Σε σύγκριση με πριν από μία 20ετία, ο βαθμός δυσκολίας εύρεσης κατοικίας έχει αυξηθεί ραγδαία, με τα ποσοστά ιδιοκατοίκησης στην Ελλάδα να έχουν μειωθεί κατακόρυφα από το 2005.
Χαμηλοί μισθοί, ανασφάλεια, κρίσεις και ανατιμήσεις είναι από τους βασικούς παράγοντες που μετατράπηκε σε αστικό μύθο το ότι οι Ελληνες κυνηγούν το όνειρο της ιδιοκατοίκησης. Από την κρίση του 2009 ξεκίνησε μια στροφή προς το ενοίκιο, ενώ οι νέοι επιλέγουν να φιλοξενούνται στους γονείς τους εξαιτίας της εκτόξευσης των τιμών των ενοικίων.
Πρωτιά στα φέσια
Τα υψηλότερα ποσοστά, σύμφωνα με τη μελέτη της Eurostat, κόστους στέγασης παρατηρήθηκαν στην Ελλάδα (32,4%), τη Δανία (21,9%) και την Ολλανδία (15,3%), ενώ στις αγροτικές περιοχές ήταν τα υψηλότερα στην Ελλάδα (22%), τη Βουλγαρία (13,3%) και τη Ρουμανία (10,8%). Οι καθυστερήσεις σε λογαριασμούς στεγαστικών δανείων, ενοικίων ή υπηρεσιών κοινής ωφέλειας είναι μια άλλη ένδειξη ότι το κόστος στέγασης μπορεί να είναι πολύ υψηλό.
Παρά το γεγονός ότι οι τιμές και τα ενοίκια των κατοικιών αυξήθηκαν κατά την περίοδο 2010-2021, το ποσοστό των ατόμων που καθυστερούν στεγαστικά δάνεια, ενοίκια ή λογαριασμούς κοινής ωφέλειας στην ΕΕ μειώθηκε από 12,4% το 2010 σε 9,1% το 2021. Τα ποσοστά μειώθηκαν σε 20 κράτη – μέλη, αυξήθηκαν σε πέντε.
Μένουν με γονείς
Από τα μεγαλύτερα ποσοστά νέων ανθρώπων ηλικίας 18-34 που μένουν μαζί με τους γονείς τους καταγράφονται στην Ελλάδα, σύμφωνα με τα στοιχεία της ΕΛΣΤΑΤ, ενώ επτά στους δέκα νέους 25-34 ετών δεν εγκαταλείπουν το πατρικό τους. Από το 2014, το ποσοστό για τις ηλικίες 18-34 φτάνει το 66,7% το 2017 και το 69,4% το 2019, από 58,4% το 2008.
Σε αστικό μύθο φαίνεται να έχει εξελιχθεί το ότι οι Ελληνες διαθέτουν ένα από τα μεγαλύτερα ποσοστά ιδιοκατοίκησης καθώς πρόσφατα στοιχεία της Eurostat δείχνουν ότι τα τελευταία 17 χρόνια το ποσοστό της ιδιοκατοίκησης έχει πέσει στο 73,3% για το 2021, έναντι 84,6% το 2005, έχοντας απολέσει 11,3%. Μόνο από το 2019 ως το 2021 το ποσοστό ιδιοκατοίκησης μειώθηκε 2,1%
Στην ΕΕ, το 2021, το 70% του πληθυσμού ζούσε σε δικό του σπίτι, ενώ το υπόλοιπο 30% σε ενοικιαζόμενες κατοικίες. Τα υψηλότερα ποσοστά ιδιοκτησίας παρατηρήθηκαν στη Ρουμανία (95% του πληθυσμού ζούσαν σε δικό τους σπίτι), τη Σλοβακία (92%, στοιχεία 2020), την Ουγγαρία (92%) και την Κροατία (91%). Σε όλα τα κράτη – μέλη, εκτός από τη Γερμανία, η ιδιοκτησία ήταν πιο συνηθισμένη. Στη Γερμανία, η ενοικίαση ήταν ελαφρώς πιο συνηθισμένη, με λίγο περισσότερο από το 50% του πληθυσμού να είναι ενοικιαστές. Ακολούθησαν η Αυστρία (46%) και η Δανία (41%).
Χαμηλοί μισθοί
Οι αιτίες που οι Ελληνες σταμάτησαν να αγοράζουν το δικό τους «κεραμίδι» και από ιδιοκτήτες έγιναν ενοικιαστές είναι αρκετές, με την ιδιοκατοίκηση να μειώνεται την εποχή της οικονομικής κρίσης. Εκείνη την περίοδο ξεκίνησαν οι πλειστηριασμοί κατοικιών, ενώ αρκετοί ιδιοκτήτες με μεγάλο τραπεζικό δανεισμό προτίμησαν να εκποιήσουν τα ακίνητά τους προκειμένου να εξοφλήσουν τα χρέη.
Ο γολγοθάς στην απόκτηση σπιτιού αποτυπώνεται στα στοιχεία της πιο πρόσφατης έκθεσης της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας. Οι νέοι του ευρωπαϊκού Νότου φεύγουν από το σπίτι των γονιών τους σε μεγαλύτερες ηλικίες σε σχέση με προηγούμενες δεκαετίες. Στη γενιά του ’40, το 75% των 35άρηδων αποκτούσε το δικό του σπίτι, ποσοστό το οποίο έπεσε στο 50% για τη γενιά του ’60 και κάτω του 50% για τη γενιά του ’80.
Τα τελευταία 20 χρόνια (1998-2019), ο βασικός μισθός έμεινε σταθερός, τη στιγμή που οι αξίες των διαμερισμάτων αυξήθηκαν κοντά στο 60%. Στη σημερινή συγκυρία, ο μέσος νέος του ευρωπαϊκού Νότου έρχεται αντιμέτωπος με υψηλές τιμές ακινήτων και την εκτόξευση του κόστους διαβίωσης λόγω του πληθωρισμού. Παράλληλα οι αυξήσεις των επιτοκίων αποθαρρύνουν τους νέους να αγοράσουν ακίνητο μέσω τραπεζικού δανεισμού.