γενικό πληθυσμό, όπως έχει αποτυπωθεί σε άλλες έρευνες, όπου τα ποσοστά κυμαίνονται από 80 έως 90%. Παρά ταύτα, επιβεβαιώνονται όλες οι πρόσφατες έρευνες, της τελευταίας εξαετίας περίπου, στις οποίες

καταγράφεται μια τάση απομάκρυνσης από τη θρησκεία στις νεότερες ηλικίες.

Το ενδιαφέρον εύρημα της έρευνας ήταν ότι δεύτερη στη σειρά απάντηση ως προς την αυτο-τοποθέτηση ήταν η κατηγορία «άθεος/η» με 24%.

Η εκούσια ένταξη σε αυτήν την κατηγορία έχει μεγάλο ενδιαφέρον, διότι ιστορικά και διαχρονικά οι λέξεις άθεος/αθεΐα έχουν στιγματιστεί αρνητικά, ενώ μέχρι πολύ πρόσφατα σε διεθνείς έρευνες (π.χ. στις ΗΠΑ) πολλοί απαντούσαν ότι προτιμούσαν να έχουν Πρόεδρο έναν Μουσουλμάνο παρά έναν άθεο. Κατά συνέπεια, η επιλογή αυτή των ερωτώμενων

δείχνει και μια τάση να «σπάσει» το στίγμα της αθεΐας.

Παράλληλα με την παραπάνω αυτο-τοποθέτηση, ένα 15% απάντησε ότι θεωρεί τον εαυτό του «άθρησκο/ αγνωστικιστή», ανεβάζοντας ακόμα περισσότερο το ποσοστό εκείνων που δεν ανήκουν σε κάποια θρησκεία ή ενδεχομένως δεν πιστεύουν σε κάποιον θεό. 2

Στο ίδιο πλαίσιο, ενδιαφέρουσες ήταν και οι απαντήσεις ως προς τη σχέση τους με κάποιο θρησκευτικό δόγμα. Το μεγαλύτερο ποσοστό (42%) απάντησε ότι δεν έχει σχέση με κάποιο θρησκευτικό δόγμα, γεγονός το οποίο εάν συνδυαστεί με το ότι 57% δήλωσαν Ορθόδοξοι Χριστιανοί εγείρει επιπλέον ενδιαφέροντα ερευνητικά ερωτήματα καθώς υπολείπεται ένα περίπου 15% 3 που εμφανίζονται να δηλώνουν Ορθόδοξοι Χριστιανοί, αλλά χωρίς να θεωρούν ότι ανήκουν στην Ορθόδοξη Εκκλησία. Η εξήγηση η οποία μπορεί να δοθεί είναι ότι

πολλοί νέοι είναι μόνο «κατ’ όνομα» ή πολιτισμικά Χριστιανοί (nominal/cultural Christians) και το δηλώνουν επειδή έχουν απλώς βαπτιστεί από την οικογένειά τους, αλλά δεν πηγαίνουν στην Εκκλησία πέραν των μεγάλων εορτών και δεν διατηρούν κάποια άλλη σχέση με την Εκκλησία και τη θρησκεία.

Αυτό δεν σημαίνει ότι όλοι είναι άθεοι, διότι ακόμα και αν προστεθούν τα ποσοστά άθεων και άθρησκων/αγνωστικιστών (39%) δεν συμπίπτουν ακριβώς, ενώ θα ήταν σφάλμα να θεωρήσουμε τους άθρησκους ως μη πιστούς / άθεους. Συνεπώς, μπορεί να υποστηριχθεί ότι

υπάρχουν και νέοι που ενδέχεται να πιστεύουν σε κάποιον θεό (τον προσωπικό θεό του Χριστιανισμού εν προκειμένω, με βάση τις απαντήσεις) ή κάποια ανώτερη δύναμη χωρίς να ανήκουν σε κάποια θρησκεία (believing without belonging),

όπως έχει παρατηρηθεί εδώ και πολλά χρόνια σε μελέτες που έχουν διενεργηθεί σε άλλες Δυτικές χώρες. Ενισχυτικό ως προς τα παραπάνω είναι και το γεγονός ότι το 34% απάντησε ότι έχει μεν σχέση, αλλά χαλαρή με κάποιο θρησκευτικό δόγμα, ενώ μόνο το 22% απάντησε ότι έχει στενή σχέση με κάποιο θρησκευτικό δόγμα. Το ίδιο ισχύει και για τη συμμετοχή σε θρησκευτικές πρακτικές, καθώς το 34% απάντησε ποτέ στο ερώτημα «εκτός από γάμους, βαπτίσεις, Πάσχα και Χριστούγεννα πόσο συχνά πηγαίνετε στην εκκλησία;», ποσοστό που επιβεβαιώνει τα ευρήματα άλλων ερευνών σε αυτές τις ηλικίες.

Το πιο αξιοσημείωτο δε από τις λίγες ερωτήσεις περί ένταξης σε κάποια θρησκεία και την επακόλουθη συμμετοχή σε θρησκευτικές πρακτικές είναι η καταγραφή μιας ενδιαφέρουσας μεταβολής με βάση το φύλο. Η πλειονότητα των ερευνών τόσο στο εξωτερικό όσο και στην Ελλάδα, αλλά και η παρατήρηση μέσω ποιοτικών μελετών έχει οδηγήσει στο συμπέρασμα ότι οι γυναίκες είναι πιο κοντά στη θρησκεία, θρησκεύονται, όπως συνήθως λέγεται, περισσότερο από τους άνδρες. Τα ευρήματα που προέκυψαν από αυτήν την έρευνα δείχνουν πράγματι κάτι εξαιρετικά ενδιαφέρον. Στο ερώτημα περί σχέσης με κάποια θρησκεία, οι γυναίκες απαντούν ότι διατηρούν στενή σχέση σε ποσοστό 16%, ενώ οι άνδρες 26%. Από την άλλη υπερτερούν με 46% έναντι 39% στην απάντηση ότι δεν έχουν καμία σχέση με κάποια θρησκεία. Επίσης, στον αυτο-προσδιορισμό ως προς κάποια θρησκεία άνδρες και γυναίκες βρίσκονται στο ίδιο σχεδόν ποσοστό, τόσο ως προς το αν ανήκουν στην Ορθόδοξη ή άλλη θρησκεία, όσο και ως προς την αθεΐα, τον αγνωστικισμό και την αθρησκία. Το 16% των νέων γυναικών αυτο-παρουσιάζονται ως άθρησκες ή αγνωστικίστριες (έναντι 15% των ανδρών) και το 22% ως άθεες (έναντι 25% των ανδρών), διαφορά πολύ μικρή. Στη συμμετοχή στην εκκλησία δε τα ευρήματα είναι ίσως πιο εντυπωσιακά. Τουλάχιστον μια φορά την εβδομάδα απαντά ότι πηγαίνει μόλις το 4% έναντι 10% των ανδρών, ενώ ποτέ απαντά το 42% έναντι 29% των ανδρών.

Συμπερασματικά για την ενότητα αυτή, εκείνο που μπορεί να υποστηριχθεί είναι ότι επιβεβαιώνονται προγενέστερες έρευνες, σύμφωνα με τις οποίες

καταγράφεται μια αργή μεν, αξιοσημείωτη δε εκκοσμίκευση της ελληνικής κοινωνίας σε επίπεδο θρησκευτικής πίστης και τέλεσης θρησκευτικών πρακτικών, η οποία στη νεολαία εμφανίζεται υψηλότερη.

