Ζωή δεν είχαν πίσω τους μ’ έλατα και με κρύα νερά
M’ αρνί, κρασί και τουφεκιά, βέργα και κληματόσταυρο
Παππού δεν είχαν από δρυ κι απ’ οργισμένο άνεμο
Στο καραούλι δεκαοχτώ μερόνυχτα με πικραμένα μάτια»
Οδ. Ελύτης*
Σοφία Ε. Παυλάκη,
Δικηγόρος, M.Sc., υπ. Δρ. Παν/μίου Αιγαίου
Ενόψει της αδικαιολόγητης κριτικής που δέχονται όσοι αντιδρούν στην εγκατάσταση αιολικών σταθμών παραγωγής ηλεκτρικής ενέργειας (ΑΣΠΗΕ) σε αναδασωτέες εκτάσεις, θα ήταν καλό να αποσαφηνίσουμε όσα ισχύουν σχετικά με αυτό το πολύ σημαντικό ζήτημα που, μεταξύ πολλών άλλων, ταλανίζει σήμερα τα δασικά μας οικοσυστήματα.
Η εγκατάσταση αιολικών σταθμών σε αναδασωτέες εκτάσεις ασφαλώς και δεν αποτελεί νομοτελειακή συνέπεια της καταστροφής των δασών μας από πυρκαγιές, ούτε όλες οι δασικές πυρκαγιές οδηγούν στην εγκατάσταση αιολικών στα καμένα δάση. Το πρόβλημα της εγκατάστασης ΑΣΠΗΕ σε αναδασωτέες εκτάσεις δεν έχει να κάνει με αυτό, αλλά με κάτι βαθύτερο και ουσιαστικότερο. Σχετίζεται με τη σύγκρουση με τη Συνταγματική τάξη ενός ολέθριου για το φυσικό περιβάλλον της πατρίδας μας καθεστώτος που δημιούργησε σταδιακά η ίδια η νομοθεσία μετά το 2001 και επισφράγισε ακόμα επαχθέστερα και απαξιωτικά η ελληνική δικαιοσύνη το 2012 καθώς και με την τεράστια ευθύνη που φέρουν οι εκάστοτε ιθύνοντες και αρμόδιοι κρατικοί λειτουργοί που βαρύνονται με την εν γένει εργαλειοποίηση των θεσμών και του περιβάλλοντος στην Ελλάδα.
Η εγκατάσταση αιολικών σε καμένες/αναδασωτέες εκτάσεις είναι απόρροια των επιλογών και των ακολουθούμενων πολιτικών που μετέτρεψαν στις μέρες μας το θαύμα της ελληνικής φύσης και του τοπίου σε κοινό μηχανισμό αθρόου πορισμού πλούτου και υπερεξουσίας στους κρατούντες, που υπονομεύει ύπουλα τη ζωή όλων μας και το μέλλον των παιδιών μας.
Εν τέλει το πρόβλημα της εγκατάστασης αιολικών σταθμών σε αναδασωτέες εκτάσεις συνιστά ένα καίριο ζήτημα συστηματικής νομοθέτησης ενάντια στο Σύνταγμα του 1975 και στην αρχή της νομιμότητας[1] και συγκεκριμένα, ενάντια στις διατάξεις του άρθρου 117 παρ. 3 Συντ.[2], που κατοχυρώνουν απόλυτα το μέτρο της αναδάσωσης ως τη βασική διαδικασία που διαθέτει το δίκαιο για τη δασική προστασία, αλλά και η επιστήμη της δασολογίας και η δασοπονική πρακτική για την ανάκτηση του τρωθέντος από πυρκαγιά ή άλλη αιτία δασικού κεφαλαίου και την επαναφορά του στην οικολογικά φυσιολογική κατάσταση για τη συνέχιση της ζωής σε αυτό.
Η κύρια επομένως εστία του κακού από την εγκατάσταση αιολικών σε αναδασωτέες περιοχές έγκειται στο γεγονός ότι με αυτήν πλήττεται καίρια και καταργείται στην πράξη το συνταγματικά κατοχυρωμένο μέτρο της αναδάσωσης, με όλες τις συνέπειες που αυτό έχει για τον δασικό πλούτο της πατρίδας μας.
Στη μελέτη εξετάζονται κρίσιμα νομικά ζητήματα που εγείρονται από την εγκατάσταση αιολικών σταθμών ηλεκτροπαραγωγής σε αναδασωτέες εκτάσεις, με αναφορές και στην πράξη, σε μια προσπάθεια να καταδειχθούν οι σημαντικότερες πτυχές του προβλήματος.
Α. Η αναδάσωση ως συνταγματικό και έννομο αγαθό
Ο συντακτικός νομοθέτης έχει αναγάγει ειδικά την αναδάσωση σε συνταγματικής περιωπής αγαθό, κατοχυρώνοντας ιδιαίτερα στην παρ. 3 του άρθρου 117 Συντ. την απαγόρευση της μεταβολής του προορισμού δασών και δασικών εκτάσεων που καταστρέφονται από πυρκαγιά ή άλλη αιτία και προβλέποντας ρητά και απαρέγκλιτα ότι, ανεξάρτητα από τον χαρακτήρα τους ως δημόσιων ή ιδιωτικών, δάση και δασικές εκτάσεις που καταστρέφονται από πυρκαγιά ή άλλως πώς αποψιλώνονται, δεν αποβάλλουν τον χαρακτήρα που είχαν πριν την καταστροφή, κηρύσσονται υποχρεωτικά αναδασωτέα και αποκλείεται να διατεθούν για άλλον προορισμό.
Σκοπός της συνταγματικής διάταξης της παρ. 3 του άρθρου 117 είναι η υποχρεωτική αναδάσωση των κατεστραμμένων δασών και δασικών εκτάσεων της χώρας και η απαγόρευση της μεταβολής του προορισμού τους, αφού κατά τις διατάξεις του εκτελεστικού του Συντάγματος νόμου 998/1979 τα δάση και οι δασικές εκτάσεις συνιστούν «εθνικό κεφάλαιο» (άρθ. 2) του οποίου η προστασία αποτελεί υποχρέωση των κρατικών οργάνων κατά την άσκηση των αρμοδιοτήτων τους και, συγχρόνως, δικαίωμα των πολιτών.
Όπως άλλωστε έχει εύστοχα υποστηριχθεί, ο όρος «αναδασωτέα έκταση» εμπεριέχει, ως κύριο κριτήριο του εννοιολογικού προσδιορισμού του, το στοιχείο της δασικής βλάστησης[3], η δε παρεχομένη στα δασικά οικοσυστήματα προστασία έχει διττό χαρακτήρα: αφ’ ενός προληπτικό, συνιστάμενο στο σύνολο των διαδικασιών δασικής διαχείρισης που αποσκοπούν στην εξασφάλιση αειφορικής διατήρησης και ανάπτυξης των υφισταμένων δασών και στη δημιουργία νέων, και αφ’ ετέρου κατασταλτικό – αποκαταστατικό που συνίσταται στη λήψη όλων των αναγκαίων μέτρων για την αντιμετώπιση της οικολογικής βλάβης, υποβάθμισης ή/και καταστροφής των δασών, με σκοπό την ανάκτηση της δασικής βλάστησης στη μορφή που είχε πριν την καταστροφή ή υποβάθμισή της και τη συνακόλουθη διατήρησή της σε ικανοποιητική κατάσταση στο διηνεκές.
Η αναδάσωση προβλέπεται και κατοχυρώνεται ως η κατ’ εξοχήν διαδικασία αποκατάστασης των δασικών οικοσυστημάτων που έχουν υποστεί οποιασδήποτε μορφής βλάβη, υποβάθμιση ή καταστροφή. Και τούτο, επειδή ο συντακτικός νομοθέτης ανήγαγε την αναδάσωση -μόνη αυτή ανάμεσα στα λοιπά μέτρα και μέσα δασικής προστασίας και διαχείρισης- σε συνταγματικής αξίας αυτοτελές αγαθό, για του οποίου μάλιστα την κατοχύρωση αφιερώνει ιδιαίτερη διάταξη του Συντάγματος, αυτήν της παρ. 3 του άρθρου 117. Καθίσταται επομένως σαφής η ιδιαίτερη αυστηρότητα και η μέριμνα με την οποία ο συντακτικός νομοθέτης περιβάλλει την αναδάσωση, θέλοντας προφανέστατα να εξάρει τον καθοριστικό ρόλο της για την ανάκτηση της κατεστραμμένης δασικής γης και την αποκατάσταση της πολύτιμης ισορροπίας των δασικών οικοσυστημάτων σε περίπτωση βλάβης ή καταστροφής τους.
Σημειωτέον ότι ο συντακτικός νομοθέτης ενέταξε την κατοχύρωση της αναδάσωσης όχι στο Δεύτερο Μέρος του Συντάγματος του 1975 περί «Ατομικών και κοινωνικών δικαιωμάτων», όπου ανήκει το άρθρο 24 περί δασικής προστασίας, αλλά στο Τέταρτο Μέρος του Συνταγματικού κειμένου, όπου κυρίως εντάσσονται διατάξεις που ρυθμίζουν τη λειτουργία και εφαρμογή αρχών και αγαθών στον σύγχρονο κόσμο και στο ευρύτερο ιστορικό και οικονομικοπολιτικό γίγνεσθαι της εποχής που ακολούθησε την εδραίωση της Δημοκρατίας και την οικοδόμηση της αναπτυξιακής προοπτικής της χώρας μας στην Ευρωπαϊκή και παγκόσμια κοινότητα. Στο ευρύτερο, επομένως, εκείνο δημοκρατικό και προοδευτικό θεσμικό, κοινωνικοπολιτικό και οικονομικό πλαίσιο, που αποτυπώθηκε μοναδικά στο Σύνταγμα του 1975, ο συντακτικός νομοθέτης θέλησε η αναδάσωση να συνιστά ξεχωριστής αξίας πυλώνα της περιβαλλοντικής προστασίας και θεματοφύλακα του δασικού πλούτου της πατρίδας μας, κατοχυρώνοντας στη διάταξη της παρ. 3 του άρθρου 117 του ίδιου του καταστατικού Χάρτη της Πολιτείας την απόλυτη απαγόρευση της μεταβολής του προορισμού των δασών και των δασικών εκτάσεων που καταστρέφονται από πυρκαγιά ή άλλη αιτία και επιβάλλοντας απαρέγκλιτα την υποχρέωση κήρυξής τους αναδασωτέων και την απαγόρευση της διάθεσής τους για άλλον προορισμό.
Είναι δε αξιοσημείωτο ότι η διάταξη της παρ. 3 του άρθρου 117 ανήκει στις «Μεταβατικές διατάξεις» του Συντάγματος, ακριβώς λόγω της φύσεως του μέτρου της αναδάσωσης ως μιας σύνθετης διαδικασίας που εξελίσσεται συν τω χρόνω, σύμφωνα με τις κατευθύνσεις και τους κανόνες της επιστήμης της δασολογίας, και που προοδευτικά επιτρέπει την ανάκτηση της δασικής βλάστησης και την αποκατάσταση της οικολογικής ισορροπίας των δασών που υπέστησαν βλάβη, υποβάθμιση ή καταστροφή. Το στοιχείο επομένως του χρόνου, της διάρκειας, είναι καθοριστικής σημασίας για τη λειτουργία και την επιτυχή ολοκλήρωση της διαδικασίας της αναδάσωσης.
Η έννοια της αναδάσωσης προσδιορίζεται ειδικότερα στο κείμενο του εκτελεστικού του Συντάγματος νόμου 998/1979 (Α’ 289/29.12.1979) περί προστασίας των δασών, σύμφωνα με τον οποίο, σε περίπτωση βλάβης, υποβάθμισης ή καταστροφής δασικού οικοσυστήματος συνεπεία πυρκαγιάς, εκχέρσωσης ή άλλης αιτίας, κύριο μηχανισμό για την ανάκτηση της δασικής βλάστησης και την επαναφορά του δασικού κεφαλαίου σε οικολογικά ικανοποιητικά επίπεδα συνιστά η αναδάσωση (άρθ. 37 επ.). Ο νόμος διακρίνει δύο είδη αναδάσωσης: εκείνη που συντελείται με διευκόλυνση της φυσικής αναγέννησης της δασικής βλάστησης και εκείνη που διενεργείται με φύτευση ή σπορά, εφ’ όσον η φυσική αναγέννηση δεν θεωρείται από μόνη της επιστημονικά ενδεδειγμένη ή επαρκής (άρθ. 37 ν. 998/79). Κατά κανόνα, η αναδάσωση στα μεσογειακά οικοσυστήματα συντελείται με φυσική αναγέννηση της δασικής βλάστησης.
Από άποψη εφαρμοστέων κανόνων δικαίου, σε περίπτωση καταστροφής δάσους ή δασικής εκτάσεως από πυρκαγιά, το άρθρο 38 ν. 998/1979 προβλέπει ότι τα δάση και οι δασικές εκτάσεις που καταστράφηκαν κηρύσσονται υποχρεωτικά αναδασωτέα ανεξαρτήτως της ειδικότερης κατηγορίας τους ή της θέσης στην οποία βρίσκονται. Η κήρυξη εκτάσεων αναδασωτέων διενεργείται με απόφαση του Γενικού Γραμματέα Δασών του ΥΠΕΝ (πδ/γμα 6/2022, Α’ 17) που καθορίζει τα όρια της έκτασης που κηρύσσεται αναδασωτέα και συνοδεύεται από σχεδιάγραμμα που δημοσιεύεται με την απόφαση στο φύλλο Δ’ της Εφημερίδας της Κυβερνήσεως.
