Τον τελευταίο 1.5 χρόνο, η κάλυψη των εγχώριων αναγκών δεν απαίτησε παραπάνω ισχύ θερμικών μονάδων από αυτή που μπορούν να προσφέρουν οι διαθέσιμες σήμερα μονάδες αερίου (6 GW), διαπιστώνει η ανάλυση του Green Tank. Χρειάζεται να επανεξεταστεί η μέγιστη ισχύς μονάδων αερίου 7.885 GW που σχεδιάζεται για το 2030 σύμφωνα με το ΕΣΕΚ.
Η ανάγκη για πλήρη απανθρακοποίηση της ηλεκτροπαραγωγής έχει ήδη αποτυπωθεί στα Εθνικά Σχέδια για την Ενέργεια και το Κλίμα (ΕΣΕΚ) διαφόρων κρατών μελών της ΕΕ που στοχεύουν να μηδενίσουν το ανθρακικό αποτύπωμα της ηλεκτροπαραγωγής τους ως το 2030 ή το 2035. Αντίστοιχα στην Ελλάδα, το υπό αναθεώρηση ΕΣΕΚ θέτει φιλόδοξους στόχους για την επιτάχυνση των ΑΠΕ, καθώς και για νέες υποδομές αποθήκευσης ηλεκτρικής ενέργειας. Αυτό σημαίνει ότι ο ρόλος των μονάδων αερίου στην ηλεκτροπαραγωγή θα συρρικνώνεται διαρκώς, ακολουθώντας την πτωτική τροχιά του λιγνίτη.
Ωστόσο, αντίθετα με αυτήν την τάση, το υπό αναθεώρηση ΕΣΕΚ προβλέπει την προσθήκη δύο νέων μονάδων αερίου στον υφιστάμενο στόλο χωρίς καμία απόσυρση, ανεβάζοντας τη συνολική εγκατεστημένη ισχύ από 6.037 GW που είναι σήμερα στα 7.885 GW. Στη δεδομένη συγκυρία, αυτό προκαλεί ερωτήματα για την οικονομική βιωσιμότητα των μονάδων αερίου που είναι πιθανό να εξαρτηθεί από επιδοτήσεις όπως οι μηχανισμοί διασφάλισης επάρκειας ισχύος, ανεβάζοντας το κόστος για τους καταναλωτές.
Ελλείψει επικαιροποιημένης μελέτης επάρκειας ισχύος, το Green Tank, στην ανάλυση με τίτλο «Πόση ισχύ μονάδων αερίου έχει ανάγκη η χώρα;», αξιοποίησε τα ωριαία δεδομένα του entso-e και υπολόγισε τη συνολική θερμική ισχύ από μονάδες αερίου και λιγνίτη που ήταν απαραίτητη για την κάλυψη των εγχώριων αναγκών σε ηλεκτρική ενέργεια από το 2019 έως και το πρώτο εξάμηνο του 2024. Στόχος της ανάλυσης ήταν να διερευνήσει αν αυτή η συνολική ισχύς είναι η ελάχιστη αναγκαία για την ενεργειακή επάρκεια της χώρας ή αν θα οδηγήσει σε αχρείαστες και κοστοβόρες επιδοτήσεις μονάδων αερίου.
Από την επεξεργασία των δεδομένων προκύπτει ότι:
Τον τελευταίο 1.5 χρόνο, η κάλυψη των εγχώριων αναγκών δεν απαίτησε ποτέ παραπάνω ισχύ θερμικών μονάδων από αυτή που μπορούν να προσφέρουν οι διαθέσιμες σήμερα μονάδες αερίου (6 GW). Τα τελευταία 3.5 χρόνια, δε, η κάλυψη της εγχώριας ζήτησης απαίτησε παραπάνω από 6 GW για μόλις 1 ώρα.
Η μέγιστη ισχύς θερμικών μονάδων που απαιτείται για την κάλυψη των εγχώριων αναγκών μειώνεται διαρκώς (-27.6% σε σχέση με το 2019) και το πρώτο εξάμηνο του 2024 περιορίστηκε στα 5.1 GW, σχεδόν 2.8 GW χαμηλότερη από την ισχύ μονάδων αερίου που σχεδιάζεται να λειτουργεί το 2030 σύμφωνα με το ΕΣΕΚ.
Μεταξύ 2019 και πρώτου εξαμήνου 2024, 5.86 ΤWh ενέργειας από θερμικές μονάδες παράχθηκαν σε ώρες κατά τις οποίες η χώρα ήταν καθαρός εξαγωγέας ηλεκτρισμού και επομένως θα μπορούσαν θεωρητικά να αποφευχθούν. Η ενέργεια αυτή εκτιμάται ότι ήταν υπεύθυνη για εκπομπές 3.56 Mt CO2.
Αυξάνονται διαρκώς οι ώρες του χρόνου που η χώρα βασίζεται στις ΑΠΕ. Για 43, 105 και 119 ώρες το 2022, το 2023 και το πρώτο εξάμηνο του 2024 αντίστοιχα, οι καθαρές εξαγωγές ξεπέρασαν την παραγωγή από θερμικές μονάδες και επομένως οι εγχώριες ανάγκες θα μπορούσαν να καλυφθούν σχεδόν εξ ολοκλήρου από ΑΠΕ.
«Δεδομένης της περαιτέρω ανάπτυξης των ΑΠΕ και νέων υποδομών αποθήκευσης, αναμένεται ότι η μέγιστη απαιτούμενη ισχύς θερμικών μονάδων για την κάλυψη των εγχώριων αναγκών θα συνεχίσει την πτωτική της πορεία. Συνεπώς, είναι αναγκαίο να επανεξεταστεί η τιμή της συνολικής ισχύος μονάδων αερίου των 7.885 GW που αποτυπώνεται στο υπό αναθεώρηση ΕΣΕΚ για το 2030, καθώς και η πιθανή απόσυρση υφιστάμενων μονάδων αερίου. Για να ληφθούν πολιτικές αποφάσεις, η εκπόνηση επικαιροποιημένης μελέτης επάρκειας ισχύος θα πρέπει να αποτελέσει επείγουσα προτεραιότητα», δήλωσε ο Νίκος Μάντζαρης, αναλυτής ενεργειακής πολιτικής και συνιδρυτής του Green Tank.