Ως προς το φύλο, αν και σίγουρα είναι ακόμα πρώιμο και ενδεχομένως παρακινδυνευμένο, καθώς απαιτούνται επιπλέον μελέτες, θα μπορούσε να υποστηρίξει κανείς ότι οι νέες γυναίκες απομακρύνονται περισσότερο από τους άνδρες από την Εκκλησία, προκαλώντας ρήξη στα ως σήμερα κυρίαρχα στερεότυπα, αλλά αμφισβητώντας και τα υπάρχοντα επιστημονικά δεδομένα. Αυτό ενδεχομένως συμβαίνει διότι έχουν αντιληφθεί ότι η Εκκλησία αποτελεί έναν θεσμό που ανέκαθεν αναπαρήγαγε και στήριζε την ανδροκρατούμενη αντίληψη της κοινωνικής οργάνωσης και την πατριαρχία και ότι

η όποια κριτική και εναντίωση στην πατριαρχική κοινωνία θα πρέπει να συμπεριλάβει την Εκκλησία και προφανώς και τη θρησκεία ως σύστημα πεποιθήσεων και πρακτικών.

Η εκκοσμίκευση του κράτους: Εκπαίδευση και Σύνταγμα

Πολύ συχνά σε παρόμοιες έρευνες περιλαμβάνονται ερωτήματα που αφορούν την εκκοσμίκευση του κράτους, εκτός από την εκκοσμίκευση σε ατομικό και κοινωνικό επίπεδο. Τα τρία ερωτήματα που επιλέχθηκαν για την παρούσα έρευνα αφορούσαν τον χώρο της εκπαίδευσης και ειδικότερα το μάθημα των θρησκευτικών και την τελετή του αγιασμού κατά την έναρξη της σχολικής χρονιάς καθώς, και το πολυσυζητημένο άρθρο 3 του Συντάγματος.

Για το μάθημα των θρησκευτικών η πλειονότητα (45%) απάντησε ότι θα έπρεπε να είναι μάθημα επιλογής/ προαιρετικό στο σχολείο, ενώ το 26% απάντησε ότι θα έπρεπε μεν να είναι υποχρεωτικό, αλλά να διδάσκονται όλες οι θρησκείες και όχι μόνο η Ορθόδοξη, όπως συμβαίνει σήμερα. Αντιθέτως, ένα σημαντικό ποσοστό (28%) υποστήριξε ότι πρέπει όχι μόνο να είναι υποχρεωτικό, αλλά να διδάσκεται κυρίως το Ορθόδοξο δόγμα. Αναλύοντας λίγο περισσότερο τα δεδομένα ως προς το φύλο και την ένταξη σε κάποια θρησκεία προκύπτουν τα εξής συμπεράσματα.

Οι νέες γυναίκες τάσσονται υπέρ της προαιρετικότητας των θρησκευτικών με ποσοστό 51% έναντι 42% των ανδρών, ενώ μόνο το 16% των γυναικών επιθυμεί υποχρεωτικότητα με έμφαση στην Ορθοδοξία, έναντι 34% των ανδρών.

Από την άλλη μεριά, όπως αναμενόταν, όσοι έχουν στενή σχέση με κάποια θρησκεία, που είναι κυρίως η Ορθόδοξη, επιθυμούν την υποχρεωτική διδασκαλία με επίκεντρο την Ορθοδοξία, ενώ όσοι δεν έχουν σχέση με κάποια θρησκεία επιλέγουν την προαιρετικότητα. Η κρίσιμη επιρροή στο συνολικό αποτέλεσμα ασκείται από εκείνους που έχουν χαλαρή σχέση με κάποιο δόγμα, όπου το 35% δηλώνει ότι επιθυμεί να είναι προαιρετικό το μάθημα και το 37% υποχρεωτικό αλλά να διδάσκονται όλες οι θρησκείες.

Λίγο διαφορετικά είναι τα ευρήματα ως προς την τελετή του αγιασμού. Σε αυτήν την περίπτωση η πλειονότητα (52%) επιθυμεί να συνεχίσει να τελείται στην αρχή κάθε σχολικού έτους, ενώ το 41% να σταματήσει. Και σε αυτό το ερώτημα πάντως οι γυναίκες εμφανίζονται πιο ανοικτές και προοδευτικές, καθώς το 47% επιθυμεί να σταματήσει, έναντι του 38% των ανδρών, οι οποίοι επιθυμούν να συνεχιστεί η εν λόγω πρακτική σε ποσοστό 55% έναντι 45% των γυναικών. Όσοι διατηρούν στενή σχέση με κάποιο δόγμα προφανώς και επιθυμούν τη διατήρησή του, ενώ διαφορά παρατηρείται στην περίπτωση αυτή ως προς το εκπαιδευτικό επίπεδο, καθώς εκείνοι που έχουν πανεπιστημιακή μόρφωση επιθυμούν να σταματήσει σε ποσοστό 47%, έναντι 33% όσων δεν έχουν.

Μια ακόμα ερώτηση η οποία συχνά τίθεται σε παρόμοιες έρευνες και συμπεριλήφθηκε και στην παρούσα είναι εκείνη που αφορά τη διατήρηση ή την απάλειψη του άρθρου 3 του Συντάγματος περί επικρατούσας θρησκείας. Το 52% των ερωτώμενων τάχθηκε υπέρ της διατήρησης, ενώ το 39% υπέρ της κατάργησης. Οι επιμέρους αναλύσεις δείχνουν και εδώ τις γυναίκες να τάσσονται υπέρ της απάλειψης σε ποσοστό 44% (45% ζητούν να διατηρηθεί), ενώ οι άνδρες υποστηρίζουν πιο ξεκάθαρα τη διατήρηση με 56% έναντι 37% εκείνων που τοποθετούνται θετικά ως προς την οριστική απάλειψη. Στο ερώτημα αυτό παρατηρούνται, επίσης, διαφορές με βάση το εκπαιδευτικό υπόβαθρο, καθώς οι έχοντες πανεπιστημιακή εκπαίδευση είναι υπέρ της απάλειψης σε ποσοστό 44%, ενώ εκείνοι που δεν έχουν πανεπιστημιακή εκπαίδευση σε ποσοστό 34%. Η υποστήριξη της διατήρησης σε ποσοστό 92% από τους έχοντες στενή σχέση με κάποια θρησκεία δεν προκαλεί εντύπωση, εκτός ενδεχομένως από το πράγματι πολύ υψηλό ποσοστό. Αντιθέτως, είναι ενδιαφέρον ότι και όσοι διατηρούν χαλαρή σχέση με κάποια θρησκεία επιθυμούν πλειοψηφικά (65%) τη διατήρηση του εν λόγω άρθρου, ενώ ακόμα και το 20% όσων δεν έχουν καμία σχέση με κάποια θρησκεία τάσσονται υπέρ της διατήρησης.

Σε κάθε περίπτωση τα παραπάνω ευρήματα έρχονται αφενός να επιβεβαιώσουν προηγούμενες έρευνες, ιδίως ως προς

τη διδασκαλία των θρησκευτικών, όπου εκδηλώνεται η επιθυμία να είναι είτε προαιρετικά είτε πλουραλιστικά και όχι μονοθεματικά, δηλαδή να μην διδάσκεται αποκλειστικά το Ορθόδοξο δόγμα.