Σε κάθε νομό καταρτίζεται πενταετές πρόγραμμα αναδασώσεων από τη δασική υπηρεσία, με πίστωση του προϋπολογισμού ή άλλων σχετικών κονδυλίων που διατίθενται για σκοπούς αναδάσωσης, λαμβανομένης υπόψη της υφιστάμενης κατάστασης της δασικής βλάστησης, των αποψιλώσεων, αραιώσεων ή υποβαθμίσεων που έχουν συντελεστεί στο πρόσφατο παρελθόν και των αναγκών ενίσχυσης ή επέκτασης της βλάστησης για προστατευτικούς ή αισθητικούς σκοπούς (άρθ. 41 ν. 998/79). Η απόφαση για την κήρυξη ορισμένης εκτάσεως αναδασωτέας δημοσιεύεται, μετά από εισήγηση της αρμόδιας δασικής υπηρεσίας, υποχρεωτικά εντός 30 ημερών από την καταστολή της πυρκαγιάς ή από τη διαπίστωση της καταστροφής από κάθε άλλη αιτία. Με την ίδια απόφαση καθορίζονται και οι προκύπτουσες υποχρεώσεις της δασικής υπηρεσίας για την κατάρτιση και εφαρμογή ειδικού προγράμματος αναδάσωσης[4].
Σε περίπτωση που η αναδάσωση συντελείται σε πάρκα, άλση ή δάση αναψυχής εντός πόλεων ή οικιστικών περιοχών, εφαρμόζεται η παρ. 4 του άρθρου 41 ν. 998/79, που ορίζει ότι η σχετική δαπάνη βαρύνει τον οικείο ΟΤΑ ή φορέα οικιστικής ανάπτυξης, ενώ σε περίπτωση αδράνειάς τους, η αναδάσωση διενεργείται, σε κάθε περίπτωση, από τη δασική υπηρεσία με απόφαση του αρμόδιου Γραμματέα της Αποκεντρωμένης Διοίκησης και δαπάνες των υποχρέων.
Η πραγματοποίηση του έργου της αναδάσωσης κατ’ άρθρο 42 ν. 998/1979 συντελείται βάσει μελέτης που καταρτίζεται από τη δασική υπηρεσία και καθορίζει το είδος της δασικής βλάστησης, τις εργασίες φύτευσης κ.λπ. προς διευκόλυνση της φυσικής αναγέννησης και τα απαραίτητα μέτρα προστασίας της αναδάσωσης (περιφράξεις, τοποθέτηση πινακίδων, ειδικές απαγορεύσεις κ.ά.). Το έργο της αποκατάστασης αρχίζει με την κήρυξη της πληγείσας περιοχής αναδασωτέας και ακολουθεί ο έλεγχος της αναγκαιότητας τεχνικών έργων. Κατά κανόνα, η Δασική Υπηρεσία εκτελεί στο στάδιο αυτό αντιδιαβρωτικά έργα, κορμοδέματα και κορμοφράγματα από τα καμένα ξύλα, ώστε να συγκρατηθεί το χώμα, αποτρέποντας το ξέπλυμα των κώνων και των σπόρων από τα οποία θα προκύψουν νέα δέντρα. Αντίστοιχα, η αναδάσωση ιδιωτικών ή διακατεχομένων δασών και δασικών εκτάσεων διενεργείται βάσει μελέτης που εγκρίνεται από τη δασική αρχή, υπό την εποπτεία της, με μέριμνα και δαπάνες των διακατόχων ή ιδιοκτητών. Αν πρόκειται για δάσος ή δασική έκταση που ανήκει σε μέλη δασικού συνεταιρισμού, η αναδάσωση πραγματοποιείται υποχρεωτικά από τον συνεταιρισμό ο οποίος καταβάλλει τις δαπάνες και τις επιμερίζει στα μέλη του κατά τις διατάξεις που διέπουν την οργάνωση και τη λειτουργία του (άρθ. 42 ν. 998/79).
Με την πρόσφατη νομοθεσία[5] καθιερώθηκε ο καινοφανής θεσμός του αναδόχου αποκατάστασης και αναδάσωσης δημοσίων εκτάσεων δασικού χαρακτήρα, του οποίου ωστόσο η εμπλοκή στο έργο της αναδάσωσης ελέγχεται ως προς τη νομιμότητά της, δεδομένου ότι οι απ’ ευθείας αναθέσεις των αναδασώσεων και της αποκατάστασης δασικών οικοσυστημάτων (βλ. βόρεια Εύβοια, Δαδιά κ.ά.) σε εξωθεσμικούς φορείς -συνήθως εταιρικούς κολοσσούς- που δεν έχουν στους καταστατικούς και ιδρυτικούς σκοπούς τους τη δασική διαχείριση και προστασία, αντιβαίνει τους κανόνες της δασικής και περιβαλλοντικής νομοθεσίας, αλλά και της νομοθεσίας της Ευρωπαϊκής Ένωσης, των δημοσίων έργων και του ανταγωνισμού, ενώ το κράτος θα μπορούσε κάλλιστα με τις θεσμικά αρμόδιες και επιστημονικά ενδεδειγμένες Δασικές του υπηρεσίες και με πολύ χαμηλότερο κόστος, σε σχέση με τα υπέρογκα κονδύλια που δαπανώνται, να φέρει σε πέρας το σχετικό έργο νόμιμα και με βέβαιη επιτυχία.
Οι αναδασώσεις που εκτελούνται με πρόταση της δασικής υπηρεσίας ή των φιλοδασικών επιτροπών, η ίδρυση και η συντήρηση δασικών φυτωρίων και σπορείων ή πειραματικών δασικών σταθμών, τους οποίους συντηρεί και χρησιμοποιεί η δασική υπηρεσία, και η αμοιβή των φυλάκων αναδασώσεων ενεργούνται με δαπάνη του Δημοσίου που καταβάλλεται από το Πράσινο Ταμείο. Συναφώς, οι δαπάνες τεχνητής ή φυσικής αναδάσωσης και οροθεσίας, περίφραξης, φύλαξης και εν γένει προστασίας των εκτάσεων που κηρύσσονται αναδασωτέες και οι δαπάνες απαλλοτρίωσης ιδιοκτησιών εντός αναδασωτέων εκτάσεων, βαρύνουν εκείνον που αιτείται την κήρυξη της αναδάσωσης ή αναλαμβάνει την υποχρέωσή της (άρθ. 200 Δασικού Κώδικα[6]).
Δήμοι, μονές, φιλανθρωπικά ιδρύματα ή άλλα νομικά πρόσωπα υποχρεούνται ν’ αναγράφουν στους προϋπολογισμούς τους πιστώσεις όχι κατώτερες του 5% των δασικών εισοδημάτων τους για δαπάνες αναδάσωσης εδαφών που ανήκουν στην περιφέρειά τους (άρθ. 201 ΔΚ). Σύμφωνα με το άρθρο 209 του Δασικού Κώδικα, οι κοινότητες στην περιφέρεια των οποίων καταστράφηκαν από πυρκαγιά δημόσια ή κοινοτικά δάση, υποχρεούνται ν’ αναγράφουν στον προϋπολογισμό τους, ετησίως, επί μία δεκαετία από την πυρκαγιά, πίστωση για την υποβοήθηση της αναγέννησης του καμένου δάσους με τεχνικά αναδασωτικά έργα, τα οποία υποδεικνύονται και εκτελούνται με μέριμνα της δασικής υπηρεσίας.
Σημαντικές είναι και οι διατάξεις των άρθρων 105 επ. ΔΚ σχετικά με την απαγόρευση βοσκής σε εκτάσεις που κηρύσσονται αναδασωτέες. Τα δε σχετικά με τον καθορισμό και την οροθεσία αναδασωτέων εκτάσεων, την παραχώρηση δημοσίων εκτάσεων προς αναδάσωση, τον καθορισμό και την πληρωμή δαπανών αναδάσωσης, την εκτέλεση των αναδασώσεων, τη φύλαξη και προστασία των υπό αναδάσωση εκτάσεων, τα καθήκοντα και την πληρωμή των φυλάκων και κάθε άλλη λεπτομέρεια σχετική με τις διατάξεις περί αναδασώσεων, ρυθμίζονται με προεδρικό διάταγμα (άρθ. 205 ΔΚ).
Συναφώς, το άρθρο 120 του ν. 1892/1990 (Α’ 31/31.7.1990) ρυθμίζει την υποχρεωτική αναδάσωση δασικών εκτάσεων από το Δημόσιο, οι δε κατ’ άρθρο 38 ν. 998/79 υποχρεωτικές αναδασώσεις εκτάσεων για τις οποίες υφίσταται ιδιοκτησιακή αμφισβήτηση, διοικητική ή δικαστική, πραγματοποιούνται ακώλυτα από τις δασικές υπηρεσίες με δαπάνες του κράτους. Εκτάσεις, στις οποίες απαγορεύονται ή απαγορεύτηκαν κατά το παρελθόν διακατοχικές πράξεις με απόφαση του εισαγγελέα κατ’ άρθρο 22 ν. 1539/1938 και υπάρχει υποχρέωση αναδάσωσής τους, επίσης αναδασώνονται υποχρεωτικά από το Δημόσιο. Οι αναδασώσεις αυτές μετά των αναγκαίων για την πραγματοποίησή τους δασοτεχνικών έργων (δρόμων προσπέλασης, φρακτών κ.ά.) δεν αποτελούν διακατοχικές πράξεις εκ μέρους του Δημοσίου και δεν επηρεάζουν το ιδιοκτησιακό καθεστώς των εκτάσεων.
Τον Νοέμβριο του 2018 θεσπίστηκε η «Εθνική Στρατηγική για τα Δάση»[7], ενώ την 30ή Νοεμβρίου 2020 εγκρίθηκε από τον τότε Υπουργό Περιβάλλοντος και Ενέργειας το «Εθνικό Σχέδιο Αναδασώσεων»[8] δυνάμει του οποίου εξαγγέλθηκε ένα 10ετές πρόγραμμα αναδασώσεων, συνολικής έκτασης 500.000 στρ., με 30 εκατ. δέντρα που θα παράγονταν στη χώρα μας, χρηματοδοτούμενο με 310 εκατ. ευρώ από το Ταμείο Ανάκαμψης, χωρίς ωστόσο, έως και σήμερα, να είναι ξεκάθαρο αν υπάρχουν περιοχές της χώρας που αναδασώθηκαν στο μεταξύ κατ’ εφαρμογή του εν λόγω Σχεδίου, με την κυβέρνηση να βρίσκεται ακόμα στο στάδιο της υπογραφής συμβάσεων με ιδιωτικές εταιρείες που φέρεται ότι θα αναλάβουν την εφαρμογή του[9]. Περαιτέρω, η Πράξη Νομοθετικού Περιεχομένου της 13/8/2021 (ΦΕΚ Α’ 143) καθόρισε έκτακτα μέτρα για την αποτελεσματική προστασία και ταχεία αποκατάσταση του φυσικού περιβάλλοντος, κυρώθηκε και έλαβε ισχύ νόμου, από τη δημοσίευσή της στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως, με τον ν. 4824/2021 (ΦΕΚ Α’ 156).
Αναλόγως της περιπτώσεως, δύνανται να εφαρμοστούν και οι διατάξεις των άρθρων 39-40 του ν. 998/79 σχετικά με την εκμίσθωση δημοσίων εκτάσεων για αναδάσωση και τη διάθεση εκτάσεων ΝΠΔΔ προς αναδάσωση, γεγονός που καταδεικνύει το μείζον ενδιαφέρον του κοινού νομοθέτη για την επιτακτική εφαρμογή της αναδάσωσης πέρα και πάνω από κάθε εμπόδιο ή αδυναμία, ενώ το άρθρο 43 ν. 998/1979 καθιερώνει τη δυνατότητα ακόμα και αναγκαστικής απαλλοτρίωσης ιδιωτικών εκτάσεων που κηρύσσονται αναδασωτέες, της αναδασώσεως θεωρουμένης ως δημόσιας ωφέλειας. Συναφώς με την ΥΑ οικ. ΥΠΕΝ/ΔΠΔ/79833/4393/30.8.2021 (ΦΕΚ Β’ 4022/1.9.2021) καθορίστηκε η υλοτομία και απόληψη καμένων – ισταμένων δέντρων της περ. (στ) της παρ. 1 του άρθρου 176 του Δασικού Κώδικα, η οποία προστέθηκε με το άρθρο πέμπτο της ΠΝΠ της 13/8/2021 (ΦΕΚ Α’ 143).
Β. Η αντισυνταγματικότητα της εγκατάστασης ΑΣΠΗΕ σε αναδασωτέες εκτάσεις
Καθίσταται επομένως σαφές ότι τόσο η συνταγματική τάξη όσο και η δασική νομοθεσία παρέχουν ένα σύνθετο και συστηματικά διαρθρωμένο θεσμικό και κανονιστικό οικοδόμημα που διαπνέεται από τους κανόνες και τις αρχές της επιστήμης της δασολογίας και της δασοπονικής πρακτικής, μέσα από τις διατάξεις του οποίου κατοχυρώνεται, ρυθμίζεται και προστατεύεται το μέτρο της αναδάσωσης ως ο κατ’ εξοχήν μηχανισμός που διαθέτει το δίκαιο και η δασική υπηρεσία για την αποκατάσταση του καταστραφέντος δασικού κεφαλαίου και την ανάκτηση της οικολογικής ισορροπίας και της δασικής βλάστησης. Όπως έχει χαρακτηριστικά ειπωθεί: «Η δασική γη, άκρως ταλαιπωρημένη από τις επίμονες και εκτεταμένες πυρκαγιές που αποτελούν κάθε χρόνο έναν μόνιμο εφιάλτη, βρίσκει πραγματικό καταφύγιο προστασίας στη διάταξη του άρθρου 117 παρ. 3 Συντ. που διακρίνεται για τον πρωτοποριακό της χαρακτήρα και τη λεπτομερή και απόλυτη διατύπωσή της»[10].
