Πρώτη δημοσίευση: La Stampa/Tuttolibri, 8 Νοεμβρίου 1975 (εδώ το κείμενο στα ιταλικά)
Αυτή η συνέντευξη έλαβε χώρα το Σάββατο, 1η Νοεμβρίου 1975, από τις 4 μέχρι τις 6 το απόγευμα, λίγες ώρες πριν δολοφονηθεί ο Παζολίνι. Ο τίτλος της συνέντευξης είναι δικός του, όχι δικός μου. Στο τέλος αυτής της συζήτησης που, όπως πολλές φορές στο παρελθόν, κατέγραψε την απόσταση που χώριζε πολλές από τις απόψεις μας, τον ρώτησα αν ήθελε να δώσει έναν τίτλο στην συνέντευξη. Το σκέφτηκε λίγο, απάντησε ότι δεν είχε σημασία, άλλαξε κουβέντα και μετά κάτι μας ξανάφερε πίσω στη σκέψη που επαναλαμβάνεται συχνά στις απαντήσεις που ακολουθούν. «Νάτο το σπέρμα, η ουσία των πάντων –είπε– Εσύ δεν μπορείς καν να φανταστείς ποιος σχεδιάζει αυτή τη στιγμή να σε σκοτώσει. Βάλε αυτόν τον τίτλο, αν θέλεις, γιατί κινδυνεύουμε όλοι».
Φούριο Κολόμπο
Φ. Κ. Στα τελευταία σου γραπτά μας έχεις δώσει πολλά παραδείγματα για αυτά που μισείς. Έχεις ανοίξει πλέον μια μοναχική πάλη ενάντια σε τόσα πολλά πράγματα, σε θεσμούς, σε πεποιθήσεις, σε πρόσωπα, σε εξουσίες. Για να απλοποιήσω αυτό που θέλω να πω, θα μιλήσω για την «κατάσταση» και ξέρεις ότι με αυτή τη λέξη εννοώ την σκηνή αυτή μέσα στην οποία και εναντίον της οποίας μάχεσαι. Και τώρα θα εκφράσω μίαν αντίρρηση. Η «κατάσταση» αυτή που περιέχει όλα αυτά τα κακά που εσύ αντιπαλεύεις, περιέχει επίσης και όλα αυτά που σου επιτρέπουν να είσαι αυτός που είσαι, δηλαδή την αξία και το ταλέντο σου. Τί γίνεται όμως με τα μέσα; Τα μέσα, τα εργαλεία, ανήκουν κι αυτά στην «κατάσταση»: εκδοτικοί οίκοι, κινηματογράφος, οργάνωση, ακόμα κι αυτά τα ίδια τα αντικείμενα. Ας υποθέσουμε λοιπόν ότι χάρη σε μια μαγική δύναμη της σκέψης σου μπορούσες να εξαφανίσεις με μια σου χειρονομία όλα αυτά που μισείς. Κι εσύ; Δεν θα έμενες μόνος και δίχως μέσα; Εννοώ δίχως μέσα έκφρασης…
Π.Π.Π. Μάλιστα, κατάλαβα. Αλλά εγώ πιστεύω σε αυτή τη μαγική δύναμη. Όχι όπως τα μέντιουμ, αλλά γιατί ξέρω ότι χτυπώντας συνέχεια το ίδιο καρφί μπορείς στο τέλος να γκρεμίσεις το σπίτι. Σε μικρή κλίμακα οι ριζοσπάστες μας δίνουν ένα καλό παράδειγμα, τέσσερις τύποι που καταφέρνουν να αλλάξουν την συνείδηση μιας χώρας (και ξέρεις ότι, αν και δεν συμφωνώ πάντα μαζί τους, τώρα ετοιμάζομαι να πάω σ ‘ένα τους συνέδριο). Η Ιστορία μας δίνει άλλο παράδειγμα, σε μεγαλύτερη κλίμακα. Η άρνηση