Από την άλλη μεριά, φαίνεται να καταγράφονται μεγαλύτερες αντιστάσεις στην κατάργηση του αγιασμού, ενδεχομένως διότι δεν του αποδίδεται μεγάλη σημασία επειδή τελείται μία φορά κατά την έναρξη της χρονιάς και μπορεί να θεωρηθεί ως ένα στοιχείο πολιτισμικής ταυτότητας. Θα πρέπει, βέβαια, να σημειωθεί ότι η Ελλάδα είναι η μοναδική χώρα στην Ευρωπαϊκή Ένωση και στον Δυτικό κόσμο που κατά την έναρξη της σχολικής χρονιάς τελείται αγιασμός στα δημόσια μη θρησκευτικά σχολεία.

Ως προς το άρθρο 3 του Συντάγματος, και σε αυτήν περίπτωση θα μπορούσε να υποστηριχθεί ότι

παρατηρείται μια επιθυμία εκκοσμίκευσης του κράτους, αλλά όχι στον ίδιο βαθμό όπως με τη διδασκαλία των θρησκευτικών.

Συνεπώς, είναι πιθανόν ότι τόσο το άρθρο 3 όσο και ο αγιασμός εκλαμβάνονται ως στοιχεία της εθνο-θρησκευτικής ταυτότητας, κυρίως συμβολικού περιεχόμενου και νοήματος και γι’ αυτό η κατάργησή τους δεν υποστηρίζεται πλειοψηφικά. Αφετέρου, η διδασκαλία των θρησκευτικών ενδεχομένως θεωρείται ότι έχει μεγαλύτερη βαρύτητα στη συζήτηση περί εκκοσμίκευσης και αφορά πιο άμεσα τον πλουραλισμό και τη θρησκευτική ελευθερία, επειδή η διδασκαλία πραγματοποιείται επί πολλές τάξεις και διδακτικές ώρες από την Τρίτη Δημοτικού μέχρι και το Λύκειο και γι’ αυτό ζητείται είτε η κατάργηση είτε ένα πιο ανοιχτό και συμπεριληπτικό μάθημα.

Συμπερασματικά και από τα τρία ερωτήματα

συνάγεται μια ισχυρή τάση υπέρ της εκκοσμίκευσης του κράτους που, παρά τις αντιστάσεις που σαφέστατα καταγράφονται, φαίνεται να είναι ένα αίτημα που ενισχύεται,

ιδίως για τον χώρο της εκπαίδευσης, αν και μέχρι σήμερα οι σχετικές πολιτικές πρωτοβουλίες υπήρξαν μηδαμινές και είτε περιορίστηκαν στην κατάργηση της εξομολόγησης το 2006 είτε απέτυχαν να εκσυγχρονίσουν το μάθημα των θρησκευτικών έπειτα από σχετικές αποφάσεις του ΣτΕ (2019).

Κοινωνικός φιλελευθερισμός και ανεκτικότητα

Η συγκεκριμένη κατηγορία ερωτημάτων αφορά την τοποθέτηση των ίδιων των ερωτώμενων σε μια σειρά από ζητήματα, αλλά σχετίζεται έμμεσα και με τον δημόσιο λόγο και τις θέσεις της Εκκλησίας. Εκκινώντας από ένα από τα θέματα που προκαλούν τις εντονότερες συζητήσεις στους εκκλησιαστικούς κύκλους, την ομοφυλοφιλία, το 76% συμφώνησε ότι η ομοφυλοφιλία θα πρέπει να γίνεται αποδεκτή, ενώ το 42% απάντησε ότι σίγουρα συμφωνεί με την άποψη ζευγάρια του ίδιου φύλου να έχουν τη δυνατότητα να υιοθετούν παιδιά και 18% απάντησε ότι μάλλον συμφωνεί.

Οι γυναίκες σε αυτές τις ερωτήσεις τοποθετούνται συντριπτικά θετικά, με το 88% να αποδέχεται την ομοφυλοφιλία έναντι 71% των ανδρών, ενώ για την υιοθεσία το 71% σίγουρα ή μάλλον συμφωνεί, έναντι του 53% των ανδρών. Αν και τα ποσοστά των ανδρών δεν είναι ασήμαντα, η διαφορά μεταξύ των δύο φύλων είναι αξιοσημείωτη.

Το πιο ενδιαφέρον εύρημα έρχεται από όσους δηλώνουν στενή σχέση με κάποια θρησκεία, οι οποίοι αν και δεν ενστερνίζονται την άποψη περί υιοθεσίας από ομόφυλα ζευγάρια (75% διαφωνεί), εντούτοις φαίνεται να είναι πιο ανοικτοί στην ομοφυλοφιλία, καθώς εμφανίζονται μοιρασμένοι (44% πρέπει να γίνεται αποδεκτή και 49% να αποθαρρύνεται).

Παρόμοια είναι τα

ευρήματα σχετικά με τις αμβλώσεις, όπου το 53% απάντησε ότι πρέπει να είναι νόμιμες σε όλες τις περιπτώσεις και το 16% στις περισσότερες περιπτώσεις,

ενώ μόνο το 7% απάντησε ότι θα πρέπει να είναι παράνομες. Ήταν αναμενόμενο ότι στο ερώτημα αυτό οι γυναίκες θα τοποθετούνταν πιο θετικά σε σύγκριση με τους άνδρες (68% έναντι 45% να είναι νόμιμες σε όλες τις περιπτώσεις). Εξίσου αναμενόμενο ήταν ότι οι έχοντες/έχουσες στενή σχέση με κάποια θρησκεία είναι πιο αρνητικοί/αρνητικές στην πλήρη νομιμοποίηση, αν και αποδέχονται ότι σε ορισμένες περιπτώσεις πρέπει να είναι νόμιμη. Βέβαια, ένα ποσοστό 20%, που δεν είναι ασήμαντο, υποστηρίζει ανοικτά ότι πρέπει να είναι παράνομες.

Μια παρατήρηση που μπορεί να γίνει ως προς τα παραπάνω δύο ερωτήματα είναι η εξής. Εκτός από τη θετικότερη στάση εκ μέρους των γυναικών καταγράφεται και υψηλότερη αποδοχή από όσους δηλώνουν χαλαρή σχέση με κάποια θρησκεία. Το 79% εξ αυτών συμφωνεί ότι η ομοφυλοφιλία πρέπει να γίνεται αποδεκτή, το 60% συμφωνεί ή μάλλον συμφωνεί με την υιοθεσία παιδιών, ενώ το 52% συμφωνεί με την πλήρη νομιμοποίηση των αμβλώσεων. Δεν είναι εύκολο να γνωρίζει κανείς αν οι συγκεκριμένοι ερωτώμενοι έχουν χαλαρή σχέση με κάποιο θρησκευτικό δόγμα επειδή είχαν εκ των προτέρων πιο ανοικτές απόψεις πάνω σε αυτά τα ζητήματα ατομικών δικαιωμάτων και κοινωνικού φιλελευθερισμού ή εάν λόγω μιας διαδικασίας εκκοσμίκευσης, σταδιακής απομάκρυνσης δηλαδή από τη θρησκεία, υιοθέτησαν αυτού του είδους τις απόψεις, μέσω μια πιο διαλεκτικής διαδικασίας δηλαδή. Θα μπορούσαν προφανώς να ισχύουν και τα δύο κατά περίπτωση. Εκείνο που με μεγαλύτερη βεβαιότητα προκύπτει είναι ότι

η στενή σχέση με κάποια θρησκεία, εν προκειμένω με την Ορθόδοξη Χριστιανική, δύσκολα συμβιβάζεται με θέσεις και αντιλήψεις αποδοχής της σεξουαλικής διαφορετικότητας ή της διαχείρισης του ανθρώπινου σώματος

και αυτό θα φανεί και στα παραδείγματα με τη χρήση λόγου της Εκκλησίας στη συνέχεια στη συγκεκριμένη θεματική.