Αποτελεί άλλωστε κοινή παραδοχή ότι το δασικό περιβάλλον διαδραματίζει καθοριστικό ρόλο στη διατήρηση της οικολογικής ισορροπίας και, ως κοινωνικό αγαθό, συμβάλλει στη βελτίωση της ποιότητας ζωής, ιδίως μάλιστα σε συνθήκες κλιματικής κρίσης τις οποίες διάγει η εποχή μας. Λόγω όμως της ευαισθησίας και της ευπάθειάς του αποσταθεροποιείται εύκολα, τόσο από φυσικά αίτια όσο και, κυρίως, από ανθρώπινες επεμβάσεις που το υποβαθμίζουν και το αλλοιώνουν, έτσι που μόνον η απρόσκοπτη εφαρμογή της διαδικασίας της αναδάσωσης μπορεί να εγγυηθεί και να εξασφαλίσει την επενασταθεροποίησή του και την ανάκτηση της βιωσιμότητας και της οικολογικής του ακεραιότητας και ισορροπίας[11]. Αυτός ακριβώς είναι και ο σκοπός της συνταγματικής διάταξης του άρθρου 117 παρ. 3: η υποχρεωτική αναδάσωση των κατεστραμμένων δασών και δασικών εκτάσεων, στη δε έννοια της αναδάσωσης, όπως ειδικότερα προσδιορίζεται και στις διατάξεις του ν. 998/1979, περιλαμβάνεται απαραίτητα η αναδημιουργία της βλάστησης που καταστράφηκε είτε με φύτευση είτε με φυσική αναγέννηση[12].
Ως προς τη συνταγματική διάταξη του άρθρου 117 παρ. 3, η νομολογία του Συμβουλίου της Επικρατείας παγίως δέχεται ότι πρόκειται για διάταξη που έχει άμεση εφαρμογή, μη εξαρτωμένη από την έκδοση νόμου. Σε περίπτωση δε καταστροφής ή αποψίλωσης δάσους ή δασικής έκτασης από πυρκαγιά ή άλλη αιτία, η κήρυξή της αναδασωτέας και η απαγόρευση οποιασδήποτε χρήσης που εμποδίζει την αναδάσωση, δεν καταλείπεται στη διακριτική ευχέρεια της διοίκησης, αλλ’ είναι υποχρεωτική και χωρεί άνευ εξαιρέσεων, με μόνη τη διαπίστωση της συνδρομής των προϋποθέσεων του άρθρου 117 παρ. 3 Συντ.[13]
Καθίσταται επομένως σαφές ότι η διάταξη της παρ. 3 του άρθρου 117 του Συντάγματος καθιερώνει άμεση, απόλυτη, απαρέγκλιτη και ανεπίδεκτη εξαιρέσεων ή περιορισμών υποχρέωση κήρυξης της καταστραφείσας έκτασης αναδασωτέας και απαγόρευσης οποιασδήποτε μεταβολής του προορισμού της ή διάθεσής της για άλλον σκοπό πέραν της αναδασώσεως και για όσο χρόνο απαιτείται μέχρι την ολοκλήρωση της διαδικασίας της για την πλήρη και οικολογικά ισόρροπη ανάκτηση της δασικής βλάστησης της έκτασης που έχει καεί, αποψιλωθεί ή υποβαθμιστεί με οποιονδήποτε τρόπο[14]. Χαρακτηρίζεται επομένως η ως άνω συνταγματική διάταξη από την απόλυτη διατύπωσή της η οποία δεν επιτρέπει στον κοινό νομοθέτη να θεσπίζει εξαιρέσεις ή περιορισμούς ούτε αναγνωρίζει λόγους οι οποίοι αίρουν ή κάμπτουν την υποχρέωση της διοίκησης να κηρύξει την καταστραφείσα έκταση αναδασωτέα και να απαγορεύσει τη μεταβολή του προορισμού και της χρήσης της μέχρι και την ολοκλήρωση της διαδικασίας αναδάσωσης με την τεχνητή ή φυσική αναγέννηση της δασικής βλάστησης[15].
Έχει δε αναγνωρισθεί ότι η ίδια η διαδικασία της αναδάσωσης συνιστά σκοπό δημόσιας ωφέλειας (άρθ. 43 § 1 ν. 998/1979) και σοβαρό λόγο δημοσίου συμφέροντος ο οποίος καθιστά απεριόριστα κατά χρόνον ανακλητή κάθε πράξη που εμποδίζει την πραγμάτωση του σκοπού της αναδάσωσης (ΣτΕ 2976/1998[16]), επομένως και κάθε ΑΕΠΟ για την εγκατάσταση αιολικών σταθμών εντός αναδασωτέων εκτάσεων!
Η ερμηνεία αυτή της διάταξης του άρθρου 117 παρ. 3 Συντ. κρίνεται απολύτως ορθή και σε πλήρη αρμονία με τον σκοπό του συντακτικού νομοθέτη, αφού η αυστηρή απαγόρευση διάθεσης αναδασωτέας έκτασης όχι μόνο για μη δασική χρήση αλλ’ ακόμα και για χρήση διαφορετική από εκείνη της αναδάσωσης, υπαγορεύεται από αυτό το ίδιο το γράμμα, το πνεύμα και τον σκοπό του άρθρου 117 παρ. 3 Συντ. Άλλωστε όπως ορθά υποστηρίζεται, η αναδασωτέα έκταση έχει ως προορισμό τη μετατροπή της σε δάσος ή σε δασική έκταση δια της δημιουργίας εντός αυτής δασικής βλάστησης, σε κάθε δε περίπτωση, η εννοιολογική διάκριση μεταξύ του δάσους, το οποίο καλύπτεται ήδη από δασική βλάστηση, και της αναδασωτέας έκτασης, η οποία προορίζεται να καλυφθεί από δασική βλάστηση, οδηγεί σε διαφορετική αντιμετώπιση από τον νόμο τόσο ως προς τη διαδικασία αναγνώρισης και χαρακτηρισμού τους, όσο και ως προς τη σχετική αρμοδιότητα των οργάνων της δασικής διοίκησης[17].
Με τη διάταξη επομένως της παρ. 3 του άρθρου 117 Συντ. διασφαλίζεται η καθολική προστασία των αναδασωτέων εκτάσεων η οποία καθίσταται εφικτή μόνο με την απόλυτη απαγόρευση, χωρίς καμία εξαίρεση ή περιορισμό, της μεταβολής του προορισμού τους όχι μόνο γενικά, αλλά και για όσο χρόνο διαρκεί η διαδικασία της αναδάσωσης και της ανάκτησης της δασικής βλάστησης (ΣτΕ Ολ 2778/1988 κ.ά.). Την αναγκαιότητα άλλωστε της υποβοήθησης της διαδικασίας αναγέννησης της δασικής βλάστησης στις δασικού χαρακτήρα περιοχές που έχουν πληγεί από πυρκαγιά ή έχουν καταστραφεί ή υποβαθμιστεί από άλλη αιτία, αναγνώριζε και η ίδια η αρχική διατύπωση της παρ. 1 του άρθρου 45 του ν. 998/1979, η οποία, κατ’ εξαίρεση, επέτρεπε ως μόνες θεμιτές εργασίες εντός αναδασωτέων εκτάσεων εκείνες που κατατείνουν στην υλοποίηση της διαδικασίας της αναδάσωσης και στην αναγέννηση της δασικής βλάστησης.
Από τη συνταγματική διάταξη της παρ. 3 του άρθρου 117 απορρέει ευθέως για τη Διοίκηση πάγια και απόλυτη υποχρέωση αναδάσωσης σε περίπτωση καταστροφής δασικού οικοσυστήματος, ανεξάρτητα από οποιαδήποτε αιτίαση ή λόγο δημοσίου συμφέροντος που τυχόν προβάλλεται με σκοπό να κάμψει ή να καταργήσει την υποχρέωση αυτή. Έχει μάλιστα κριθεί ότι: «Ως εκ της κρισίμου σημασίας της, η έννομος υποχρέωσις αποκαταστάσεως καταστραφέντος δάσους δι’ αναδασώσεως είναι τόσον αυστηρά και απόλυτος ώστε ουδείς έτερος λόγος δημοσίου συμφέροντος δύναται να κατισχύση ταύτης. Κατά συνέπειαν, όπου συντρέχει τοιαύτη υποχρέωσις, η δημοσία αρχή υποχρεούται να επιμελείται ταύτης και να επιτηρή αγρύπνως την πρόοδον της αναδασώσεως, απαγορεύουσα οιανδήποτε δραστηριότητα που αντιβαίνει προς την αναδάσωσιν, ως επίσης και διασφαλίζουσα την εκτέλεσιν της απαγορεύσεως» (ΣτΕ 4665/1996[18]). Και τούτο, επειδή επίκληση λόγων δημοσίου συμφέροντος εξ αιτίας των οποίων δικαιολογείται παρέκκλιση από την απαγόρευση της μεταβολής του προορισμού τους επιτρέπεται μόνο για τα δάση και τις δασικές εκτάσεις στο πλαίσιο της παρ. 1 του άρθρου 24 Συντ.[19] Αντίθετα, τέτοια δυνατότητα δεν προβλέπεται για τις αναδασωτέες εκτάσεις οι οποίες προστατεύονται ειδικά από τη διάταξη της παρ. 3 του άρθρου 117 του Συντάγματος, που ουδεμία παρέκκλιση επιτρέπει από την αυστηρή απαγόρευση της μεταβολής του προορισμού τους και της διάθεσής τους για προορισμό διαφορετικό από την αναδάσωση και την ανάκτηση της δασικής βλάστησης.
Γίνεται επομένως δεκτό ότι, λόγω της προβλεπομένης στο άρθρο 117 παρ. 3 απόλυτης απαγόρευσης της διάθεσης των αναδασωτέων εκτάσεων για άλλον σκοπό δημοσίου συμφέροντος που θα δικαιολογούσε, σύμφωνα με τον νόμο (έκτο κεφάλαιο ν. 998/79), επέμβαση στο δάσος πριν την καταστροφή του, δεν συνάδει με το Σύνταγμα ούτε είναι επιτρεπτή η δια νόμου εξομοίωση των δασών και των δασικών εκτάσεων που δεν έχουν καταστραφεί, με τις εκτάσεις που κηρύσσονται αναδασωτέες συνεπεία βλάβης ή καταστροφής τους[20].
Οποιαδήποτε διαφορετική ερμηνεία της διάταξης του άρθρου 117 παρ. 3 Συντ. οδηγεί σε ευθεία καταστρατήγηση και αδρανοποίηση του μέτρου της αναδάσωσης που αποτελεί το απολύτως ενδεδειγμένο μέσο που διαθέτει η δασική νομοθεσία και η δασοπονική πρακτική, μέσα από την -εδώ και αιώνες- εφαρμογή του, για την αποκατάσταση της οικολογικής ισορροπίας των δασών που καταστρέφονται από πυρκαγιές ή άλλη αιτία. Είναι συνεπώς αντίθετο στο γράμμα και στο πνεύμα του άρθρου 117 παρ. 3 Συντ. και δη σε συνθήκες εντεινόμενης κλιματικής κρίσης και οικολογικής υποβάθμισης από τις ποικίλες εστίες περιβαλλοντικής επιβάρυνσης που κυριαρχούν σήμερα, αντί να ενισχύεται από την ελληνική πολιτεία η βιώσιμη διαχείριση και η προστασία των δασών μας με την αποκατάσταση της βλάστησής τους σε περίπτωση καταστροφής τους και με τη δημιουργία νέων δασών, όπως ρητά απαιτεί ο Κανονισμός (ΕΕ) 841/2018 (EE L 156/19.6.2018), να επιτρέπεται και να προωθείται από το Κράτος η έγκριση αδειοδοτήσεων έργων, όπως οι ΑΣΠΗΕ, ακόμα και εντός αναδασωτέων εκτάσεων και μάλιστα, πριν καν την ανάκτηση της δασικής βλάστησής τους.
Γ. Η πορεία της νομοθεσίας και της νομολογίας
Παρά τα όσα αναπτύχθηκαν, διαπιστώνεται αθρόα εξάπλωση της αδειοδότησης αιολικών εγκαταστάσεων ακόμα και σε καμένες εκτάσεις που κηρύσσονται αναδασωτέες ανά την επικράτεια, η οποία θα μπορούσε να είχε αποτραπεί, αν οι νομοθετικές διατάξεις που αφορούν την αδειοδότηση ΑΣΠΗΕ σε αναδασωτέες εκτάσεις δεν είχαν ψηφισθεί ποτέ ή είχαν κριθεί αντισυνταγματικές και ανεφάρμοστες από την ελληνική Δικαιοσύνη. Συγκεκριμένα, ήδη από την εποχή που ακολούθησε τη συνταγματική κατοχύρωση της αναδάσωσης στο άρθρο 117 παρ. 3 και στις διατάξεις του ν. 998/1979, οι επιγενόμενες τροποποιήσεις των διατάξεων του νόμου αυτού υπονόμευσαν συστηματικά την αυστηρή προστασία και την εφαρμογή του μέτρου της αναδάσωσης που κατοχυρώνει το Σύνταγμα.
Η παρ. 1 του άρθρου 45 του ν. 998/1979, ως είχε στην αρχική της μορφή, καθιέρωνε και νομοθετικά την απόλυτη συνταγματική απαγόρευση εγκαταστάσεων σε αναδασωτέες εκτάσεις με μία και μόνη εξαίρεση που αφορούσε αφ’ ενός τις στρατιωτικές εγκαταστάσεις του τότε άρθρου 59 του ν. 998/1979 και αφ’ ετέρου τα όλως απαραίτητα έργα για την πραγμάτωση της ίδιας της αναδάσωσης και την προστασία της βλάστησης προς αυτονόητη υλοποίηση της εφαρμογής της συνταγματικής επιταγής του άρθρου 117 παρ. 3.