ήταν πάντοτε μια χειρονομία πολύ ουσιαστική. Οι άγιοι, οι ερημίτες, αλλά και οι διανοούμενοι. Οι λίγοι που φτιάξανε την Ιστορία είναι αυτοί που είπαν το «Όχι», όχι οι αυλικοί και οι παρατρεχάμενοι των καρδιναλίων. Η άρνηση για να είναι αποτελεσματική πρέπει να είναι μεγάλη, όχι μικρή, για το ένα ή το άλλο, ολική κι όχι αποσπασματική, «παράλογη» κι όχι στα πλαίσια της κοινής λογικής. Ο Άιχμαν, αγαπητέ μου, διέθετε πολλή κοινή λογική. Τί του έλειπε; Του έλειπε η ικανότητα να πει όχι, όχι επί της αρχής, την ίδια στιγμή που αυτό που έκανε δεν ήταν τίποτα περισσότερο από μια απλή γραφειοκρατική διαδικασία. Το πολύ πολύ να μουρμούρισε σε κάποιον φίλο, αυτός ο Χίμλερ δεν μου αρέσει και πολύ, όπως μουρμουρίζουμε στους εκδοτικούς οίκους, στις εφημερίδες, στην κυβέρνηση και στην τηλεόραση. Ή ίσως και να είχε παραπονεθεί γιατί τα τρένα σταματούσαν μια φορά για τις ανάγκες των εκτοπισμένων, ενώ θα ήταν πιο παραγωγικό να σταματούσαν δύο. Ποτέ όμως δε μπλόκαρε τη μηχανή. Τρία είναι λοιπόν αυτά που πρέπει να γνωρίζουμε: ποιά είναι η «κατάσταση», γιατί θα πρέπει να την σταματήσουμε ή να την καταστρέψουμε και το πώς.
Φ. Κ. Περιέγραψέ μας λοιπόν την «κατάσταση». Ξέρεις ότι οι επεμβάσεις σου λειτουργούν λίγο σαν τις ακτίνες του ήλιου που διαπερνούν την σκόνη. Ωραία εικόνα, αλλά δεν μας βοηθά να καταλάβουμε καλύτερα τα πράγματα…
Π.Π.Π. Σ ‘ευχαριστώ για την παρομοίωση με τον ήλιο, αλλά εμένα οι φιλοδοξίες μου είναι πολύ μικρότερες. Εγώ θέλω να κοιτάξεις γύρω σου και να καταλάβεις την τραγωδία. Ποιά είναι η τραγωδία; Η τραγωδία είναι ότι δεν υπάρχουν πια ανθρώπινα όντα, αλλά παράξενες μηχανές που πέφτουν με φόρα η μια πάνω στην άλλη. Κι εμείς οι διανοούμενοι καθόμαστε και μελετάμε τα περσινά σιδηροδρομικά δρομολόγια και λέμε, μα τι περίεργο που συγκρούστηκαν αυτά τα τρένα, αφού δεν περνάν πια από ‘δω! ‘Η θα τρελάθηκε ο μηχανοδηγός, ή το έκανε κάποιος εγκληματίας ή υπάρχει μια συνωμοσία. Ιδίως η συνωμοσία μας κάνει και παραληρούμε. Είναι ένας βολικός τρόπος να αποφύγουμε το βάρος να αντιμετωπίσουμε την αλήθεια μόνοι μας. Τι ωραίο θα ήταν αν αυτή τη στιγμή που μιλάμε κάποιος σχεδιάζει να μας βγάλει απ’τη μέση! Είναι απλό, εύκολο, λέγεται αντίσταση. Θα χάσουμε μερικούς συντρόφους και μετά θα ανασυνταχτούμε για να τους εξολοθρεύσουμε με τη σειρά μας, δεν νομίζεις; Το