Εκτός από τα παραπάνω ζητήματα, μια δεύτερη ενότητα ερωτημάτων αφορούσε τις στάσεις και τις αντιλήψεις των ερωτώμενων απέναντι σε άλλες θρησκευτικές ομάδες. Στο πεδίο του Αντισημιτισμού τα στερεότυπα και οι αρνητικές απόψεις είναι εμφανώς λιγότερες σε σύγκριση εκείνες που αφορούν το Ισλάμ και τους Μουσουλμάνους. Για παράδειγμα, η σύνδεση των Εβραίων με την οικονομία και την κατοχή χρημάτων δεν γίνεται δεκτή από την πλειονότητα των ερωτώμενων, ενώ μόλις το 27% την αποδέχεται.

Επιπλέον, η πλειονότητα αρνείται την άποψη ότι υπάρχει μια υπερβολή για το Ολοκαύτωμα, με την αποδοχή αυτής της άποψης να φτάνει στο 17%, αν και υπάρχει παραδοχή ότι αποτελεί ιστορική πραγματικότητα. Και πάλι οι γυναίκες διατυπώνουν πιο ανεκτικές απόψεις συγκριτικά με τους άνδρες, ενώ όσοι διατηρούν στενή σχέση με κάποια θρησκεία τείνουν να αναπαράγουν περισσότερο τα κυρίαρχα στερεότυπα, ιδίως αυτό που σχετίζεται με την οικονομία, και πολύ λιγότερο για το Ολοκαύτωμα.

Παρά ταύτα, αν και είναι ιδιαίτερα θετικό ότι η πλειονότητα των νέων απορρίπτει αντισημιτικές απόψεις και στερεότυπα, εντούτοις καταγράφεται ένα διόλου ευκαταφρόνητο ποσοστό, κοντά στο 20%, δηλαδή 1 στους 5 νέους, που υιοθετεί αυτού του είδους τις θέσεις.

Ως προς το Ισλάμ καταγράφεται ένα αρκετά υψηλό ποσοστό που σίγουρα ή μάλλον συμφωνεί με την άποψη ότι κάποιος Μουσουλμάνος είναι πολύ πιθανό να ασκήσει βία σε σύγκριση με ανθρώπους που ανήκουν σε άλλες θρησκείες (48%), ενώ το 49% απάντησε ότι μάλλον και σίγουρα διαφωνεί.

Επιβεβαιώνεται με έναν τρόπο, δηλαδή, η Ισλαμοφοβία που παρατηρείται τα τελευταία χρόνια

και η οποία έχει καταγραφεί και σε άλλες έρευνες, όπου διατυπώνονται αρνητικές απόψεις για τους Μουσουλμάνους και αρνητικές στάσεις για την κατασκευή του τζαμιού της Αθήνας.

Είναι πολύ πιθανό ότι στις στάσεις αυτές που συνδέουν σχεδόν άμεσα τη βία με το Ισλάμ καθοριστικό ρόλο έχουν διαδραματίσει τα ΜΜΕ που αναπαρήγαγαν σχεδόν αποκλειστικά αρνητικά στερεότυπα σε σχέση με το Ισλάμ, ιδίως μετά την άνοδο του αυτο-αποκαλούμενου Ισλαμικού Κράτους.

Συνεχίζοντας ως προς τα παραπάνω ευρήματα, οι γυναίκες για μια ακόμα φορά εμφανίζονται πιο προοδευτικές από τους άνδρες, καθώς στην πλειονότητά τους απορρίπτουν στη σύνδεση Ισλάμ και βίας (56% έναντι 45%), ενώ το αντίστροφο παρατηρείται στους άνδρες (40% έναντι 51%). Ενδιαφέρον παρουσιάζει και η απουσία διαφοροποίησης μεταξύ εχόντων και μη εχόντων πανεπιστημιακή εκπαίδευση, καθώς θα ανέμενε κανείς οι έχοντες ανώτερη μόρφωση να έχουν μια καλύτερη γνώση του ζητήματος και να αποφεύγουν την αναπαραγωγή στερεοτύπων, διαφορά που αν και μικρή καταγράφεται στην περίπτωση του Αντισημιτισμού.

Από την άλλη μεριά, ήταν αναμενόμενο το υψηλό ποσοστό εκείνων που δήλωσαν κοντά σε ένα θρησκευτικό δόγμα οι οποίοι συνέδεσαν το Ισλάμ με τη βία (74%), αν και πιο ενδιαφέρον ήταν ότι την ίδια άποψη εξέφρασε και η πλειονότητα εκείνων που έχουν χαλαρή σχέση με κάποια θρησκεία (53%).

Κατά συνέπεια, η διαφορά μεταξύ Ισλαμοφοβίας και Αντισημιτισμού είναι εμφανής και μεγάλη, έτσι όπως καταγράφεται στην έρευνα.

Σε άμεση σχέση με το παραπάνω ερώτημα περί Ισλάμ, όταν τέθηκε η ερώτηση «εάν η συνεχιζόμενη άφιξη μεταναστών και προσφύγων ενδέχεται στο μέλλον να αλλοιώσει τη διαφορετικότητα του ελληνικού πολιτισμού», το 47% απάντησε ότι σίγουρα ή μάλλον συμφωνεί, ενώ το 51% σίγουρα ή μάλλον διαφωνεί. Αυτή είναι μια ακόμα ερώτηση που οι γυναίκες εμφανίζονται πιο ανοιχτές σε σχέση με τους άνδρες (61% διαφωνούν έναντι 46% των ανδρών). Ενδιαφέρουσα είναι η ανάλυση με βάση την εγγύτητα σε μια θρησκεία, όπου όπως αναμενόταν η συντριπτική πλειονότητα όσων έχουν στενή σχέση με κάποια θρησκεία (Ορθόδοξος Χριστιανισμός) συμφωνούν ή μάλλον συμφωνούν σε ποσοστό 78%.

Είναι και εδώ ενδιαφέρον, όμως, ότι η πλειονότητα των όσων έχουν χαλαρή σχέση με κάποια θρησκεία συμφωνούν ή μάλλον συμφωνούν (53%) έναντι εκείνων που διαφωνούν ή μάλλον διαφωνούν (45%). Εκτός αυτού, το 25% όσων δεν έχουν καμία σχέση με κάποιο θρησκευτικό δόγμα σίγουρα ή μάλλον συμφωνούν με την ενδεχόμενη αλλοίωση του ελληνικού πολιτισμού.