Ακολούθως, με τις παρ. 1 και 2 του δέκατου τρίτου άρθρου του ν. 1822/1988[22] (Α’ 272) αντικαταστάθηκε η παρ. 1 του ως άνω άρθρου 45 του ν. 988/1979, ως ίσχυε τότε[23], και εισήχθη -διά της νομοθετικής οδού- εξαίρεση από την απόλυτη απαγόρευση της παρ. 3 του άρθρου 117 Συντ. για εγκαταστάσεις του τότε άρθρου 58[24] του ίδιου ως άνω νόμου, ήτοι για δημόσια έργα, στα οποία ωστόσο ακόμα δεν περιλαμβάνονταν οι εγκαταστάσεις ΑΠΕ.
Εν συνεχεία, με το άρθρο 2 παρ. 1-4 εδάφ. α’ του ν. 2941/2001[25] (Α’ 201/12.9.2001) επήλθαν νέες νομοθετικές μεταβολές στο άρθρο 45 του ν. 998/1979 και ορίσθηκε ότι στα έργα του άρθρου 58[26] ν. 998/79 (που, όπως είδαμε, το άρθρο 45 ήδη εξαιρούσε από τη συνταγματική απαγόρευση εγκαταστάσεων σε αναδασωτέες εκτάσεις), μεταξύ άλλων, περιλαμβάνονταν πλέον και οι εγκαταστάσεις έργων ηλεκτροπαραγωγής από ανανεώσιμες πηγές ενέργειας (ΑΠΕ), ενώ προστέθηκε νέα παρ. 3 στο άρθρο 58 του ν. 998/1979 που όριζε ότι στα έργα υποδομής που προέβλεπε τότε το άρθρο αυτό και στα οποία παρέπεμπε το άρθρο 45, περιλαμβάνονταν πλέον και οι σταθμοί ηλεκτροπαραγωγής από ΑΠΕ και τα συνοδά έργα, η δε σχετική διάταξη ίσχυε αναδρομικά από την έναρξη εφαρμογής του ν. 2244/1994.
Ακολούθησε η δημοσίευση του Ειδικού Χωροταξικού Πλαισίου των ΑΠΕ[27] (απόφαση 49828/12.11.2008 της Επιτροπής Συντονισμού της Κυβερνητικής Πολιτικής στον Τομέα του Χωροταξικού Σχεδιασμού και της Αειφόρου Ανάπτυξης) (ΦΕΚ Β’ 2464/3.12.2008), στην παρ. 4 του άρθρου 6 του οποίου επαναλαμβάνεται η δυνατότητα χωροθέτησης αιολικών εγκαταστάσεων εντός δασών, δασικών αλλά και αναδασωτέων εκτάσεων, σύμφωνα με τα άρθρα 45 και 58 του ν. 998/79 και το μετέπειτα καταργηθέν άρθρο 13 του ν. 1734/1987. Μετά δε και την άνευ προηγουμένου νομοθετική μεταβολή που επήλθε στη Δασική νομοθεσία με τον ν. 4280/2014[28], ειδικά στο 6ο κεφάλαιο του ν. 998/1979 και τη συνακόλουθη αναντιστοιχία της νομοθετικής ύλης των νέων άρθρων που προέκυψαν, σε σχέση με τα παλαιά, για τις κάθε είδους επιτρεπτές επεμβάσεις σε δάση και δασικές εκτάσεις της χώρας, σήμερα η εγκατάσταση αιολικών σταθμών σε αναδασωτέες εκτάσεις ρυθμίζεται πλέον από τις διατάξεις του άρθρου 53[29] (πρώην άρθρο 58) παρ. 3α’ σε συνδυασμό με όσα ορίζονται στο άρθρο 45[30] παρ. 3 εδάφ. τέταρτο του ν. 998/79, όπως ισχύει.
Εισήχθη έτσι δια της νομοθεσίας -σε πλήρη αντίθεση προς τη διάταξη του άρθρου 117 παρ. 3 Συντ.- η δυνατότητα εξαίρεσης από την απόλυτη συνταγματική απαγόρευση της διάθεσης των αναδασωτέων εκτάσεων για άλλη χρήση και της μεταβολής του προορισμού τους, με την παρεχομένη δυνατότητα εγκατάστασης και λειτουργίας σε αυτές, μεταξύ άλλων, αιολικών σταθμών ηλεκτροπαραγωγής. Η δε σχετική νομοθετική επιλογή εξακολουθεί και σήμερα ν’ αποτυπώνει την επίσημη δασική πολιτική και τις επιλογές του νομοθέτη στο πλαίσιο των οποίων αδειοδοτούνται, σε απόλυτη αντίθεση προς τη συνταγματική τάξη, οι εγκαταστάσεις όλων των ΑΣΠΗΕ της χώρας εντός αναδασωτέων εκτάσεων.
Εντελώς δε ανεπίτρεπτα και αντιεπιστημονικά εισήχθησαν στο 6ο Κεφάλαιο του ν. 998/1979 διατάξεις που αφορούν εγκαταστάσεις κάθε μορφής σε αναδασωτέες εκτάσεις, για τον λόγο ότι το Κεφάλαιο αυτό, σύμφωνα και με τον τίτλο του, αφορά αποκλειστικά και μόνον «Επιτρεπτές επεμβάσεις σε δάση, δασικές εκτάσεις και στις δημόσιες εκτάσεις των περ. α’ και β’ της παρ. 5 του άρθρου 3 του νόμου αυτού», δηλ. αφορά βιώσιμα οικοσυστήματα δασικού χαρακτήρα, που λειτουργούν υπό συνθήκες οικολογικής ισορροπίας και κανονικότητας, και σε καμία περίπτωση δεν αφορά ούτε μπορεί να ρυθμίζει εγκαταστάσεις και επεμβάσεις σε κατεστραμμένα δασικά οικοσυστήματα τα οποία χαίρουν διαφορετικής, αυστηρής προστασίας από το δίκαιο (άρθ. 117 § 3 Συντ.) και χρήζουν υποχρεωτικής αποκατάστασης δια της αναδασώσεώς τους, σύμφωνα με όσα ορίζει το Σύνταγμα και η δασική νομοθεσία.
Ειδικά για το περιβάλλον της Αττικής έχει γίνει δεκτό ότι ο χωρικός σχεδιασμός των ορεινών της όγκων οφείλει να υπηρετεί την περιβαλλοντική τους προστασία (ΣτΕ ΠΕ 146/2022[31]), ενώ το Νέο Ρυθμιστικό Σχέδιο Αθήνας (ν. 4277/2014[32]), του οποίου οι διατάξεις είναι δεσμευτικές για τη δημόσια διοίκηση κατά την άσκηση της κανονιστικής της εξουσίας και την έκδοση ατομικών πράξεων[33] και ειδικά για την Περιφέρεια Αττικής επέχει θέση Περιφερειακού Χωροταξικού Πλαισίου[34], προβλέπει ότι: α) δεν επιτρέπεται η αλλαγή χρήσης των δασών και δασικών εκτάσεων, με εξαίρεση λόγους δημόσιου συμφέροντος υπό τον όρο της προηγούμενης εξέτασης και του τεκμηριωμένου αποκλεισμού εναλλακτικών λύσεων (άρθ. 18 § 1β’ ΝΡΣΑ), β) ο εξωαστικός χώρος προστατεύεται ως ζωτικός χώρος για την ποιότητα ζωής των κατοίκων και τη διατήρηση της οικολογικής ισορροπίας και ως συστατικό στοιχείο της πολιτισμικής ταυτότητας και του τοπίου της Αττικής (άρθ. 7β’ ΝΡΣΑ), ενώ γ) η αποτελεσματική προστασία του περιβάλλοντος επιδιώκεται με τη μείωση των περιβαλλοντικών πιέσεων, τη διατήρηση, οικολογική διαχείριση και ανάδειξη των προστατευόμενων φυσικών περιοχών ως πυρήνων βιοποικιλότητας και τη δημιουργία συνεκτικής οικολογικής υποδομής (άρθ. 17 ΝΡΣΑ). Το γενικό ωστόσο αυτό πλαίσιο προστασίας του φυσικού περιβάλλοντος και του τοπίου της Αττικής αντιστρατεύονται ευθύς ακολούθως οι διατάξεις της περ. δ’ της παρ. 7 του άρθρου 21 του ίδιου του Νέου ΡΣΑ που, για τη δυνατότητα εγκατάστασης αιολικών σταθμών στην Αττική, παραπέμπει στο Ειδικό Χωροταξικό Πλαίσιο των ΑΠΕ, το οποίο ωστόσο επιτρέπει, όπως είδαμε, αντίθετα προς το Σύνταγμα, την εγκατάσταση αιολικών σταθμών ακόμα και σε αναδασωτέες εκτάσεις[35].
Όλες επομένως οι ως άνω διατάξεις [άρθρο 2 §§ 1-4 εδάφ. α’ ν. 2941/2001 (ΦΕΚ Α’ 201/12.9.2001), άρθρο 53 § 3α’ συνδ. άρθρο 45 § 3 εδάφ. τέταρτο ν. 998/1979 (ΦΕΚ Α’ 289/29.12.1979), άρθρο 6 § 4 Ειδικού Χωροταξικού Πλαισίου των ΑΠΕ (απόφαση 49828/12.11.2008, ΦΕΚ Β’ 2464/3.12.2008)] που επιτρέπουν την εγκατάσταση αιολικών σταθμών και συνοδών έργων εντός αναδασωτέων εκτάσεων, καταργούν το συνταγματικά κατοχυρωμένο μέτρο της αναδάσωσης ως βασικό μηχανισμό αναγέννησης του καταστραφέντος ή υποβαθμισμένου δασικού κεφαλαίου, επιτρέποντας τη διάθεση ακόμα και κατεστραμμένων – αναδασωτέων εκτάσεων για άλλον προορισμό πέραν αυτού της αναδασώσεώς τους, και για τούτο είναι αντισυνταγματικές και μη εφαρμοστέες ως αντικείμενες στο άρθρο 117 παρ. 3 του Συντάγματος. Ως εκ τούτου, και κάθε αδειοδότηση ΑΣΠΗΕ σε αναδασωτέες εκτάσεις, που στηρίζεται στις ως άνω αντισυνταγματικές διατάξεις, είναι ακυρωτέα για τους λόγους που αναλύθηκαν.
Τη θέσπιση και εισαγωγή στη δασική νομοθεσία των ως άνω διατάξεων, δια των οποίων συστηματικά αμβλύνθηκε και τελικά, επί της ουσίας καταλύθηκε η απόλυτη συνταγματική απαγόρευση της μεταβολής του προορισμού των δασών και δασικών εκτάσεων της χώρας που κηρύσσονται αναδασωτέες, ενίσχυσε και επισφράγισε η πολυσυζητημένη απόφαση ΣτΕ Ολ 2499/2012[36]. Με την απόφαση αυτή κρίθηκε επιτρεπτή η εγκατάσταση αιολικών σταθμών ηλεκτροπαραγωγής ακόμα και σε αναδασωτέες εκτάσεις και μάλιστα πριν καν την ανάκτηση της δασικής βλάστησής τους, «για σκοπούς ιδιαίτερης σημασίας για το δημόσιο συμφέρον που δεν μπορούν να καλυφθούν με άλλον τρόπο». Η θέση αυτή της ΣτΕ Ολ 2499/2012 έρχεται σε πλήρη αντίθεση με όσα ορίζει το Σύνταγμα και μάλιστα, ενώ ήδη η αναδάσωση αναγνωριζόταν ρητά στον νόμο (άρθ. 43 ν. 998/1979) ότι συνιστά από μόνη της σκοπό δημόσιας ωφέλειας, ενώ και κατά τη νομολογία του Δικαστηρίου είχε παγίως κριθεί ότι η προστασία των καταστραφέντων ή αποψιλωθέντων δασών και δασικών εκτάσεων δια της αναδασώσεως συνιστά σοβαρό λόγο δημοσίου συμφέροντος που καθιστά ανακλητή κάθε πράξη που εμποδίζει την πραγμάτωση της αναδασώσεως (ΣτΕ 2976/1998) καθώς και ότι ουδείς έτερος λόγος δημοσίου συμφέροντος δύναται να κατισχύσει της αναδασώσεως, αλλ’ η δημόσια αρχή υποχρεούται να επιμελείται αυτής και να επιτηρεί άγρυπνα την πρόοδό της απαγορεύοντας οποιαδήποτε δραστηριότητα αντιβαίνει στην αναδάσωση και διασφαλίζοντας την εκτέλεση της απαγορεύσεως (ΣτΕ 4665/1996).
Κάνοντας δεκτό ότι η εγκατάσταση αιολικών σε αναδασωτέες εκτάσεις είναι θεμιτή «για σκοπούς ιδιαίτερης σημασίας για το δημόσιο συμφέρον που δεν μπορούν να καλυφθούν με άλλον τρόπο», η ΣτΕ Ολ 2499/2012 προφανώς λησμονεί προκλητικά ότι η ανάπτυξη και η διαβίωση του ανθρώπου σε οικολογικά ισόρροπο, αρμονικό και υγιές περιβάλλον -το οποίο κατ’ εξοχήν προσφέρουν και εγγυώνται τα δάση- είναι ιδιαίτερης σημασίας και ταυτόσημη του δημοσίου συμφέροντος, απορρέουσα από αυτή την ίδια τη συνταγματικά κατοχυρωμένη και θεμελιώδη αρχή της «αξίας του ανθρώπου», της οποίας ο σεβασμός και η προστασία αποτελούν την πρωταρχική υποχρέωση της Πολιτείας κατά το ίδιο το Σύνταγμα (άρθ. 2 § 1 Συντ.).