ξέρω πως όταν η τηλεόραση δείχνει «Το Παρίσι καίγεται» [ΣτΜ, ταινία για την γαλλική αντίσταση επί γερμανικής κατοχής] κάθονται όλοι εκεί με μάτια δακρυσμένα και με την τρελή λαχτάρα να μπορούσε να επαναληφθεί η ιστορία, όμορφα και καθαρά (αποτέλεσμα του χρόνου που ξεπλένει τα πράγματα, όπως η βροχή τις προσόψεις των σπιτιών). Απλό, εγώ απο’δώ εσύ απο’κεί. Ας μην αστειευόμαστε όμως με τον κόπο και το αίμα που πλήρωσαν εκείνοι οι άνθρωποι για να επιλέξουν. Όταν βρίσκεσαι στριμωγμένος με τη μούρη μέσα σε μια στιγμή της ιστορίας που σε συντρίβει, τότε το να διαλέξεις είναι πάντα μια τραγωδία. Όμως, ας το παραδεχτούμε, στο παρελθόν αυτό ήταν πιο εύκολο. Ο απλός άνθρωπος, με τη βοήθεια του θάρρους του και της συνείδησής του, μπορούσε να αποκρούσει τον φασίστα του Salò, τον αξιωματικό των SS, να τον αποκρούσει και να τον εκδιώξει κι από την εσωτερική του ζωή (από εκεί δηλαδή που ξεκινούν πάντα οι επαναστάσεις). Τώρα όμως όχι. Τώρα σε πλησιάζει κάποιος που φαίνεται φίλος, ευγενικός, ευχάριστος και ο οποίος «συνεργάζεται» (ας πούμε στην τηλεόραση), είτε γιατί πρέπει να ζήσει είτε γιατί δεν είναι δα και κανένα έγκλημα. Κάποιοι άλλοι, πχ διάφορες ομάδες, σου ορμάνε με τους ιδεολογικούς τους εκβιασμούς, τις προειδοποιήσεις και τα κηρύγματά τους, με τα αναθέματά τους που τα αισθάνεσαι σαν απειλές. Διαδηλώνουν με πανό και συνθήματα, αλλά τί τους ξεχωρίζει απ’την εξουσία;
Φ. Κ. Τί είναι για σένα η εξουσία, πού βρίσκεται και πώς την ξεσκεπάζεις;
Π.Π.Π. Η εξουσία είναι ένα εκπαιδευτικό σύστημα που μας χωρίζει σε κυριαρχούντες και κυριαρχούμενους. Προσοχή όμως! Ένα εκπαιδευτικό σύστημα κοινό για όλους και που διαμορφώνει τόσο την λεγόμενη άρχουσα τάξη όσο και τα πιο φτωχά στρώματα. Γι’αυτό το λόγο όλοι επιθυμούν τα ίδια πράγματα και συμπεριφέρονται με τον ίδιο τρόπο. Αν έχω στη διάθεσή μου ένα διοικητικό συμβούλιο ή μετοχές στο χρηματιστήριο χρησιμοποιώ αυτά τα εργαλεία. Αλλιώς χρησιμοποιώ ένα σιδηρολοστό. Εξασκώ βία για να αποκτήσω αυτό που θέλω. Και γιατί το θέλω; Γιατί μου έχουν πει ότι το να το επιθυμώ είναι μια αρετή, εξασκώ λοιπόν το αναφαίρετο δικαίωμά μου. Είμαι δολοφόνος και είμαι καλός.
Φ. Κ. Σε κατηγορούν ότι δεν ξεχωρίζεις πολιτικά και ιδεολογικά την ουσιαστική διαφορά που πρέπει να υπάρχει μεταξύ φασιστών και αντιφασιστών, πχ μεταξύ των νέων.