Ένα ακόμα ερώτημα αφορούσε ουσιαστικά και αυτό την υποτιθέμενη αλλοίωση της ελληνικής κοινωνίας, σε αυτήν περίπτωση όχι από κάποιους ξένους, αλλά από ανθρώπους που συνήθως έχουν πιο προοδευτικές απόψεις, τάσσονται υπέρ της εκκοσμίκευσης, των ανθρωπίνων δικαιωμάτων, κ.λπ. Το ερώτημα βασιζόταν σε παλαιότερη δήλωση ενός Αρχιεπισκόπου της Ορθόδοξης Εκκλησίας, ο οποίος είχε κάνει λόγο για κάποιους «ψευτοκουλτουριάρηδες» που υπονομεύουν το έθνος, στρέφονται κατά της Εκκλησίας προωθώντας τα ανθρώπινα δικαιώματα και την εκκοσμίκευση και δεν πρέπει η ελληνική κοινωνία να τους ανέχεται.

Η πλειονότητα διαφώνησε με την εν λόγω θέση (72%), αν και καταγράφεται ένα ποσοστό 20% το οποίο απάντησε ότι συμφωνεί. Οι γυναίκες εξακολουθούν να κινούνται προς μια πιο προοδευτική κατεύθυνση σε σχέση με τους άνδρες, ενώ σημαντική είναι η διαφορά όσων δέχονται αυτή την άποψη ανάλογα με τη σχέση με κάποια θρησκεία. Η πλειονότητα όσων δηλώνουν κοντά σε μια θρησκεία συμφωνεί (53%), εν αντιθέσει με το 36% όσων διατηρούν χαλαρή σχέση και το 11% εκείνων που δεν έχουν καμία σχέση με κάποια θρησκεία.

Από αυτήν την ομάδα των ερωτήσεων μπορούμε να οδηγηθούμε στο συμπέρασμα ότι

όταν πρόκειται για ζητήματα δικαιωμάτων, ατομικών ελευθεριών, σεξουαλικότητας και διαχείρισης του σώματος, καταγράφεται μια πιο ανοιχτή στην αποδοχή στάση ακόμα και μεταξύ όσων δηλώνουν ότι έχουν χαλαρή ή ακόμα και στενή σχέση με κάποια θρησκεία.

Αντιθέτως, όταν τίθεται ένα θέμα που άπτεται περισσότερο αυτού που θα ονομάζαμε εθνική ταυτότητα, όπως η άφιξη μεταναστών και προσφύγων, το οποίο ξεκάθαρα αφορά και την θρησκευτική ταυτότητα των αφιχθέντων, εκεί παρατηρούμε μεγαλύτερες αντιστάσεις. Πρόκειται, κατά κάποιον τρόπο, για μια επιβεβαίωση της διαπίστωσης ότι

στην Ελλάδα έχει διαμορφωθεί μια εθνο-θρησκευτική ταυτότητα και ότι η θρησκεία, εν προκειμένω η Ορθόδοξη Χριστιανική, καταλαμβάνει μια κεντρική θέση σε αυτό το σχήμα.

Κατά συνέπεια, η οποιαδήποτε θεωρούμενη ως απειλή αυτής της ταυτότητας καταγράφεται και είναι εμφανής στις απαντήσεις των ερωτώμενων.

Στάσεις των νέων απέναντι στον λόγο της Εκκλησίας

Μια από τις πιο ενδιαφέρουσες ενότητες είναι εκείνη η οποία επικεντρώνεται στο πώς οι ερωτώμενοι αντιμετωπίζουν την Εκκλησία και τον δημόσιο λόγο της σε μια σειρά από θέματα. Όπως ήδη αναφέρθηκε στην αρχή της παρούσας έκθεσης, η πλειονότητα των ερωτώμενων δήλωσαν ότι είναι Ορθόδοξοι Χριστιανοί και ότι διατηρούν στενή ή χαλαρή σχέση με κάποιο δόγμα, το οποίο σύμφωνα με τα ευρήματα είναι για την πλειονότητα το Ορθόδοξο Χριστιανικό.

Τα ευρήματα τα οποία προκύπτουν από την έρευνα για τον λόγο της Εκκλησίας, όμως, είναι σχεδόν αντιστρόφως ανάλογα σε σχέση με την αυτο-τοποθέτηση ως προς τη θρησκεία.

Όπως προκύπτει, δηλαδή, το 60% των ερωτώμενων θεωρεί τον λόγο της Εκκλησίας οπισθοδρομικό, ενώ μόνο το 15% διαφωνεί με αυτήν την άποψη. Επίσης, το 49% συμφωνεί με την άποψη ότι η Εκκλησία δεν τα πάει καλά με τα δικαιώματα, με το 29% να διαφωνεί, ενώ το 55% διαφωνεί με την άποψη ότι η Εκκλησία θεωρεί ισότιμες τις γυναίκες και τους άνδρες.

Ειδικότερα για τη θέση της γυναίκας στην κοινωνία οι ερωτώμενοι αξιολογούν αρνητικά τον δημόσιο λόγο των εκπροσώπων της Εκκλησίας (60%), ενώ εξίσου αρνητικά αξιολογούν τον δημόσιο λόγο της για τους μετανάστες και τους πρόσφυγες (58%) και πολύ πιο αρνητικά για τους ομοφυλόφιλους (77%).

Παρά ταύτα, η πλειονότητα (53%) συμφωνεί ότι η παράδοση της Ορθόδοξης Εκκλησίας αποτελεί συστατικό χαρακτηριστικό της ταυτότητας των Ελλήνων σήμερα, επιβεβαιώνοντας τα όσα ήδη αναφέρθηκαν περί συμβολισμού σχετικά με το άρθρο 3 του Συντάγματος ή τον αγιασμό στα σχολεία και περί πολιτισμικής ή κατ’ όνομα ένταξης στην Ορθόδοξη θρησκεία για ιστορικούς και πολιτισμικούς λόγους.

Στα επί μέρους ευρήματα,

οι γυναίκες αντιμετωπίζουν πολύ πιο κριτικά την Εκκλησία σε σχέση με τους άνδρες,

ιδίως ως προς τα ερωτήματα που τις αφορούν άμεσα, εύρημα αναμενόμενο με βάση τα όσα έχουν προηγηθεί. Από την άλλη, όσοι δηλώνουν στενή σχέση με τη θρησκεία, εν προκειμένω την Ορθόδοξη, διαφωνούν τόσο με την άποψη ότι ο λόγος της Εκκλησίας είναι οπισθοδρομικός όσο και με την άποψη ότι δεν διατηρεί καλή σχέση με τα ανθρώπινα δικαιώματα, ενώ συμφωνούν σε πολύ μεγάλο ποσοστό για τη σημασία της παράδοσης της Ορθόδοξης Εκκλησίας στην ελληνική ταυτότητα. Είναι όμως ιδιαίτερα ενδιαφέρον ότι σε πολύ μεγάλο ποσοστό αντιμετωπίζουν θετικά τον λόγο της Εκκλησίας για τη θέση των γυναικών στην κοινωνία (73%) και συμφωνούν ότι η Εκκλησία αντιμετωπίζει ισότιμα τις γυναίκες (64%).