Πέραν αυτών, η απόφαση ΣτΕ Ολ 2499/2012 αναφέροντας ότι: «η διάταξη του άρθρου 117 παρ. 3 Συντ. είναι ερμηνευτέα στο πλαίσιο του επιδιωκόμενου με τη διάταξη του άρθρου 24 παρ. 1 σκοπού», υπέπεσε και σε μία ακόμα σοβαρή πλημμέλεια η οποία έγγειται στο γεγονός ότι προέβη σε ανεπίτρεπτη κατά το Σύνταγμα ερμηνεία και συσχέτιση των διατάξεων του άρθρου 117 παρ. 3 Συντ. που προστατεύει ειδικά και αυστηρά τις αναδασωτέες εκτάσεις, με τα κριτήρια των διατάξεων του άρθρου 24 παρ. 1 Συντ. που όμως αφορά αποκλειστικά και μόνον τα βιώσιμα δάση και τις δασικές εκτάσεις και όχι κατεστραμμένα δασικά οικοσυστήματα που διέπονται από τελείως διαφορετικό, αυστηρό καθεστώς απόλυτης και απαρέγκλιτης απαγόρευσης μεταβολής του προορισμού τους, η οποία δεν επιδέχεται κατά το Σύνταγμα καμία τέτοια στάθμιση, συσχετισμό ή άλλον περιορισμό ως προς την ερμηνεία της.
Η περίπτωση επομένως της καταστροφής των δασών από πυρκαγιά ή αποψίλωση ή άλλη αιτία (πχ. εκχέρσωση κ.λπ.), αντιμετωπίζεται από τον συντακτικό νομοθέτη διαφορετικά από εκείνη των μη καμένων δασών και συγκεκριμένα, με την ειδική, εξαιρετική ρύθμιση του άρθρου 117 παρ. 3 του Συντάγματος, η οποία είναι ανεξάρτητη και ασύνδετη προς τις διατάξεις του άρθρου 24 Συντ. και μάλιστα περιέχεται σε εντελώς διαφορετικό Κεφάλαιο, ακριβώς για να αποκλεισθεί κάθε συνδυαστική ερμηνεία της σε σχέση τόσο με τα ατομικά δικαιώματα (άρθρα 4-25 Συντ.) όσο και με την προστασία των βιώσιμων δασών η οποία ρυθμίζεται από το άρθρο 24 Συντ.
Εν τέλει η απόφαση ΣτΕ Ολ 2499/2012 επέφερε το ακριβώς αντίθετο αποτέλεσμα από εκείνο που επεχείρησε να πετύχει: Μολονότι δηλαδή επεδίωξε την εδραίωση και τη διατήρηση οικονομικών επενδύσεων με «πράσινο» πρόσημο (ΑΠΕ), στην πράξη επέβαλε το καθεστώς υπερανάπτυξης επενδύσεων ακόμα και σε αναδασωτέες εκτάσεις με ένα τεράστιο οικολογικό κόστος για το περιβάλλον, τα δάση αλλά και την κοινωνία και τις μέλλουσες γενιές, οι οποίες υφίστανται εις το διηνεκές τις συνέπειες της καταστροφής των δασών και του ραγδαίου αφανισμού τους. Τούτο μάλιστα παρατηρείται ακόμα πιο έντονα σε σύγκριση με τα ισχύοντα σε άλλα ευρωπαϊκά κράτη, τα οποία υιοθετούν πολύ αυστηρότερα νομικά καθεστώτα προστασίας των αναδασωτέων εκτάσεών τους, καίτοι δεν διαθέτουν την απόλυτη συνταγματική προστασία που παρέχει στις αναδασωτέες εκτάσεις το ελληνικό Σύνταγμα[37].
Η απόφαση 2499/2012 αποτελεί πλέον σήμερα αντικείμενο έντονων αντιδράσεων από την πλειονότητα του κοινωνικού συνόλου, της επιστημονικής κοινότητας, του δασικού κόσμου και πολλών περιβαλλοντικών συλλογικοτήτων, ενώ αξιοσημείωτη είναι και η κριτική που έχει δεχτεί από τη θεωρία του δικαίου του περιβάλλοντος και της οικολογίας στα χρόνια που ακολούθησαν τη δημοσίευσή της[38]. Είναι επομένως σαφές ότι η νομολογιακή θέση που διαμορφώθηκε με την απόφαση αυτή χρήζει άμεσης αναθεώρησης.
Καθίσταται περαιτέρω σαφές ότι εκεί όπου ο συντακτικός νομοθέτης θέλησε να εισαγάγει σχετική εξαίρεση από την παρεχομένη κατοχύρωση και προστασία ορισμένου συνταγματικού αγαθού, το έπραξε ρητά στο συνταγματικό κείμενο, όπως στη διάταξη της παρ. 1 του άρθρου 24 όπου προέβλεψε αποκλίσεις και εξαιρέσεις από την απαγόρευση της μεταβολής του προορισμού των δασών και των δασικών εκτάσεων της χώρας. Αντιθέτως, όπου δεν προβλέπονται στο ίδιο το συνταγματικό κείμενο τέτοιες εξαιρέσεις, αποκλίσεις ή περιορισμοί, είναι απολύτως αυθαίρετη και αντισυνταγματική η συναγωγή τους.
Προκειμένου δε η προστασία των καμένων ή κατεστραμμένων δασών να είναι πράγματι αποτελεσματική, το Σύνταγμα εξασφαλίζει στην αναδάσωση την αναγκαία διάρκεια για την αντικειμενική και πλήρη αναγέννηση και αποκατάσταση του κατεστραμμένου δάσους. Τότε μόνο και εφ’ όσον η ολοκλήρωση της διαδικασίας της αναδάσωσης διαπιστωθεί αρμοδίως με την έκδοση της διοικητικής πράξεως περί άρσεως αυτής, μεταπίπτει το καμένο δάσος στη νομική κατηγορία του δάσους ή της δασικής έκτασης, περί των οποίων προβλέπει πλέον το άρθρο 24 Συντ. και υπόκειται πλέον στις ρυθμίσεις, στις εξαιρέσεις και στους περιορισμούς του άρθρου αυτού.
Για τούτο, καθίσταται αντισυνταγματική κάθε νομοθετική ή κανονιστική διάταξη που επιτρέπει την εγκατάσταση, μεταξύ άλλων, αιολικών σταθμών σε αναδασωτέες εκτάσεις, σε αντίθεση με την απόλυτη απαγόρευση της παρ. 3 του άρθρου 117 Συντ. καθώς και οποιαδήποτε ερμηνεία και εφαρμογή της συνταγματικής αυτής διατάξεως ως δεκτικής εξαιρέσεων, αποκλίσεων ή περιορισμών, ακόμα και χάριν μείζονος εθνικού ή δημοσίου συμφέροντος. Το τελευταίο είναι πράγματι αδύνατο εν τέλει να σταθμιστεί σε σύγκριση με την ωφελιμότητα του μέτρου της αναδάσωσης, αφού το μεν Σύνταγμα δεν παρέχει καμία τέτοια δυνατότητα (άρθ. 117 § 3), η δε αναδάσωση αναγνωρίζεται από τον νόμο ως δημόσια ωφέλεια (άρθ. 43 ν. 998/1979), θεωρείται παγίως ως σοβαρός λόγος δημοσίου συμφέροντος που καθιστά ανακλητή κάθε πράξη που εμποδίζει την πραγμάτωση του σκοπού της (ΣτΕ 2976/1998) και κατισχύει κάθε άλλου λόγου δημοσίου συμφέροντος (ΣτΕ 4665/1996).
Ακόμη δε και αν ήθελε θεωρηθεί ότι οι ΑΣΠΗΕ αποτελούν «εγκαταστάσεις υπέρτερου δημοσίου συμφέροντος» κατά τον Κανονισμό (ΕΕ) 2577/2022 (EE L 335/36/29.12.2022), του οποίου το άρθρο 3 εισάγει δυνητικό περιορισμό των ευρωπαϊκών Οδηγιών για τους οικοτόπους, τα ύδατα και τα πτηνά με σκοπό την επιτάχυνση της εγκατάστασης ΑΠΕ, για παροδικό χρονικό διάστημα που διαμόρφωσε, εντελώς προσωρινά, το ξέσπασμα του ρωσο-ουκρανικού πολέμου, ο εν λόγω Κανονισμός σε καμία περίπτωση δεν δύναται να εφαρμοσθεί στην περίπτωση εγκαταστάσεων ΑΣΠΗΕ σε αναδασωτέες εκτάσεις, για τον λόγο ότι η εφαρμογή του αφορά βιώσιμα οικοσυστήματα που βρίσκονται σε πλήρη φυσική λειτουργία υπό συνθήκες οικολογικής ισορροπίας και κανονικότητας και σε καμία περίπτωση δεν αφορά κατεστραμμένα δάση και δασικές εκτάσεις που έχουν πληγεί από πυρκαγιές ή άλλες αιτίες, για τα οποία εφαρμόζεται αποκλειστικά το καθεστώς προστασίας που προβλέπει το άρθρο 117 παρ. 3 Συντ. και οι ειδικές διατάξεις της κείμενης δασικής νομοθεσίας και όχι οι Ευρωπαϊκές οδηγίες για τους οικοτόπους και τα πτηνά!
Δ. Επισημάνσεις και αναφορές από την πράξη
Στην ολέθρια τακτική της εγκατάστασης αιολικών σταθμών σε αναδασωτέες εκτάσεις και μάλιστα, πριν καν την ανάκτηση της δασικής βλάστησής τους, θα πρέπει να συνυπολογισθεί και το γεγονός ότι δεν υπήρξε, ποτέ έως και σήμερα, ορισμένη επίσημη μελέτη «κόστους – οφέλους» και περιβαλλοντικού αποτυπώματος[39] των εγκαταστάσεων ανεμογεννητριών, από την οποία να έχουμε έστω μία εικόνα του τι κερδίζουμε σε σχέση με αυτό που θυσιάζουμε για τις αιολικές εγκαταστάσεις στα βουνά και στα δάση της χώρας μας[40]. Και όλα αυτά, ενώ σε όλα τα ευρωπαϊκά κράτη συναντάμε σήμερα ανεμογεννήτριες κυρίως σε πεδινές, αγροτικές εκτάσεις χωρίς να θυσιάζονται για την εγκατάστασή τους τα πολύτιμα και σπάνια δασικά και ορεινά οικοσυστήματα, οι αναδασωτέες εκτάσεις, η βιοποικιλότητα και το μοναδικό τοπίο που διαμορφώνουν οι χιονοσκέπαστες ράχες και οι βουνοκορφές.
Συγκεκριμένα, σήμερα απουσιάζουν από την επιστημονική κοινότητα εμπεριστατωμένα στοιχεία, μετρήσεις και μελέτες όσον αφορά:
– Τις επιπτώσεις από τη λειτουργία ανεμογεννητριών στο περιβάλλον, στο τοπίο, στη βιοποικιλότητα, στην ποιότητα ζωής και στην υγεία του ανθρώπου
– Το περιβαλλοντικό αποτύπωμα από τη λειτουργία των α/γ κατά το στάδιο κατασκευής, μεταφοράς και εγκατάστασής τους (λ.χ. συνθήκες και μέθοδοι εξόρυξης των υλικών κατασκευής τους, διάνοιξη πλατειών και δρόμων σε δάση και αναδασωτέες εκτάσεις για την τοποθέτηση και την πρόσβαση σε αυτές κ.λπ.)
– Το περιβαλλοντικό αποτύπωμα από τη συσσώρευση και τη διαχείριση των α/γ, ως αποβλήτων, στο τέλος του κύκλου της ζωής τους
– Το κόστος και το τυχόν όφελος από το διακύβευμα ή τη θυσία των συνταγματικά κατοχυρωμένων αγαθών των δασών, των οικοτόπων, της βιοποικιλότητας, του τοπίου κ.λπ. για την εγκατάσταση ΑΣΠΗΕ
– Τις θέσεις και τις απόψεις των τοπικών κοινωνιών και τη δυνατότητά τους να επηρεάζουν ουσιαστικά τα κέντρα λήψης αποφάσεων για θέματα εγκατάστασης ΑΣΠΗΕ σε περιοχές που ορίζονται από τον ζωτικό τους χώρο, αλλά και εν γένει στο περιβάλλον ως ενιαίο και αναφαίρετο θεμελιώδες δικαίωμα και αγαθό.
Η έλλειψη δε των κρίσιμων αυτών επιστημονικών και τεχνικών στοιχείων θα έπρεπε να μας κάνει ακόμα πιο φειδωλούς και συγκρατημένους ως προς την αδειοδότηση αιολικών σταθμών οπουδήποτε στη χώρα, αν όσοι στελεχώνουν τα αρμόδια όργανα των ελληνικών αρχών που παρέχουν τις σχετικές εγκρίσεις και αδειοδοτήσεις διακατέχονταν από αληθινή αγάπη και σθεναρή αφοσίωση στο αγαθό του περιβάλλοντος και του δάσους. Αντ’ αυτού όμως η ίδια η εγκατάσταση ΑΣΠΗΕ ακόμα και σε αναδασωτέες εκτάσεις ολοένα και ενισχύεται, συχνά και με την απόκρυψη στοιχείων ή την παραπλάνηση της κοινής γνώμης όσον αφορά τις πραγματικές επιπτώσεις των εν λόγω εγκαταστάσεων στη ζωή μας και στη φύση.
Τρανταχτό παράδειγμα γι’ αυτό αποτελούν οι επανειλημμένες εξαγγελίες και διαβεβαιώσεις του ίδιου του Υπουργού Περιβάλλοντος και Ενέργειας[41], μετά την καταστροφική πυρκαγιά που σημειώθηκε στον Έβρο το καλοκαίρι του 2023, ότι δήθεν θα ανέστελλε κάθε οικονομική δραστηριότητα στα καμένα, τις οποίες τα ΜΜΕ αναπαρήγαγαν επί μήνες, δημιουργώντας στο ευρύ κοινό την πεπλανημένη αντίληψη ότι η κυβέρνηση δήθεν ακολουθούσε φιλοδασική πολιτική λειτουργώντας ως υπερασπιστής των αναδασωτέων εκτάσεων… Κάτι που δεν άργησε να φανεί ότι αποτελούσε ψέμα και εμπαιγμό της κοινής γνώμης, της τοπικής κοινωνίας και της δημόσιας ενημέρωσης, αφού καμία αδειοδότηση αιολικών στα καμένα του Έβρου δεν έχει έως και σήμερα επίσημα ανασταλεί αυτεπαγγέλτως από τον αρμόδιο υπουργό ή τις υπηρεσίες του υπουργείου του[42].