Π.Π.Π. Γι’αυτό σου μίλησα πριν για τα περσινά δρομολόγια των τρένων. Τις ξέρεις αυτές τις μαριονέτες που κάνουν τα παιδιά να γελάνε γιατί έχουν το σώμα στραμμένο σε μια κατεύθυνση και το κεφάλι στην αντίθετη (μου φαίνεται ότι ο Totò κατάφερνε να το κάνει αυτό); Εγώ έτσι βλέπω όλη αυτή τη μάζα των διανοούμενων, των κοινωνιολόγων, των ειδικών και των δημοσιογράφων με τις πιο ευγενείς προθέσεις, τα πράγματα συμβαίνουν εδώ και το κεφάλι τους κοιτά από ‘κει. Δεν λέω ότι δεν υπάρχει ο φασισμός. Λέω σταματήστε να μου μιλάτε για τη θάλασσα γιατί βρισκόμαστε στο βουνό. Το τοπίο δεν είναι το ίδιο. Εδώ υπάρχει πόθος για φόνο. Κι αυτός ο πόθος μας ενώνει όλους σαν αδέλφια καταχθόνια, μέσα στην γενικότερη χρεοκοπία ενός κοινωνικού συστήματος. Κι εγώ θα ήθελα να λύσω το πρόβλημα απομονώνοντας το μαύρο πρόβατο. Μαύρα πρόβατα υπάρχουν πολλά, τα βλέπω, τα βλέπω όλα. Εδώ όμως βρίσκεται όλο το ζήτημα, όπως έλεγα πρόσφατα στον Moravia: εγώ με τη ζωή που κάνω πληρώνω ένα τίμημα. Είναι σαν να κατεβαίνω στον Άδη. Αλλά όταν επιστρέφω, αν επιστρέψω, έχω δει άλλα πράγματα, περισσότερα πράγματα. Δεν λέω ότι είστε υποχρεωμένοι να με πιστέψετε. Λέω ότι θα πρέπει πάντα να αλλάζετε την συζήτηση για μην αντιμετωπίσετε την αλήθεια.
Φ. Κ. Και ποιά είναι η αλήθεια;
Π.Π.Π. Κακώς χρησιμοποίησα αυτή τη λέξη. Θά ‘πρεπε να πω «το προφανές». Άσε με να ξαναβάλω τα πράγματα σε μια σειρά. Πρώτη τραγωδία: ένα εκπαιδευτικό σύστημα λανθασμένο, κοινό και υποχρεωτικό για όλους που μας σπρώχνει στην αρένα της διεκδίκησης των πάντων από τους πάντες και με κάθε κόστος. Ριχνόμαστε σε αυτή την αρένα σαν ένας παράξενος και σκοτεινός στρατός, όπου άλλοι έχουν κανόνια κι άλλοι σιδερόβεργες. Η πρώτη, κλασική, διαίρεση είναι τότε να «είσαι με τους αδύναμους». Εγώ όμως λέω ότι, κατά μία έννοια, όλοι είναι αδύναμοι γιατί όλοι είναι θύματα. Και είναι όλοι ένοχοι γιατί είναι έτοιμοι να συμμετάσχουν στη σφαγή. Για να έχουν. Η εκπαίδευση που έλαβαν ήταν αυτή: να έχεις, να κατέχεις, να καταστρέφεις.
Φ. Κ. Ας επιστρέψουμε λοιπόν στην αρχική ερώτηση. Εσύ, μ’ένα τρόπο μαγικό, εξαφανίζεις τα πάντα. Ζεις όμως από τα βιβλία κι έχεις ανάγκη από μορφωμένους καταναλωτές που θα αγοράσουν το πνευματικό σου προϊόν. Κάνεις επίσης και κινηματογράφο και άρα έχεις ανάγκη όχι μόνο από γεμάτα θέατρα, αλλά και από όλο το τεράστιο οργανωτικό και βιομηχανικό τεχνικό σύστημα που εμπλέκεται στην παραγωγή μιας ταινίας. Αν λοιπόν, με κάποιο τρόπο παλαιοχριστιανικού μοναχισμού ή νεοκινεζικής επανάστασης, τα βγάλεις όλα αυτά απ’τη μέση, εσένα τί σου απομένει;
Π.Π.Π. Μου απομένουν τα πάντα, δηλαδή ο εαυτός μου, ένα ζωντανό όν μέσα στον κόσμο που βλέπει, εργάζεται, κατανοεί. Υπάρχουν εκατό διαφορετικοί τρόποι να διηγηθείς μια ιστορία, να ακούσεις τις γλώσσες, να αναπαράγεις τις διαλέκτους, να κάνεις κουκλοθέατρο. Στους άλλους απομένουν ίσως πολλά περισσότερα. Μπορούν να μου πάνε κόντρα, είτε είναι μορφωμένοι όπως εγώ είτε αδαείς όπως εγώ. Ο κόσμος μεγαλώνει, γίνεται δικός μας και δεν πρέπει να χρησιμοποιούμε ούτε το διοικητικό συμβούλιο, ούτε τις μετοχές, ούτε τη σιδερόβεργα για να τον λεηλατήσουμε. Βλέπεις, στον κόσμο που ονειρευόμασταν (επαναλαμβάνω: όταν διαβάζαμε τα περσινά δρομολόγια, για να μην σου πω δρομολόγια πολύ παλαιότερα) υπήρχε ο αφέντης με το ημίψηλο και τα δολάρια που ξεχείλιζαν από τις τσέπες του και η σκελετωμένη χήρα με τα ορφανά που ζητούσε δικαιοσύνη. Ο κόσμος του Μπρέχτ με άλλα λόγια.