Με βάση τα παραπάνω, δεν προκαλεί έκπληξη το γεγονός ότι

η πλειονότητα δεν αναγνωρίζει στον δημόσιο λόγο της Εκκλησίας της Ελλάδος το πνεύμα της χριστιανικής διδασκαλίας (59%),

με ένα 30% να δηλώνει ξεκάθαρα «καθόλου» και μόλις το 13% ότι το αναγνωρίζει σε μεγάλο βαθμό. Οι γυναίκες και οι έχοντες πανεπιστημιακή μόρφωση είναι εκείνοι που κυρίως δεν το αναγνωρίζουν, ενώ προφανώς αυτό δεν ισχύει για όσους έχουν στενή σχέση με τη θρησκεία, όπου η αναγνώριση είναι ιδιαίτερα υψηλή (73%). Την κρίσιμη διαφορά, βέβαια, την κάνουν οι έχοντες χαλαρή σχέση με τη θρησκεία που στην πλειονότητά τους επίσης δεν αναγνωρίζουν το χριστιανικό πνεύμα στον λόγο της Εκκλησίας. Για την αρνητική στάση των ερωτώμενων απέναντι στον δημόσιο λόγο της Εκκλησίας θα μπορούσε να υποθέσει κανείς ότι σημαντικό ρόλο διαδραμάτισε και η πανδημία της Covid-19 και η στάση της σχετικά με τα περιοριστικά μέτρα, αλλά και με τους εμβολιασμούς, αν και σε αυτήν την περίπτωση η κεντρική γραμμή ήταν υπέρ του εμβολιασμού.

Πρόκειται για ευρήματα που καταγράφηκαν συστηματικά σε σειρά ερευνών στη διάρκεια της πανδημίας, στις οποίες η Εκκλησία κρίνεται πολύ αρνητικά από τους ερωτώμενους.

Η επίδραση του λόγου της Εκκλησίας στη νεολαία

Η επόμενη και εξίσου κεντρική παράμετρος της έρευνας ήταν η έκθεση των ερωτώμενων σε συγκεκριμένες προτάσεις δημόσιου λόγου προκειμένου να διερευνηθεί κατά πόσο ο λόγος της Εκκλησίας επιδρά στους ερωτώμενους και τους επηρεάζει στις απαντήσεις τους. Στην περίπτωση αυτή, δηλαδή, το ζητούμενο ήταν να εξεταστεί κατά πόσο μεταβάλλει τις απαντήσεις η γνώση ότι η εκφορά του λόγου προέρχεται από έναν θεσμό με κύρος, όπως η Εκκλησία και οι εκπρόσωποί της.

Σε αρκετές περιπτώσεις που τέθηκαν υπό έλεγχο στην έρευνα δεν καταγράφηκε ιδιαίτερη διαφοροποίηση. Στον αντι-μεταναστευτικό λόγο, είτε το μήνυμα αναφερόταν γενικά ως άποψη είτε δηλωνόταν σαφώς ότι είχε διατυπωθεί από κάποιον εκπρόσωπο της Εκκλησίας, δεν υπήρχε διαφοροποίηση από τους δέκτες, τόσο ως προς τη συμφωνία όσο και ως προς τη διαφωνία.

Παρόμοια ήταν τα ευρήματα και για τον αντι-Ισλαμικό λόγο και για τον αντι-εβραϊκό.

Αντιθέτως, στον σεξιστικό, τον αντι-ευρωπαϊκό και τον εθνικιστικό λόγο φαίνεται ότι ο πομπός διαδραματίζει σημαντικό ρόλο και σίγουρα επηρεάζει, έστω και αν δεν καταγράφονται ευρείες διαφορές. Για παράδειγμα, όταν οι ερωτώμενοι ακούν έναν αντι-ευρωπαϊκό λόγο με αναφορά στην εκκλησιαστική προέλευση το ποσοστό συμφωνίας ανεβαίνει από το 28% στο 36%, ενώ το ποσοστό διαφωνίας μειώνεται από το 54% στο 44%.

Παρόμοιο είναι το εύρημα και στον εθνικιστικό λόγο, όπου η αναφορά στην Εκκλησία αυξάνει τη συμφωνία από το 42% στο 49%, και μειώνει τη διαφωνία από το 34% στο 28%.

Από την άλλη μεριά, στον σεξιστικό λόγο, στο σχετικό παράδειγμα, όταν ο πομπός αποκαλύπτεται, η συμφωνία με το μήνυμα από το 14% πηγαίνει στο 21%, χωρίς να μεταβάλλεται το ποσοστό διαφωνίας στην περίπτωση αυτή.

Τέλος, στην περίπτωση του αντι-ΛΟΑΤΚΙ+ λόγου η αποκάλυψη του πομπού αυξάνει μεν τη συμφωνία, αλλά κατ’ ελάχιστον (από το 23% στο 26%), μειώνει όμως κατά πολύ τη διαφωνία (από 67% στο 59%).

Από τα παραπάνω μπορεί να συναχθεί το εξής συμπέρασμα. Δεν καταγράφεται κάποια συμπαγής και πολύ σημαντική διαφοροποίηση μεταξύ των απαντήσεων ως προς την επίδραση του λόγου της Εκκλησίας και αυτό ενδεχομένως σχετίζεται με τα ευρήματα της προηγούμενης ενότητας όπου καταγράφηκε από τη μεριά των ερωτώμενων μια υψηλή κριτική στάση έναντι του λόγου της Εκκλησίας με εξαίρεση όσες και όσους αυτο-τοποθετήθηκαν ως έχοντες στενή σχέση με την Ορθόδοξη θρησκεία. Θα μπορούσε να υποστηριχθεί ότι

όποιος διατηρεί αντιλήψεις και στάσεις κατά των μεταναστών, των Μουσουλμάνων και των Εβραίων δεν επηρεάζεται από το ποιος λέει τι, και εν προκειμένω από τον εκκλησιαστικό δημόσιο λόγο.

Ενδεχομένως θα έλεγε κανείς ότι όποιος στέκεται αρνητικά απέναντι στην εθνική και θρησκευτική διαφορετικότητα δεν εξαρτά τις απαντήσεις του και τις θέσεις του από τον λόγο της Εκκλησίας.

Βάσει της δεύτερης ομάδας απαντήσεων, όμως, προκύπτει ότι

σε θέματα φύλου και σεξουαλικότητας, αλλά και σε θέματα εθνικής ταυτότητας η Εκκλησία ασκεί επίδραση στους ερωτώμενους.

Η ενδεχόμενη εξήγηση είναι ότι αφενός ως προς το φύλο και τη σεξουαλικότητα η Εκκλησία και η διδασκαλία της έχει διαμορφώσει συγκεκριμένες θέσεις για τον ρόλο της γυναίκας, τη μητρότητα, τις αμβλώσεις, την ανατροφή των παιδιών και τις σχέσεις μεταξύ ατόμων του ίδιου φύλου, με συχνές αναφορές και σε ιερά κείμενα. Κατά συνέπεια,

όταν κανείς ακούει την Εκκλησία να εκφράζεται για τις αμβλώσεις ή την ομοφυλοφιλία ενδέχεται να την θεωρεί μια μορφή αυθεντίας, ιδίως αν διατηρεί στενή σχέση με τη θρησκεία.