Όσον δε αφορά στο ευρέως υποστηριζόμενο ότι «τα δάση καίγονται για να μπουν ανεμογεννήτριες», σαφώς και δεν είναι ανάγκη να καεί ένα δάσος για να εγκατασταθούν στη συνέχεια αιολικά σε αυτό, αφού αυτό επιτρέπεται από τον νόμο πρωτίστως για τα ίδια τα δάση και τις δασικές εκτάσεις της χώρας. Μια ματιά ωστόσο στο άρθρο 5 (Διάκριση του εθνικού χώρου σε κατηγορίες) του Ειδικού Χωροταξικού Πλαισίου των ΑΠΕ του έτους 2008[43], αρκεί για να διαπιστώσουμε αυτό που επιβεβαιώνει δυστυχώς τραγικά, καθ’ όλα τα τελευταία χρόνια, η ίδια η πραγματικότητα: ότι δηλαδή όλες οι τοποθεσίες που χαρακτηρίζονται στον οικείο χάρτη ως Περιοχές Αιολικής Προτεραιότητας (ΠΑΠ) είναι ακριβώς εκείνες που, μετά το 2008 και, κυρίως μετά το 2012, έχουν πληγεί οικτρά και επανειλημμένα από καταστροφικότατες δασικές πυρκαγιές, όπως η Εύβοια, ο νότιος Έβρος, η Λακωνία, τα Άγραφα, η Φωκίδα κ.ά. Άλλωστε το ίδιο το σκεπτικό της ΣτΕ Ολ 2499/2012 συνέδεσε τη δυνατότητα εγκατάστασης ΑΣΠΗΕ σε αναδασωτέες εκτάσεις με το νομοθετικό καθεστώς των περιοχών αιολικής προτεραιότητας και καταλληλότητας (ΠΑΚ), αναλύοντας τις ως άνω διατάξεις του Ειδικού Χωροταξικού Πλαισίου των ΑΠΕ.
Αναμφίβολα η καταστροφή μίας δασικής περιοχής από πυρκαγιά δεν αναιρεί τον δασικό χαρακτήρα και τον προορισμό της κατά το δίκαιο. Στην πράξη όμως δημιουργείται στο ίδιο το φυσικό περιβάλλον μία παρατεταμένη μεταβατική κατάσταση, κατά την οποία ο τόπος αγωνίζεται, με όσες δυνάμεις του απομένουν ή του προσφερθούν, να ξαναδώσει την εικόνα του δάσους και του οικοσυστήματος. Για τούτο, οι αναδασωτέες εκτάσεις προστατεύονται αυστηρά από το Σύνταγμά μας με τη διάταξη της παρ. 3 του άρθρου 117, επειδή μέσα στην κατάσταση αυτή που διαμορφώνεται, καθίστανται ευάλωτες και εκτίθενται σε κάθε λογής αθέμιτες ενέργειες, κινδύνους και συμφέροντα που καραδοκούν να επωφεληθούν από την απουσία της βλάστησης και της ζωής. Γιατί όπως λέει και ο σοφός λαός: «Ο λύκος στην αναμπουμπούλα χαίρεται…».
Άλλωστε, όπως προκύπτει και από τα Πρακτικά της Ολομέλειας της Αναθεωρητικής Βουλής (Συνεδρίαση Θ’/2.6.1975, σ. 1055 πρακτικών), ο λόγος θέσπισης της ειδικής διάταξης του άρθρου 117 παρ. 3 του Συντάγματος, διά στόματος του εισηγητού της Κωνσταντίνου Τσάτσου, ήταν ο «κίνδυνος μετατροπής των καταστραφεισών εκτάσεων με δασική βλάστηση είτε εις οικόπεδα είτε εις χωράφια…». Ο Συντακτικός νομοθέτης του 1975 είχε επομένως απόλυτη επίγνωση ότι το καμένο δάσος δεν είναι ένα δάσος ανύπαρκτο ή νεκρό, αλλ’ αντίθετα ένα δάσος ζωντανό, πλην όμως βαριά λαβωμένο, που περιμένει να του δοθεί η ευκαιρία, ο χρόνος και η ηρεμία να λειτουργήσει ξανά ως σύνθετο και πολύτιμο οικοσύστημα.
Κλείνοντας τη μελέτη αυτή, θα ήταν παράλειψη να μην αναφερθεί η επιστημονική θέση του Ομότ. Καθηγητή Δυναμικής, Τεκτονικής και Εφαρμοσμένης Γεωλογίας ΕΚΠΑ κ. Γεωργίου Στουρνάρα[44], που παρέχει ένα εξαιρετικά σημαντικό επιχείρημα το οποίο συνηγορεί υπέρ της καταστροφικής επίδρασης των ανεμογεννητριών στο περιβάλλον και συνδέει άμεσα την εγκατάσταση και τη λειτουργία τους με τη μείωση των βροχοπτώσεων και την εντεινόμενη ξηρασία των εδαφών: «Τα αιολικά πάρκα επηρεάζουν το υδατικό δυναμικό μίας περιοχής από τη γέννηση της βροχόπτωσης μέχρι τον εμπλουτισμό του υδροφόρου ορίζοντα. Οι ανεμογεννήτριες είναι έλικες και, ως έλικες, γυρίζουν. Εκεί εμποδίζουν τον παγετό, την πάχνη και την ομίχλη από τη χαμηλή νέφωση και δεν αφήνουν τους υδρατμούς να πλησιάσουν το έδαφος. Η δρόσος, η ομίχλη, η πάχνη καλύπτει τις ανάγκες της εδαφικής ζώνης καθώς συντηρούν την πανίδα και χλωρίδα και συγχρόνως εμποδίζουν τους υδροφόρους ορίζοντες να εξατμιστούν. Οι υδρατμοί κοντά στην επιφάνεια του εδάφους παίζουν αυτόν το ρόλο: συντηρούν πανίδα και χλωρίδα και εμποδίζουν την εξάτμιση του υδροφόρου ορίζοντα[45]». Αυτά τονίζει ο Καθηγητής και μάλλον ήρθε ο καιρός να λάμψουν στο φως ορισμένες αλήθειες για την «πράσινη» ενέργεια και ανάπτυξη που μόνο πράσινες δεν είναι…
Σήμερα, οι δραματικές σε έκταση και καταστροφικές σε συνέπειες πυρκαγιές που έχουν πλήξει τη χώρα τα τελευταία χρόνια (Εύβοια, Πάρνηθα, Γεράνεια, Έβρος, Ρόδος, Αττική, Βοιωτία, Κορινθία, Λακωνία, Ηλεία, Μεσσηνία, Κρήτη, Βάλια Κάλντα, Στροφυλιά κ.ά.), έχουν αναγάγει την αναδάσωση και τη σωτηρία του δασικού πλούτου σε υπέρτερο δημόσιο συμφέρον, ακόμα και αν δεν υπήρχε καν η σχετική συνταγματική επιταγή. Τα δάση και οι δασικές εκτάσεις δεν είναι απλώς σύνολα δέντρων, αλλά πολύπλοκα και εξαιρετικά ευαίσθητα οικοσυστήματα με πολλαπλές και σύνθετες λειτουργίες, ενώ αποτελούν και ενδιαιτήματα της πλούσιας ελληνικής πανίδας που έχει πληγεί επίσης δραματικά και, ενδεχομένως ανεπανόρθωτα, από την καταστροφή τους.
Ταυτόχρονα, η χώρα εφαρμόζει αυτή τη στιγμή ένα τεράστιας κλίμακας πρόγραμμα εγκατάστασης ΑΠΕ στα πιο πολύτιμα δασικά, ορεινά αλλά και παράκτια οικοσυστήματά της, οι οποίες είτε έχουν ήδη αδειοδοτηθεί είτε αναμένεται άμεσα να αδειοδοτηθούν ακόμα και σε καμένες εκτάσεις. Η αθρόα αυτή καταστροφή των δασών, λαμβανομένης υπόψη και της συνολικής αντιδασικής πολιτικής που ακολουθείται συστηματικά στη χώρα μας καθ’ όλα τα τελευταία κυρίως χρόνια[46], καθιστά σήμερα την ευλαβική τήρηση της συνταγματικής επιταγής του άρθρου 117 για αναδάσωση πιο επίκαιρη και πιο αναγκαία από ποτέ.
———————
*Οδ. Ελύτης, Άσμα ηρωικό και πένθιμο για τον χαμένο ανθυπολοχαγό της Αλβανίας, 1945 (απόσπασμα), εκδ. Ίκαρος, Αθήνα 2008, Σπουδαστήριο Νέου Ελληνισμού:
http://www.snhell.gr/anthology/content.asp?id=503&author_id=9
Υποσημειώσεις:
[1] Η συνταγματικά κατοχυρωμένη αρχή της νομιμότητας διέπει ολόκληρο το οικοδόμημα και τη δράση της δημόσιας διοίκησης και επιτάσσει την υποχρεωτική συμμόρφωση των κανόνων δικαίου κατωτέρας ισχύος προς τους υπερκείμενους, με κορωνίδα τις διατάξεις του Συντάγματος.
[2] Σύνταγμα της Ελλάδος, άρθρο 117 παρ. 3: «Δημόσια ή ιδιωτικά δάση και δασικές εκτάσεις που καταστράφηκαν ή καταστρέφονται από πυρκαγιά ή που με άλλο τρόπο αποψιλώθηκαν ή αποψιλώνονται δεν αποβάλλουν για το λόγο αυτό το χαρακτήρα που είχαν πριν καταστραφούν, κηρύσσονται υποχρεωτικά αναδασωτέες και αποκλείεται να διατεθούν για άλλο προορισμό».
[3] Αθανάσιος Παπαθανασόπουλος, Δίκαιο των δασικών οικοσυστημάτων, εκδ. Νομόραμα 2014, σελ. 72.
[4] Άρθρο 41 παρ. 3 ν. 998/1979, όπως τροποποιήθηκε με το άρθρο δεύτερο παρ. 2 της ΠΝΠ της 13/8/2021 (ΦΕΚ Α’ 143/13.8.2021), που κυρώθηκε με τον ν. 4824/2021 (ΦΕΚ Α’ 156/2.9.2021).
[5] Άρθρο 42 παρ. 3 ν. 998/1979, όπως προστέθηκε με το άρθρο έκτο της ΠΝΠ της 13/8/2021 (ΦΕΚ Α’ 143/13.8.2021), που κυρώθηκε με τον ν. 4824/2021 (ΦΕΚ Α’ 156/2.9.2021).
[6] Νομοθετικό διάταγμα 86/1969 «Δασικός Κώδικξ» (ΔΚ) (ΦΕΚ Α’ 7/18.1.1969).
[7] Υπουργική απόφαση 170195/758/26.11.2018 (ΦΕΚ Β’ 5351).
[8] Παρουσίαση του Εθνικού Σχεδίου Αναδάσωσης από το ΤΑΙΠΕΔ και το ΥΠΕΝ, https://ypen.gov.gr/parousiasi-tou-ethnikou-schediou-anadasosis-apo-to-taiped-kai-to-ypourgeio-perivallontos-kai-energeias/
[9] Εθνικό Σχέδιο Αναδάσωσης: Υπεγράφησαν πέντε συμβάσεις ύψους 52 εκατ. ευρώ (29/5/2024), https://dasarxeio.com/2024/05/29/136653/
[10] ΣτΕ 4665/1996 ΝοΒ 1998,1513, Ευπραξία-Αίθρα Μαριά, Η νομική προστασία των δασών, 1998, σ. 396, Αθ. Παπαθανασόπουλος, ό.π., σελ. 72, Ε.-Α. Μαριά, παρατηρήσεις στην ΣτΕ Ολ 1675/1999, ΠερΔικ 1999,216, Ε.-Α. Μαριά, Η νομολογιακή ερμηνεία της συνταγματικής διάταξης του άρθρου 117 παρ. 3 για τις αναδασώσεις, ΝοΒ 8/2010 σελ. 1136, Σοφία Παυλάκη, Το δικαίωμα στο περιβάλλον, σε: Θεμελιώδη δικαιώματα, επιμ. Σπ. Βλαχόπουλος, Αθήνα 2017, σελ. 217 κ.ά.
[11] Ε.-Α. Μαριά, ό.π., σ. 397
[12] ΣτΕ 1942/2017 ΠερΔικ 2/2017, σελ. 309, ΣτΕ 1977/2017 ΠερΔικ 3/2017 σελ. 527 παρατ. Σ. Παυλάκη κ.ά.
[13] ΣτΕ Ολ 2619/1982, 2281-2/1992, 55, 412/1993, 2757/1994, ΣτΕ 162/1977, 1818-9/1982, 3569/1983, 376/1988, 952/1990, 926/1982, 6-8, 2785/1993, 3273/ 1996, 1151, 2006, 2729, 4231/1997, Ε.-Α. Μαριά, ό.π., σ. 397-98, Β. Μητσόπουλος, Περιβάλλον και Δίκαιο, Αρμ 1993,594.
[14] ΣτΕ Ολ 2778/1988 ΝοΒ 1988,1501, ΣτΕ 162/1977, 1818-9/1982, 377/1988, 3818/1989, 952/1990, 3273/1996, 1151, 2729, 4231/1997, 2619/1982 ΤΝΠ Νόμος, 1942/2017 ΠερΔικ 2/2017, σελ. 309, 1977/2017 ΠερΔικ 3/2017 σελ. 527 παρατ. Σ. Παυλάκη, Ε.-Α. Μαριά, ό.π., σελ. 398.