Φ. Κ. Μου φαίνεται ότι νοσταλγείς εκείνο τον κόσμο.
Π.Π.Π. Όχι! Νοσταλγώ αυτούς τους φτωχούς, αλλά αληθινούς ανθρώπους που πολεμούσαν για να ρίξουν τον αφέντη χωρίς να γίνουν αυτοί αφέντες. Μπορεί να ήταν αποκλεισμένοι από τα πάντα, αλλά τουλάχιστον δεν τους είχε διαφθείρει κανείς. Εγώ τους φοβάμαι αυτούς τους νέγρους που εξεγείρονται, όμοιοι με τα αφεντικά, σαν επιδρομείς που θέλουν τα πάντα με κάθε κόστος. Αυτή η σκοτεινή εμμονή για βία δεν αφήνει πλέον να δούμε από τι στόφα είναι ο καθένας. Αυτός που μεταφέρεται ετοιμοθάνατος στο νοσοκομείο ενδιαφέρεται περισσότερο για το τι θα του πουν οι γιατροί για τις πιθανότητες να ζήσει, παρά για το τι θα του πουν οι αστυνομικοί για τους εγκληματικούς μηχανισμούς. Πρέπει να καταλάβεις ότι δεν κάνω ούτε δίκη προθέσεων ούτε με νοιάζει πια η αλυσίδα αιτία-αποτέλεσμα, πρώτα αυτός, μετά ο άλλος, και το ποιος είναι ο αρχι-ένοχος. Νομίζω ότι ορίσαμε αυτό που αποκαλείς «η κατάσταση». Είναι όπως όταν βρέχει στην πόλη και τα λούκια είναι βουλωμένα. Το νερό ανεβαίνει, ένα νερό αθώο, νερό βρόχινο που δεν έχει ούτε την ορμή της θάλασσας, ούτε την επικινδυνότητα των ποταμίσιων ρευμάτων. Για κάποιο λόγο όμως δεν κατεβαίνει, ανεβαίνει. Είναι αυτή η ίδια βροχή που συναντάμε σε τόσα και τόσα παιδικά ποιηματάκια και ρομαντικά τραγουδάκια. Αλλά ανεβαίνει και σε πνίγει. Αν τα πράγματα έχουν φτάσει σε αυτό το σημείο, εγώ λέω: ας μην χάνουμε τον χρόνο μας με τις ετικέτες, αλλά ας βρούμε που έχει βουλώσει αυτό το καταραμένο λούκι πριν πνιγούμε όλοι μας.
Φ. Κ. Και γι’αυτό το λόγο εσύ θα τους ήθελες όλους σαν αθώες βοσκοπούλες, χωρίς υποχρεωτική εκπαίδευση, αδαείς κι ευτυχισμένους.