Άλλωστε, όπως σημειώθηκε παραπάνω, οι έχοντες στενή σχέση με τη θρησκεία συμφωνούν με τον δημόσιο λόγο της Εκκλησίας για όλα τα θέματα που τέθηκαν και συμφωνούν ότι η Εκκλησία αντιμετωπίζει ισότιμα τις γυναίκες. Αφετέρου, ως προς τον εθνικιστικό και τον αντι-ευρωπαϊκό λόγο η εξήγηση μπορεί να είναι ότι πολύ συχνά στο μυαλό των ερωτώμενων η Ορθόδοξη Εκκλησία και το έθνος έχουν θεωρηθεί αλληλένδετα, η Εκκλησία αναφέρεται ως η προστάτιδα και ως η μητέρα ή η τροφός του έθνους και όλα αυτά διδάσκονται συστηματικά ακόμα στο ελληνικό εκπαιδευτικό σύστημα και αναπαράγονται στον δημόσιο λόγο. Δεν είναι δηλαδή παράδοξο να εκλαμβάνεται η Εκκλησία ως ένας φορέας που γνωρίζει τι είναι ωφέλιμο και τι επικίνδυνο για το έθνος. Συνεπώς, οτιδήποτε απειλεί την εθνική ή ορθότερα την εθνο-θρησκευτική ταυτότητα και ο σχετικός λόγος που προέρχεται από την Εκκλησία προκαλεί την προσοχή και ασκεί σχετική επίδραση. Ολοκληρώνεται κατ’ αυτόν τον τρόπο η υπόθεση ότι

είναι ακόμα ισχυρή η σχέση θρησκείας και έθνους καθώς και η διάθεση για υπεράσπιση μιας έστω μη αυστηρά καθορισμένης ή συμβολικής εθνο-θρησκευτικής ταυτότητας.

Θρησκεία και Ακροδεξιά

Η τελευταία ερώτηση που συμπεριλήφθηκε στην έρευνα αφορούσε το ενδεχόμενο οι ερωτώμενοι να ψήφιζαν κάποιο κόμμα σαν τη Χρυσή Αυγή το οποίο, όμως, δεν θα προέβαινε σε άσκηση βίας και ακραίες πράξεις και δεν θα αναπαρήγαγε ρατσιστικό λόγο και λόγο μίσους. Αν και η πλειονότητα τάχθηκε αρνητικά σε αυτό το ενδεχόμενο, παρά ταύτα, καταγράφηκε ένα 18% που απάντησε σίγουρα και μάλλον ναι, ποσοστό το οποίο δεν βρίσκεται μακριά από τα ποσοστά της Χρυσής Αυγής ανάμεσα στη νεολαία στις εκλογές των ετών 2012–2015.

Παρ’ όλα αυτά, τα ενδιαφέροντα ευρήματα εντοπίζονται αλλού.

Στο συγκεκριμένο ερώτημα δεν καταγράφεται καμία διαφορά μεταξύ ανδρών και γυναικών, αν και σε όλα τα προηγούμενα οι γυναίκες ήταν πολύ πιο ανεκτικές και προοδευτικές.

Επίσης, η διαφορά μεταξύ εχόντων και μη εχόντων πανεπιστημιακή εκπαίδευση είναι υπαρκτή, αλλά δεν είναι ευρεία. Όμως το ενδιαφέρον ήταν ότι από όσους δήλωσαν ότι έχουν στενή σχέση με κάποιο θρησκευτικό δόγμα το 34% απάντησε ότι σίγουρα ή μάλλον θα ψήφιζε ένα παρόμοιο κόμμα. Από αυτό προκύπτει μια επιβεβαίωση αφενός της στενής σχέσης έθνους και θρησκείας, καθώς προφανώς ένα κόμμα αυτού του είδους υποτίθεται ότι θα υπηρετούσε τα συμφέροντα του έθνους και θα υπερασπιζόταν την εθνο-θρησκευτική ταυτότητα. Αφετέρου προκαλεί το ενδιαφέρον για περαιτέρω μελέτη και αναλύσεις, καθώς στον διεθνή χώρο τα τελευταία χρόνια μελετάται συστηματικά η σχέση άκρας Δεξιάς και θρησκείας σε συνδυασμό με την ξενοφοβία, τον ρατσισμό και την Ισλαμοφοβία, κυρίως ως προς τον τρόπο με τον οποίον η Ακροδεξιά στον Δυτικό κόσμο χρησιμοποιεί και εργαλειοποιεί τη θρησκεία και τη θεσμική της εκδοχή, την Εκκλησία, για να αποκομίσει πολιτικά οφέλη, αλλά και το πώς αντιδρά η εκάστοτε θρησκεία σε αυτήν την απόπειρα. Θα μπορούσε, βέβαια, να αντιτείνει κανείς ότι αν η Χρυσή Αυγή ως βίαιο νεο-ναζιστικό κόμμα προσέλκυσε αρκετούς ψηφοφόρους από τον χώρο της Εκκλησίας, και έλαβε συχνά την υποστήριξη και τον δημόσιο έπαινο κληρικών, ανώτερων και κατώτερων, ίσως τελικά το παραπάνω ποσοστό για την περίπτωση ψήφου σε ένα παρόμοιο κόμμα που δεν θα ασκεί βία να μην αποτελεί εν τέλει και τόσο μεγάλη έκπληξη,

αν και πρέπει να προκαλεί οπωσδήποτε προβληματισμό για την απήχηση αυτού του είδους των ιδεών, την υιοθέτηση και αναπαραγωγή τους από θρησκευτικούς φορείς

και εν κατακλείδι για τον ρόλο που μπορεί να διαδραματίσει η θρησκεία και η Εκκλησία στην κανονικοποίησή τους.

Γενικά συμπεράσματα

Από τα όσα προηγήθηκαν είναι αρχικά εμφανές ότι η εν λόγω έρευνα παρέχει αρκετό υλικό για περαιτέρω μελέτη και αναλύσεις και ότι η παρούσα έκθεση αποτελεί μια πολύ αρχική ανάλυση των ευρημάτων. Αν επιχειρούσε κανείς να συνοψίσει και να διατυπώσει ορισμένα γενικά συμπεράσματα υπό μορφή τίτλου θα ήταν ως εξής:

Ισχυρές τάσεις εκκοσμίκευσης, αντιστάσεις της εθνο-θρησκευτικής ταυτότητας, κοινωνικός φιλελευθερισμός και διαφορά ανάλογα με το φύλο.

Το πρώτο συμπέρασμα, συνεπώς, είναι ότι καταγράφεται μια σαφής τάση εκκοσμίκευσης των νέων και μια σημαντική αύξηση στάσεων και αντιλήψεων υπέρ της εκκοσμίκευσης του κράτους ανάμεσά τους. Πρόκειται για εύρημα που επιβεβαιώνει μια σημαντική διαφορά μεταξύ νεότερων και μεγαλύτερων γενεών, όπως αποτυπώνεται σε άλλες έρευνες, και εκτός αυτού

ένα χάσμα μεταξύ κράτους και νεολαίας (αλλά και κοινωνίας ευρύτερα), η οποία φαίνεται να είναι πιο ώριμη να δεχτεί την εκκοσμίκευση του κράτους από ότι το ίδιο το κράτος και βέβαια η ίδια η Εκκλησία.

Αξίζει δε να προστεθεί ότι η πλειονότητα φαίνεται να αποσυνδέει την θρησκευτική πίστη από την Εκκλησία, στην οποία ασκεί σημαντική κριτική, ενώ ο λόγος της δεν κρίνεται και τόσο καθοριστικός και επιδραστικός στις απόψεις που μελετήθηκαν. Πρόκειται για ένα θετικό εύρημα που μπορεί να οδηγήσει σε άσκηση πίεσης στο μέλλον προς την έως σήμερα άβουλη πολιτική εξουσία, ώστε να προβεί στις απαραίτητες αποφάσεις προς την κατεύθυνση της εκκοσμίκευσης του κράτους.