[15] ΣτΕ Ολ 2153/2015 ΠερΔικ 2/2015 σελ. 245, ΓνωμΝΣΚ 260/2010 ΠερΔικ 3/2010, σελ. 578 αποδεκτή με τη δ/γή 200643/2626/ 9.8.2010 Υπουργού ΠΕΚΑ, ΣτΕ 1952/2007 ΠερΔικ 2007,567.
[16] ΣτΕ 2976/1998 Τμ. Ε’ (Πρόεδρος: Μιχαήλ Δεκλερής, Εισηγήτρια: Μαρία Καραμανώφ), https://www.adjustice.gr/webcenter/portal/ste/ypiresies/nomologies?_adf.ctrl-state=10ebg78j1z_4&_afrLoop=7758111040570637#!, κατά την οποία: «…η προστασία των καταστραφέντων ή αποψιλωθέντων δασών και δασικών εκτάσεων διά της αναδασώσεως αποτελεί σοβαρόν λόγον δημοσίου συμφέροντος, ο οποίος καθιστά απεριορίστως κατά χρόνον ανακλητήν πάσαν πράξιν εμποδίζουσαν την πραγμάτωσιν του σκοπού της αναδασώσεως».
[17] Αθ. Παπαθανασόπουλος, ό.π., σελ. 73-74.
[18] ΣτΕ 4665/1996 Τμ. Ε’ (Πρόεδρος: Μιχαήλ Δεκλερής, Εισηγήτρια: Μαρία Καραμανώφ), https://www.adjustice.gr/webcenter/portal/ste/ypiresies/nomologies?_adf.ctrl-state=1cwuck66n8_4&_afrLoop=7761199438814565#!
[19] Σύνταγμα της Ελλάδος, άρθρο 24 παρ. 1 εδάφ. πέμπτο: «Απαγορεύεται η μεταβολή του προορισμού των δασών και των δασικών εκτάσεων, εκτός αν προέχει για την Εθνική Οικονομία η αγροτική εκμετάλλευση ή άλλη τους χρήση, που την επιβάλλει το δημόσιο συμφέρον».
[20] ΣτΕ Ολ 2778/1988, ΣτΕ 664/1990, 2171/1994, 4665/1996, 2006, 3479, 2729/1997, Δημ. Νικολόπουλος Αρμ 1988,804, Ε.-Α. Μαριά, ό.π., σ. 406-407.
[21] Βλ. ΑΔΑ: 9ΤΝΣΟΡ1Υ-3ΕΚ.
[22] ν. 1822/1988 (ΦΕΚ Α’ 272/8.12.1988) άρθρο δέκατο τρίτο παρ. 1: «Η παρ. 1 του άρθρου 45 του ν. 988/1979 αντικαθίσταται ως εξής: “1. Στα δάση και τις δασικές εκτάσεις, περί των οποίων το άρθρο 117 παρ. 3 του Συντάγματος, ουδεμία επιτρέπεται επέμβαση προβλεπόμενη από τις διατάξεις του παρόντος ή από άλλη διάταξη, με εξαίρεση τα αναφερόμενα στις διατάξεις του άρθρου 59 του ν. 998/1979, όπως αυτό αντικαταστάθηκε με το άρθρο 17 του ν. 1734/1987, των παρ. 1 και 2 του άρθρου 58 του παρόντος και τα όλως απαραίτητα για την τεχνητή αναδάσωση και την προστασία της βλαστήσεως”».
[23] Άρθρο 45 παρ. 1, 3 ν. 998/1979 (όπως είχε αντικατασταθεί και ίσχυε το 1988 με την παρ. 1-2 άρθ. δέκατου τρίτου ν. 1822/1988, Α’ 272): «Εξαιρετικός χαρακτήρ επεμβάσεων. 1. Στα δάση και τις δασικές εκτάσεις, περί των οποίων το άρθρο 117 παρ. 3 του Συντάγματος, ουδεμία επιτρέπεται επέμβαση προβλεπόμενη από τις διατάξεις του παρόντος ή από άλλη διάταξη, με εξαίρεση τα αναφερόμενα στις διατάξεις του άρθρου 59 [βλ. Στρατιωτικά έργα] του ν. 998/1979, όπως αυτό αντικαταστάθηκε με το άρθρο 17 του ν. 1734/1987, των παρ. 1 και 2 του άρθρου 58 του παρόντος και τα όλως απαραίτητα για την τεχνητή αναδάσωση και την προστασία της βλαστήσεως. 3. Δεν επιτρέπεται η εν όλω ή εν μέρει μεταβολή του προορισμού δημοσίου δάσους ή δασικής εκτάσεως, ή η εντός αυτών εκτέλεσις έργων, ή η δημιουργία μονίμων εγκαταστάσεων, ή η παροχή άλλης διαρκούς εξυπηρετήσεως εφ’ όσον δια τον αυτόν σκοπόν είναι δυνατή η παραχώρησις ή η διάθεσις ή η χρησιμοποίησις εδαφών, τα οποία δεν εμπίπτουν εις την έννοιαν των δασών ή δασικών εκτάσεων, ως αύτη προσδιορίζεται εν άρθρω 3 του παρόντος. Η παραπάνω γενική απαγόρευση δεν ισχύει εφ’ όσον πρόκειται για εκτέλεση στρατιωτικών έργων που αφορούν άμεσα την εθνική άμυνα της Χώρας, για διανοίξεις δημόσιων οδών, καθώς και για κατασκευή και εγκατάσταση αγωγών φυσικού αερίου, η χάραξη των οποίων προβλέπει διέλευσή τους από δημόσιο δάσος ή δασική έκταση».
[24] Άρθρο 58 παρ. 1-2 ν. 998/1979 (όπως είχε αντικατασταθεί και ίσχυε το 1988 με την παρ. 3 του δέκατου τρίτου άρθρου του ν. 1822/1988, Α’ 272): «Δημόσια έργα. 1. Δια την εκτέλεσιν μεγάλων δημοσίων έργων, ως αεροδρομίων, τεχνητών λιμνών, φραγμάτων κ.λπ. είναι δυνατή η κατάληψις και εκχέρσωσις ή κάλυψις δασών ή δασικών εκτάσεων, εάν περί της εκτελέσεως των έργων τούτων εις την συγκεκριμένην περιοχήν υφίστασται ειδικός νόμος και κατά τους όρους τούτου. Εις πάσαν άλλην περίπτωσιν δια την προς τους ως είρηται σκοπούς κατάληψιν και εκχέρσωσιν ή κάλυψιν δάσους ή δασικής εκτάσεως απαιτείται έγκρισις παρεχομένη υπό του Εθνικού Συμβουλίου Χωροταξίας και Περιβάλλοντος επί τη προτάσει του Υπουργού Γεωργίας και ερειδομένη επί σχετικής μελέτης του αναλαβόντος ή έχοντος την πρωτοβουλίαν εκτελέσεως του έργου κρατικού φορέως, δικαιολογούσης την ανάγκην τον έργου τούτου και την επιλογήν της συγκεκριμένης θέσεως. 2. Για την εκτέλεση έργων υποδομής και εγκατάσταση των δικτύων ηλεκτρισμού και των δικτύων μεταφοράς και διανομής φυσικού αερίου εντός των δασών ή δασικών εκτάσεων απαιτείται έγκριση του Υπουργού Γεωργίας. Με την απόφαση του Υπουργού Γεωργίας μπορεί να τεθούν όροι ως προς τον τρόπο και τους χώρους εκτέλεσης των έργων και εγκατάστασης των δικτύων ή ορισμένων γραμμών ή αγωγών των δικτύων αυτών εντός του εδάφους ή να επιβληθεί υποχρέωση να συνδυαστούν αυτά με το υφιστάμενο ή υπό εκτέλεση δίκτυο δασικών οδών ή με άλλα τεχνικά έργα».
[25] ν. 2941/2001 (ΦΕΚ Α’ 201/12.9.2001) άρθρο 2 παρ. 1-4 εδ. α’: «Απλοποίηση διαδικασιών για τις Ανανεώσιμες Πηγές Ενέργειας. 1. Το δεύτερο εδάφιο της παρ. 3 του άρθρου 45 του ν. 998/1979 (Α’ 289), όπως αντικαταστάθηκε από την παρ. 2 του άρθρου δέκατου τρίτου του ν. 1822/1988 (Α’ 272), αντικαθίσταται ως εξής: “Η παραπάνω γενική απαγόρευση δεν ισχύει εφόσον πρόκειται για εκτέλεση στρατιωτικών έργων που αφορούν άμεσα την εθνική άμυνα της χώρας, για διανοίξεις δημόσιων οδών, για την κατασκευή και εγκατάσταση αγωγών φυσικού αερίου και πετρελαϊκών προϊόντων, για την κατασκευή και εγκατάσταση έργων ηλεκτροπαραγωγής από ανανεώσιμες πηγές ενέργειας (ΑΠΕ), καθώς και δικτύων σύνδεσής τους με το Σύστημα ή το Δίκτυο του άρθρου 2 του ν. 2773/1999 (Α’ 286) η χάραξη των οποίων προβλέπει διέλευσή τους από δάσος ή δασική έκταση”. 2. Ο τίτλος του άρθρου 58 του ν. 998/1979 αντικαθίσταται ως εξής: “Δημόσια Έργα και Έργα Υποδομής”. 3. Το πρώτο εδάφιο της παρ. 2 του άρθρου 58 του ν. 998/1979, όπως αντικαταστάθηκε από την παρ. 3 του άρθρου δέκατου τρίτου του ν. 1822/1988, αντικαθίσταται ως εξής: “2. Για την εκτέλεση έργων υποδομής και εγκατάσταση των δικτύων ηλεκτρισμού, στα οποία περιλαμβάνονται και τα δίκτυα σύνδεσης έργων ηλεκτροπαραγωγής από ανανεώσιμες πηγές ενέργειας με το Σύστημα ή το Δίκτυο του άρθρου 2 του ν. 2773/1999 και των συνοδών έργων, καθώς και των δικτύων μεταφοράς και διανομής φυσικού αερίου και πετρελαϊκών προϊόντων μέσα σε δάση ή δασικές εκτάσεις απαιτείται έγκριση του Υπουργού Γεωργίας”. 4. Μετά την παρ. 2 του άρθρου 58 του ν. 998/1979, όπως αντικαταστάθηκε με την παρ. 3 του άρθρου δέκατου τρίτου του ν. 1822/1988 προστίθενται νέες παρ. 3 και 4 και οι παρ. 3 και 4 αναριθμούνται ως 5 και 6, αντίστοιχα: “3. Για την εφαρμογή του παρόντος νόμου στα έργα υποδομής της προηγούμενης παραγράφου περιλαμβάνονται και οι σταθμοί ηλεκτροπαραγωγής από ΑΠΕ και τα συνοδά αυτών έργα. Η διάταξη της παραγράφου αυτής ισχύει από την έναρξη εφαρμογής του ν. 2244/1994. …”».
[26] Άρθρο 58 παρ. 1-4 ν. 998/1979 (όπως ίσχυε μετά την ψήφιση του ν. 2941/2001, Α’ 201/12.9.2001 με την παρ. 2 του άρθρου 2 του οποίου αντικαταστάθηκε ο τίτλος του παρόντος άρθρου και με την παρ. 3 του άρθρου 2 του οποίου αντικαταστάθηκε το πρώτο εδάφιο της παρ. 2 μετά την πρώτη αντικατάστασή του με το δέκατο τρίτο άρθρο παρ. 3 του ν. 1822/1988, Α’ 272 και προστέθηκαν νέες παρ. 3-4, οι δε πρώην παρ. 3 και 4 αναριθμήθηκαν ως 5 και 6, αντίστοιχα): «Δημόσια έργα και έργα υποδομής. 1. Δια την εκτέλεσιν μεγάλων δημοσίων έργων, ως αεροδρομίων, τεχνητών λιμνών, φραγμάτων κλπ. είναι δυνατή η κατάληψις και εκχέρσωσις ή κάλυψις δασών ή δασικών εκτάσεων, εάν περί της εκτελέσεως των έργων τούτων εις την συγκεκριμένην περιοχήν υφίστασται ειδικός νόμος και κατά τους όρους τούτου. Εις πάσαν άλλην περίπτωσιν δια την προς τους ως είρηται σκοπούς κατάληψιν και εκχέρσωσιν ή κάλυψιν δάσους ή δασικής εκτάσεως απαιτείται έγκρισις παρεχομένη υπό του Εθνικού Συμβουλίου Χωροταξίας και Περιβάλλοντος επί τη προτάσει του Υπουργού Γεωργίας και ερειδομένη επί σχετικής μελέτης του αναλαβόντος ή έχοντος την πρωτοβουλίαν εκτελέσεως του έργου κρατικού φορέως, δικαιολογούσης την ανάγκην τον έργου τούτου και την επιλογήν της συγκεκριμένης θέσεως. 2. Για την εκτέλεση έργων υποδομής και εγκατάσταση των δικτύων ηλεκτρισμού, στα οποία περιλαμβάνονται και τα δίκτυα σύνδεσης έργων ηλεκτροπαραγωγής από ανανεώσιμες πηγές ενέργειας με το Σύστημα ή το Δίκτυο του άρθρου 2 του ν. 2773/1999 και των συνοδών έργων, καθώς και των δικτύων μεταφοράς και διανομής φυσικού αερίου και πετρελαϊκών προϊόντων μέσα σε δάση ή δασικές εκτάσεις απαιτείται έγκριση του Υπουργού Γεωργίας. 3. Για την εφαρμογή του παρόντος νόμου στα έργα υποδομής της προηγούμενης παραγράφου περιλαμβάνονται και οι σταθμοί ηλεκτροπαραγωγής από ΑΠΕ και τα συνοδά αυτών έργα. Η διάταξη της παραγράφου αυτής ισχύει από την έναρξη εφαρμογής του ν. 2244/1994. 4. Η χορήγηση της έγκρισης της παρ. 2 για έργα ηλεκτροπαραγωγής από ανανεώσιμες πηγές ενέργειας είναι δυνατή για περισσότερους του ενός ενδιαφερομένους και παράγει έννομα αποτελέσματα υπέρ του δικαιούχου άδειας παραγωγής ή πράξης εξαίρεσης από την υποχρέωση λήψης της, σύμφωνα με τα άρθρα 9 και 10 του ν. 2773/1999 (Α’ 286). Η έγκριση της παρ. 2 για έργα ηλεκτροπαραγωγής από ΑΠΕ συνοδευόμενη από τη σχετική άδεια παραγωγής ή εξαίρεσης της παρούσας παραγράφου, ισοδυναμεί με νόμιμο τίτλο χρήσης έκτασης, ο οποίος μεταγράφεται νόμιμα. Για το δικαίωμα χρήσης καταβάλλεται ως αντάλλαγμα υπέρ του Δημοσίου, εφόσον η έκταση ανήκει στο Δημόσιο, εφάπαξ ποσοστό 1% επί του προϋπολογισμού του έργου ή επί της αντικειμενικής αξίας του ακινήτου, εφόσον το ποσό αυτό είναι μεγαλύτερο. Με απόφαση των Υπουργών Οικονομικών και Ανάπτυξης καθορίζονται οι λεπτομέρειες είσπραξης του ως άνω ανταλλάγματος».