Π.Π.Π. Έτσι ακούγεται σαν μια ανοησία. Αλλά η λεγόμενη υποχρεωτική εκπαίδευση δημιουργεί αναγκαστικά απελπισμένους μονομάχους. Η μάζα μεγαλώνει και μαζί μ’αυτήν η οργή κι η απελπισία. Ας πούμε ότι εγώ έκανα ένα αστείο (που δεν νομίζω). Πείτε μου εσείς κάτι άλλο. Λέτε ότι νοσταλγώ την αληθινή επανάσταση, αγνή και άμεση, των καταπιεσμένων που έχουν ως μόνο στόχο να ελευθερωθούν και να γίνουν αφέντες του εαυτού τους. Υποθέτετε να φαντάζομαι ότι είναι ακόμα δυνατόν να έρθει μια τέτοια στιγμή στην ιταλική ή την παγκόσμια ιστορία. Αυτό που σκέφτομαι θα μπορούσε ίσως να μου εμπνεύσει το επόμενο ποίημά μου. Αλλά όχι αυτό που γνωρίζω ή αυτό που βλέπω. Θέλω να το πω έξω απ’τα δόντια: εγώ κατεβαίνω στον ΄Αδη και βλέπω πράγματα που δεν ταράζουν ακόμα τον ύπνο των ανθρώπων. Προσέξτε όμως, η κόλαση ανεβαίνει προς τα εσάς. Βέβαια πλησιάζει μασκαρεμένη με τα πιο περίεργα λάβαρα. Είναι αλήθεια ότι φορά στολή και καμιά φορά διαθέτει και τα απαραίτητα πιστοποιητικά. Αλλά είναι επίσης αλήθεια ότι η λαχτάρα της να επιτεθεί, να χτυπήσει, να σκοτώσει είναι ισχυρή και γενικευμένη. Και δεν θα παραμείνει για πολύ καιρό ακόμα η ιδιωτική εμπειρία κάποιου που κάνει «βίαιη ζωή», όπως λένε. Μην τρέφετε ψευδαισθήσεις. Κι εσείς, με τα σχολεία σας, την τηλεόρασή σας, με τις καθησυχαστικές σας εφημερίδες, εσείς είστε που συντηρείτε αυτή την τρομερή τάξη που βασίζεται στην ιδέα του να κατέχεις και να καταστρέφεις. Τυχεροί όλοι εσείς που μπορείτε να βάζετε σε κάθε έγκλημα την κατάλληλη ετικέτα. Για μένα αυτό δεν είναι τίποτε άλλο παρά ακόμα ένα κόλπο της μαζικής κουλτούρας. Μην μπορώντας ο άνθρωπος να εμποδίσει ορισμένα πράγματα, ηρεμεί κατασκευάζοντας ράφια.
Φ. Κ. Όμως η καταστροφή πρέπει να σημαίνει και δημιουργία, αλλιώς γίνεσαι κι εσύ ένας καταστροφέας. Με τα βιβλία, ας πούμε, τί θα γίνει; Δεν θέλω να πάρω το μέρος αυτών που νοιάζονται περισσότερο για την κουλτούρα παρά για τους ανθρώπους, αλλά αυτοί οι άνθρωποι που θα έχουν σωθεί σε αυτόν τον κόσμο όπως τον φαντάζεσαι, δεν θα μπορούν να είναι πιο πρωτόγονοι (αυτή είναι μια συχνή κατηγορία που σου απευθύνουν) και αν δεν θέλουμε να χρησιμοποιήσουμε μια καταπίεση «πιο προχωρημένη»…
Π.Π.Π. Που με κάνει να ανατριχιάζω.