Το δεύτερο συμπέρασμα είναι ότι παρά τα παραπάνω καταγράφονται ισχυρές αντιστάσεις στο πεδίο της εθνο-θρησκευτικής ταυτότητας. Αν σε ό,τι αφορά το αμιγώς θρησκευτικό πεδίο οι ερωτώμενοι/ερωτώμενες είναι πολύ πιο ανοιχτοί και ανεκτικοί, στο ταυτοτικό,

όταν γίνεται η σύνδεση έθνους και θρησκείας παρατηρούνται ακόμα δυσκολίες και εμπόδια προς κάποια, έστω μικρής έκτασης, κοινωνική μεταβολή.

Σε κάθε περίπτωση και παρά τις καταγεγραμμένες αντιστάσεις δεν πρόκειται για μια συμπαγή στάση, αλλά για μια στάση που έχει αρχίσει να υφίσταται και αυτή ρωγμές, οπωσδήποτε, όμως, απαιτείται περισσότερος χρόνος για εκείνες τις αλλαγές που θα μπορούσαν να θεωρηθούν σημαντικές και ριζοσπαστικές.

Το τρίτο συμπέρασμα, εξίσου θετικό, είναι ότι καταγράφεται ένας

ισχυρός κοινωνικός φιλελευθερισμός μεταξύ των νέων ιδίως σε ό,τι έχει να κάνει με δικαιώματα και ζητήματα φύλου και σεξουαλικού προσανατολισμού.

Αν, λοιπόν, σε επίπεδο εθνικής ταυτότητας οι αντιστάσεις παραμένουν, στη συγκεκριμένη περίπτωση φαίνεται ότι η μεταβολή έχει πλέον συντελεστεί. Αν και η διαφορά που καταγράφεται μεταξύ μιας ακόμα ανθεκτικής και αντιστεκόμενης εθνο-θρησκευτικής ταυτότητας, φαινομενικά συμπαγούς και χωρίς απαραίτητα ακρότητες, και μιας ισχυρής τάσης ανεκτικότητας και κοινωνικού φιλελευθερισμού είναι ορατή και ανιχνεύεται, ενδεχομένως δεν θα έπρεπε να μας εκπλήσσει βάσει των ευρημάτων της έρευνας και όσων αναπτύχθηκαν στην παρούσα έκθεση. Μπορεί οι δύο αυτές τάσεις να φαίνονται αντιφατικές και αντίρροπες, αλλά

δεν θα πρέπει να θεωρείται απίθανο η ανεκτική, κοινωνικά φιλελεύθερη, τάση να συμπαρασύρει και τις τελευταίες αντιστάσεις σε επίπεδο εθνικής ταυτότητας στο απώτερο μέλλον.

Επίσης, είναι σημαντικό να σημειωθεί ότι παρά την ανθεκτικότητα που αναφέρθηκε στο ταυτοτικό επίπεδο, εντούτοις δεν καταγράφηκε ενίσχυση της συντηρητικοποίησης των νέων.

Το τέταρτο συμπέρασμα διατρέχει όλα τα παραπάνω και είναι

η εντυπωσιακή στάση των νέων γυναικών που υπερέχουν σχεδόν σε όλα τα σχετικά ερωτήματα των ανδρών και εμφανίζουν μεγαλύτερη ανεκτικότητα και προοδευτικές αντιλήψεις,

ενώ οι άνδρες, χωρίς να μπορούν να θεωρηθούν συνολικά συντηρητικοί, υστερούν άλλοτε λιγότερο και άλλοτε κατά πολύ των γυναικών σε θέματα κοινωνικού φιλελευθερισμού, αλλά ακόμα και σε θέματα εθνο-θρησκευτικής ταυτότητας. Το εν λόγω εύρημα μπορεί να έχει πολλαπλές χρήσιμες αναγνώσεις και να συνεισφέρει και στη γενικότερη συζήτηση περί φύλου, σεξουαλικότητας και πατριαρχίας, η οποία διεξάγεται στην ελληνική κοινωνία τα τελευταία χρόνια. Δεν θα πρέπει να λησμονούμε, άλλωστε, ότι πίσω από την πλειονότητα των ζητημάτων που προσπάθησε να προσεγγίσει η παρούσα έρευνα βρίσκεται και η πατριαρχία, η προστασία και η αναπαραγωγή της οποίας συντελείται από τους εκάστοτε εθνικούς/εθνικιστικούς και θρησκευτικούς λόγους και τους αντίστοιχους θεσμούς.

Ένα τελευταίο συμπέρασμα είναι εκείνο που αφορά τον ρόλο της θρησκείας στα θέματα τα οποία προσεγγίστηκαν στην έρευνα.

Αν και η θεσμική εκδοχή της θρησκείας, η Εκκλησία, δεν φαίνεται να ασκεί πλέον καθοριστική επιρροή στη νεολαία, πλην λίγων περιπτώσεων και σε αυτές χωρίς μεγάλη ένταση, η θρησκευτική πίστη φαίνεται να διαδραματίζει σημαντικό ρόλο.

Αυτό προκύπτει από το γεγονός ότι όσοι απάντησαν ότι έχουν στενή σχέση με τη θρησκεία κατέγραψαν πολύ υψηλά ποσοστά σε όλες σχεδόν τις συντηρητικές εκδοχές των απαντήσεων. Πρόκειται για ένα εύρημα που σε συνδυασμό με την περίπτωση του φύλου, που προαναφέρθηκε, δείχνει ότι

η αποδυνάμωση της θρησκευτικής πίστης συνδέεται άμεσα με την επικράτηση της ανεκτικότητας και του κοινωνικού φιλελευθερισμού.

Εάν, δηλαδή, κάποιος διατηρεί στενή σχέση με κάποια θρησκεία, δύσκολα αποδέχεται ιδέες και αντιλήψεις διαφορετικές από εκείνες που θεωρεί ότι συμβαδίζουν με τη θρησκευτική του πίστη. Την ίδια στιγμή πάντως, όπως έδειξε η περίπτωση της ομοφυλοφιλίας, όπου φάνηκε να καταγράφεται μια σημαντική ρωγμή ακόμα και μεταξύ όσων διατηρούν σχέση με κάποια θρησκεία, φαίνεται ότι ακόμα και οι ιδιαίτερα πιστοί μπορούν να μεταβάλουν τις αντιλήψεις τους. Το εύρημα αυτό, δηλαδή, ενδέχεται να σημαίνει ότι αν και απαιτείται ιδιαίτερη προσπάθεια,

υπάρχει δυνατότητα να πειστούν οι Ορθόδοξοι Χριστιανοί, εν προκειμένω οι νέοι, ότι μπορούν να διατηρήσουν την πίστη τους χωρίς να υιοθετούν εθνικιστικές, ρατσιστικές και μη ανεκτικές θέσεις και ιδέες – ακόμα και αν αυτές προέρχονται από την Εκκλησία.

Σε κάθε περίπτωση, οι κοινωνικές διεργασίες έχουν ήδη αρχίσει να συμβαίνουν και οι ρήξεις με κυρίαρχες αντιλήψεις να καταγράφονται με οδηγό τη νεολαία και κυρίως τις νέες γυναίκες, παρά τις δεδομένες κοινωνικές αλλά και θεσμικές αντιστάσεις.

Πηγή simeio.org.gr

Related Posts

Next Post

Highlights