Το ΙΕΛΚΑ (Ινστιτούτο Έρευνας Λιανεμπορίου Καταναλωτικών Αγαθών), με αφορμή τις μέρες που έρχονται, ολοκλήρωσε έρευνα καταναλωτών για τις αγορές της περιόδου της Σαρακοστής στο πλαίσιο της καταγραφής των διατροφικών και καταναλωτικών τάσεων στην Ελλάδα.
H έρευνα πραγματοποιήθηκε από 2 έως 8 Μαρτίου 2024 με δείγμα 800 καταναλωτές από όλη την Ελλάδα και τα αποτελέσματα παρουσιάζουν μεγάλο ενδιαφέρον, ειδικά σε σχέση με τις διατροφικές συνήθειες όσο και σε σχέση με τις αγοραστικές.
Πότε νηστεύουν οι Έλληνες
Όπως βλέπουμε στο γράφημα, η πλειοψηφία των ερωτηθέντων σε ποσοστό 47% δηλώνουν ότι νηστεύουν τη Μεγάλη Εβδομάδα (ποσοστό που ενδεχομένως να είναι μεγαλύτερο αν συμπεριλάβουμε και το 22% που αναφέρει ότι νηστεύει μόνο μερικές φορές).
Το ποσοστό αυτό είναι μειωμένο σε σχέση με τα προηγούμενα χρόνια. Το 2018, σε αντίστοιχη έρευνα του ΙΕΛΚΑ, το 69% του κοινού δήλωνε ότι νηστεύει πάντα τη Μεγάλη Εβδομάδα και το 20% μερικές φορές, σύνολο 89%.
Συνολικά όλη τη Μεγάλη Σαρακοστή δηλώνει ότι νηστεύει το 12%, ενώ συνολικά σε όλες τις νηστείες καθ’ όλο το έτος δηλώνει ότι νηστεύει το 12% των ερωτηθέντων. Με βάση τα συνδυαστικά στοιχεία ερευνών του ΙΕΛΚΑ εκτιμάται ότι το 3% των πωλήσεων του λιανεμπορίου τροφίμων, δηλαδή περίπου 550 εκατ. ευρώ, σχετίζονται ή επηρεάζονται από τις διατροφικές και καταναλωτικές τάσεις της περιόδου της νηστείας.
Οι απόψεις για τη νηστεία
Παράλληλα, στο πλαίσιο της μελέτης καταγράφονται μια σειρά από θέματα που αφορούν καταναλωτικές συνήθειες και θέματα υγείας/ευεξία και σχετίζονται με τη διατροφή την περίοδο της νηστείας. Πιο συγκεκριμένα, το 33% δηλώνει ότι του αρέσει να νηστεύει. Το 55% θεωρεί ότι η νηστεία κάνει καλό στην υγεία, αν και το 18% θεωρεί ότι συνεισφέρει στην αύξηση του σωματικού βάρους, ενώ το 14% στη μείωση βάρους.
Το 34% του κοινού θεωρεί ότι η διατροφή του τη συγκεκριμένη περίοδο της νηστείας κοστίζει περισσότερο ξοδεύοντας περισσότερα χρήματα απ’ ότι συνήθως ενώ το 27% δυσκολεύεται να βρει τι θα φάει. Το 14% βρίσκει τη λύση στα συμπληρωματικά γεύματα, ενώ το 22% αγχώνεται σε σχέση με τη διατροφή του.
Το 20% υιοθετεί φυτικά υποκατάστατα τροφών, το 14% επιλέγει περισσότερες έτοιμες λύσεις και κονσέρβες και τέλος, ένα 7% να αυξάνει το φαγητό από delivery.