Φ. Κ. Για να μην χρησιμοποιούμε κοινοτοπίες, μας χρειάζεται τουλάχιστον μια ένδειξη. Στην επιστημονική φαντασία, ας πούμε, ή στον ναζισμό, το κάψιμο των βιβλίων προαναγγέλλει την εξολόθρευση. Εσύ, χωρίς σχολεία και χωρίς τηλεόραση, πώς θα εμψυχώσεις το ποίμνιό σου;
Π.Π.Π. Νομίζω ότι ήδη τα εξήγησα αυτά στην κουβέντα με τον Moravia. Κλείνω στη γλώσσα μου σημαίνει αλλάζω. Αλλάζω όμως με τρόπο τόσο δραστικό και απελπισμένο όσο δραστική και απελπισμένη είναι η κατάσταση. Αυτό που εμποδίζει μια πραγματική συζήτηση με τον Moravia, αλλά και με τον Firpo, είναι το ότι είμαστε πρόσωπα που δεν βλέπουν την ίδια πραγματικότητα, που δεν γνωρίζουν τα ίδια άτομα, που δεν ακούν τις ίδιες φωνές. Για σας κάτι έχει συμβεί μόνο όταν έχει μπει σε μια σελίδα μ’έναν τίτλο, όμορφα κι ωραία, μια είδηση κομμένη και ραμμένη. Τί υπάρχει όμως από κάτω; Εδώ μας λείπει ένας χειρουργός που έχει το θάρρος να εξετάσει τον ιστό και να μας πει: κύριοι, αυτό εδώ είναι καρκίνος κι όχι ένα ατυχηματάκι. Τί είναι ο καρκίνος; Είναι κάτι που αλλάζει όλα τα κύτταρα, που τα κάνει να πολλαπλασιάζονται με τρελό τρόπο, χωρίς καμία λογική. Ο άρρωστος που επιθυμεί την υγεία του είναι δηλαδή νοσταλγικός, ακόμα κι αν πριν ήταν ένας βλάκας; Πριν τον καρκίνο, εννοώ. Ιδού, πριν απ’όλα πρέπει να προσπαθήσουμε να έχουμε όλοι την ίδια εικόνα. Ακούω τους πολιτικούς με τις συνταγές τους, όλους τους πολιτικούς, και τρελαίνομαι. Δεν ξέρουν καν για ποια χώρα μιλάνε, λες και ήρθαν απ’το φεγγάρι. Και οι μορφωμένοι. Και οι κοινωνιολόγοι. Και οι ειδικοί όλων των ειδών.
Φ. Κ. Γιατί νομίζεις ότι εσύ βλέπεις τα πράγματα πιο καθαρά;
Π.Π.Π. Δεν θέλω να μιλήσω άλλο για μένα, ίσως είπα πάρα πολλά. Όλοι ξέρουν ότι εγώ τις εμπειρίες μου τις πληρώνω προσωπικά. Αλλά υπάρχουν και τα βιβλία μου και οι ταινίες μου. Ίσως να είμαι εγώ που κάνω λάθος. Αλλά συνεχίζω να λέω ότι κινδυνεύουμε όλοι.
Φ. Κ. Παζολίνι, αν τη βλέπεις έτσι τη ζωή, πως νομίζεις ότι μπορείς να αποφύγεις το ρίσκο;
Π.Π.Π. Υπάρχουν σημεία που μου φαίνονται πολύ απόλυτα. Άσε με να το σκεφτώ, να τα ξαναδώ. Άσε μου λίγο χρόνο να βρω ένα συμπέρασμα. Κάτι έχω στο μυαλό μου για να απαντήσω στην ερώτησή σου. Για μένα είναι πιο εύκολο να γράφω παρά να μιλάω. Αύριο το πρωί θα σου δώσω τις σημειώσεις που θα προσθέσεις.
—— / ——
*Γεννημένος στην Μπολόνια της Ιταλίας το 1922, ο Πιερ Πάολο Παζολίνι, ήταν συγγραφέας, σκηνοθέτης, σεναριογράφος, φιλόσοφος, ποιητής αλλά κυρίως, και πάνω από όλα, ήταν ένας ολοκληρωμένος διανοούμενος. Με τη δύναμη της πένας του συγκλόνισε την μεταπολεμική Ιταλία και τον υπόλοιπο κόσμο που γεύτηκε το έργο του και άκουσε -μέσα από τον ύστερο Παζολίνι- μια φωνή απελπισίας που όμως δεν ήταν παρακμιακή και που δεν μπορεί να χωρέσει στα συνηθισμένα πολιτικά καλούπια εκείνης της εποχής -ή της σημερινής. Ο Παζολίνι κατηγορήθηκε από προοδευτικούς της Ιταλίας για παραδοσιοκρατία και αντιδραστικότητα κατά τρόπο ανάλογο με εκείνον που κατηγορήθηκε ο Χάιντεγκερ για συντηρητισμό και αντι-επαναστατικότητα, μόνο και μόνο γιατί, ο δεύτερος, υποστήριξε ότι πρέπει να ξαναπιάσουμε την φιλοσοφική σκέψη από τους προ-σωκρατικούς. Ένα χρόνο πριν την δολοφονία του, στις 14 Νοεμβρίου του 1974, ο Παζολίνι γράφει στην εφημερίδα Corriere della Sera το άρθρο με τίτλο «Εγώ Ξέρω (Io So)». Ο ριζοσπαστικός και ορθολογικός πεσιμισμός του ύστερου Παζολίνι, εκφράζεται μέσα από μια συγκλονιστικά πολύπλοκη συλλογή σκέψεων οι οποίες δεν είναι καθόλου εύκολο να σχηματοποιηθούν, ενώ παραμένουν πάντα επίκαιρες. Η περιγραφή και η ερμηνεία των τραγικών αντιφάσεων της ανθρώπινης κατάστασης βρήκε στην πένα του Παζολίνι έναν σπουδαίο εκπρόσωπο. Η τελευταία συνέντευξή του είναι ένα κείμενο που δεν πρόλαβε να συμπληρωθεί και, αν και από πολλούς έχει ξεχαστεί, συνεχίζει να είναι ανησυχητικά επίκαιρο.
Σήμερα, όπως και τότε, υπάρχουν συγγραφείς, δημοσιογράφοι, φιλόσοφοι, επιστήμονες, ποιητές, όμως, κατά βάση, σήμερα υπάρχουν διαμορφωτές γνώμης (opinion makers). Ορισμένοι από αυτούς διαθέτουν μια ορισμένη σεμνότητα και αναγνωρίζουν ότι δεν κατέχουν την απόλυτη αλήθεια, έτσι οι περισσότεροι πωλούν, σε κατάλληλες δόσεις, εκείνο το μικρό ή μεγαλύτερο κομμάτι της βεβαιότητας που έχουν κατακτήσει ώστε να εξασφαλίσουν έσοδα και δημοσιότητα. Ο Παζολίνι αντιθέτως αποφάσισε να διανύσει όλη τη διαδρομή ενός ολοκληρωμένου διανοούμενου (συγγραφέα, φιλοσόφου και ποιητή). Γι’αυτόν δεν ήταν αρκετό να γνωρίζει την αλήθεια, έπρεπε και να την πει ολόκληρη, να την φωνάξει. Για το λόγο αυτό και αποφάσισε να κάνει κινηματογράφο γιατί μόνον αυτός θα του επέτρεπε να φτάσει στο κοινό του, τους απλούς και καθημερινούς ανθρώπους που εργάζονταν, από το πρωί μέχρι το βράδυ, για να χτίσουν ξανά την αγαπημένη του χώρα, την Ιταλία.
Διότι για να γράψεις και να κάνεις πράξη ζωής κάτι τέτοιο: «Μα γιατί να πιεστώ να μισήσω και εγώ, που σχεδόν ευγνωμονώ τον κόσμο για τη δυστυχία μου, για το ότι είμαι διαφορετικός- και που γι’ αυτό μισήθηκα και που όμως δεν ξέρω παρά ν ‘αγαπώ, πιστά και στενάχωρα;», δεν αρκεί να δηλώνεις αντιφασίστας και να κραδαίνεις σημαιούλες· πρέπει να μην έχεις παραδοθεί στη μνησικακία, να μην έχεις βυθιστεί στην υποκρισία και να μην έχεις αποκοπεί από τον απλό και καθημερινό άνθρωπο.