[27] Απόφαση 49828/12.11.2008 Επιτροπής Συντονισμού της Κυβερνητικής Πολιτικής στον Τομέα του Χωροταξικού Σχεδιασμού και της Αειφόρου Ανάπτυξης (ΦΕΚ Β’ 2464/3.12.2008) «Έγκριση ειδικού πλαισίου χωροταξικού σχεδιασμού και αειφόρου ανάπτυξης για τις ανανεώσιμες πηγές ενέργειας και της στρατηγικής μελέτης περιβαλλοντικών επιπτώσεων αυτού». Άρθρο 6 παρ. 1β’-δ’, 4: «Περιοχές αποκλεισμού και ζώνες ασυμβατότητας. 1. Σε όλες τις κατηγορίες περιοχών του προηγούμενου άρθρου, πρέπει να αποκλείεται η χωροθέτηση αιολικών εγκαταστάσεων εντός: … β) Των περιοχών απολύτου προστασίας της φύσης και προστασίας της φύσης που καθορίζονται κατά τις διατάξεις των άρθρων 19 παρ. 1 και 2 και 21 του ν. 1650/1986. γ) Των ορίων των Υγροτόπων Διεθνούς Σημασίας (Υγρότοποι Ραμσάρ). δ) Των πυρήνων των εθνικών δρυμών και των κηρυγμένων μνημείων της φύσης και των αισθητικών δασών που δεν περιλαμβάνονται στις περιοχές της περ. β’ του παρόντος άρθρου. 4. Με την επιφύλαξη των περ. β’, γ’ και δ’ της παρ. 1 του παρόντος άρθρου, επιτρέπεται η χωροθέτηση αιολικών εγκαταστάσεων εντός δασών, δασικών και αναδασωτέων εκτάσεων, σύμφωνα με τα άρθρα 45 και 58 του ν. 998/1979 και άρθρου 13 του ν. 1734/1987, όπως ισχύουν. Στις παραπάνω περιοχές πρέπει να λαμβάνεται ιδιαίτερη μέριμνα για τον περιορισμό της βλάβης της δασικής βλάστησης». Συναφώς, με την παρ. 3 του άρθρου 47 ν. 4685/2020 (ΦΕΚ A’ 92/7.5.2020) ορίστηκε ότι: «Με τα προεδρικά διατάγματα της παρ. 4 του άρθρου 21 προβλέπεται ότι εξακολουθούν να λειτουργούν νομίμως έργα ή δραστηριότητες εντός των προστατευόμενων περιοχών, οι οποίες είναι νομίμως αδειοδοτημένες και λειτουργούν σύμφωνα με τους όρους της άδειάς τους, υπό την προϋπόθεση ότι η παραμονή τους δεν διακινδυνεύει την επίτευξη των στόχων διατήρησης της αντίστοιχης περιοχής…».
[28] ΦΕΚ Α’ 159/8.8.2014.
[29] Άρθρο 53 παρ. 3 ν. 998/1979 (όπως τροποποιήθηκε με τα άρθρα 56 ν. 4423/2016, ΦΕΚ Α’ 182, 111 ν. 4819/2021, ΦΕΚ Α’ 129/23.7.2021, 34 ν. 4872/2021, ΦΕΚ Α’ 247/10.12.2021, 218 παρ. 2 ν. 5037/2023, Α’ 78/28.3.2023, 54 ν. 5069/2023, ΦΕΚ Α’ 193/28.11.2023): «Έργα υποδομής. 3α. Για την εγκατάσταση δικτύων μεταφοράς και διανομής ηλεκτρικής ενέργειας, για την κατασκευή υποσταθμών και κάθε, εν γένει, τεχνικού έργου που αφορά στην υποδομή και εγκατάσταση σταθμών παραγωγής ηλεκτρικής ενέργειας από Ανανεώσιμες Πηγές Ενέργειας (ΑΠΕ) ή μονάδες Συμπαραγωγής Ηλεκτρισμού και Θερμότητας (ΣΗΘ) με χρήση ΑΠΕ ή σταθμών αποθήκευσης ή σταθμών παραγωγής ηλεκτρικής ενέργειας από ΑΠΕ με σταθμό αποθήκευσης, περιλαμβανομένων των υποσταθμών και λοιπών έργων σύνδεσης με το Σύστημα ή το Δίκτυο, των συνοδών έργων και κάθε εν γένει τεχνικού έργου που αφορά στην υποδομή και εγκατάσταση των ανωτέρω σταθμών … μέσα σε δάση, δασικές εκτάσεις, αναδασωτέες και σε δημόσιες εκτάσεις των περ. α’ και β’ της παρ. 5 του άρθρου 3, απαιτείται έγκριση επέμβασης, με την επιφύλαξη της παρ. 4 του άρθρου 45. … Ο δικαιούχος της επέμβασης υποχρεούται πριν από την έναρξη των εργασιών εγκατάστασης του δικτύου να υποβάλλει προς έγκριση στην οικεία δασική αρχή μελέτη αποκατάστασης της δασικής βλάστησης. Κατά τη διάρκεια της εν λόγω επέμβασης λαμβάνονται από τον δικαιούχο όλα τα αναγκαία μέτρα προστασίας της γειτνιάζουσας δασικής βλάστησης τόσο από τον κίνδυνο εκδήλωσης πυρκαγιάς όσο και από πιθανή μετάδοση παθογόνων οργανισμών. Τα έργα αποκατάστασης εκτελούνται μετά το πέρας της εγκατάστασης του δικτύου. β. Η εκτέλεση των ανωτέρω έργων απαγορεύεται εντός των πυρήνων των εθνικών δρυμών, των αισθητικών δασών και των κηρυγμένων μνημείων της φύσης. γ. Ειδικότερα, εγκαταστάσεις εκμετάλλευσης ηλιακής ενέργειας από φωτοβολταϊκούς σταθμούς σε δάση και αναδασωτέες εκτάσεις απαγορεύονται. Κατ’ εξαίρεση, οι εγκαταστάσεις αυτές επιτρέπονται σε δασικές εκτάσεις που εκχερσώθηκαν ή παραχωρήθηκαν για γεωργική ή δενδροκομική καλλιέργεια, σύμφωνα με τη δασική και την αγροτική νομοθεσία, εφόσον αξιοποιήθηκαν κατά τους όρους της εκχέρσωσης ή της παραχώρησης και καλλιεργούνται, υπό την προϋπόθεση, ότι μετά το πέρας της νόμιμης λειτουργίας των εγκαταστάσεων αυτών, σύμφωνα και με τους όρους της περιβαλλοντικής αδειοδότησης, ή την για οποιονδήποτε λόγο απομάκρυνσή τους, η έκταση επανέρχεται στην πρότερη αγροτική χρήση. Ειδικά στις περιπτώσεις που η εκχέρσωση των δασικών εκτάσεων πραγματοποιήθηκε σύμφωνα με τις παρ. 1 έως και 4 του άρθρου 47, για την εγκατάσταση σε αυτές φωτοβολταϊκών σταθμών, απαιτείται νέα έγκριση επέμβασης για τη νέα χρήση, η οποία χορηγείται υπό τους ειδικότερους όρους και τις προϋποθέσεις του παρόντος νόμου. δ. Με απόφαση του Υπουργού Περιβάλλοντος και Ενέργειας, η οποία εκδίδεται έως τις 31 Ιανουαρίου 2024, καθορίζονται οι υπόχρεοι, το είδος των παρεμβάσεων και των μέτρων υποβοήθησης της δασοπυρόσβεσης και πυρανίχνευσης, οι κυρώσεις σε περίπτωση μη τήρησης της εν λόγω υποχρέωσης, καθώς και κάθε άλλη αναγκαία λεπτομέρεια σχετικά με την εφαρμογή των απαιτούμενων μέτρων προστασίας».
[30] Άρθρο 45 παρ. 1-2, 3 εδ. β’-γ’ ν. 998/1979 (όπως ισχύει μετά τις τροποποιήσεις που επήλθαν με τα άρθρα 215 παρ. 1-2 ν. 5037/2023, Α’ 78/28.3.2023: «Γενικές διατάξεις. 1. Δεν επιτρέπεται, εν όλω ή εν μέρει, οποιαδήποτε επέμβαση που συνεπάγεται μεταβολή του προορισμού των δασών και δασικών εκτάσεων, πλην όσων ορίζονται ως επιτρεπτές στο παρόν Κεφάλαιο. 2. Κάθε επιτρεπτή επέμβαση σε δάση και δασικές εκτάσεις αποτελεί εξαιρετικό μέτρο. Επέμβαση σε δάση και δασικές εκτάσεις, καθώς και σε δημόσιες χορτολιβαδικές και βραχώδεις εκτάσεις, σύμφωνα με την περ. ε’ της παρ. 5 του άρθρου 3, επιτρέπεται μετά από έγκριση. … 3. … Η ανωτέρω έγκριση χορηγείται υπό την προϋπόθεση ότι για τη συγκεκριμένη χρήση δεν είναι δυνατή η διάθεση δημοσίων εκτάσεων μη υπαγομένων στις προστατευτικές διατάξεις του παρόντος νόμου. Στην περίπτωση που δεν είναι δυνατή η διάθεση δημοσίων εκτάσεων μη υπαγόμενων στις προστατευτικές διατάξεις του παρόντος νόμου και αυτό βεβαιώνεται από την αρμόδια αρχή, τότε εξετάζεται από την αρμόδια δασική υπηρεσία εάν μπορούν να διατεθούν δημόσιες εκτάσεις των περ. α’ και β’ της παρ. 5 του άρθρου 3 του παρόντος νόμου, άλλως, διατίθενται δασικές εκτάσεις ή δάση. Η παραπάνω γενική απαγόρευση του δεύτερου εδαφίου της παραγράφου αυτής δεν ισχύει, εφόσον πρόκειται για … την κατασκευή και εγκατάσταση έργων ηλεκτροπαραγωγής από Ανανεώσιμες Πηγές Ενέργειας (ΑΠΕ) … καθώς και των δικτύων σύνδεσής τους με το Σύστημα ή το Δίκτυο του άρθρου 2 του ν. 2773/1999 (Α’ 286), η χάραξη των οποίων προβλέπει διέλευσή τους από δάσος ή δασική έκταση … 4. … Για σταθμούς ΑΠΕ και ΣΗΘΥΑ ή/και σταθμούς αποθήκευσης με Άδεια Παραγωγής ή Βεβαίωση Παραγωγού ή Βεβαίωση Ειδικών Έργων, η ευρύτερη έκταση του δευτέρου εδαφίου, μη συμπεριλαμβανομένης της οδοποιίας και των συνοδών έργων, δεν ξεπερνά τα όρια του πολυγώνου εγκατάστασης του σταθμού, μη συμπεριλαμβανομένης της περίπτωσης όπου οι πλατείες εγκατάστασης των ανεμογεννητριών βρίσκονται εκτός των ορίων των πολυγώνων εγκατάστασης, όπως ορίζεται στην Άδεια Παραγωγής ή Βεβαίωση Παραγωγού ή Βεβαίωση Ειδικών Έργων. Για τους Εξαιρούμενους Σταθμούς δεν ξεπερνά τα όρια του πολυγώνου, όπως ορίζεται στη Βεβαίωση Καταχώρησης Πολυγώνου Εξαιρούμενου Σταθμού. Για τις επεμβάσεις του παρόντος Κεφαλαίου απαιτείται η έκδοση πράξης χαρακτηρισμού. Σε όσες περιοχές υπάρχει θεωρημένος ή αναρτημένος δασικός χάρτης λαμβάνεται υπόψη ο χαρακτήρας ή η μορφή που απεικονίζεται στον χάρτη. 5. Κατά τη χορηγούμενη στα πλαίσια έκδοσης της ΑΕΠΟ ή υπαγωγής των Πρότυπων Περιβαλλοντικών Δεσμεύσεων (ΠΠΔ) γνωμοδότηση των δασικών υπηρεσιών εξετάζεται η συμβατότητα του έργου με τις διατάξεις της δασικής νομοθεσίας, η μη ύπαρξη άλλων διαθεσίμων δημοσίων εκτάσεων, που δεν υπάγονται στις προστατευτικές διατάξεις του παρόντος νόμου με την επιφύλαξη του τελευταίου εδαφίου της παρ. 3 του παρόντος άρθρου και οι τυχόν απαιτούμενες τροποποιήσεις των ισχυόντων διαχειριστικών σχεδίων και των εγκεκριμένων μελετών αναδάσωσης.
[31] Σχετ. ΣτΕ 3506/2010 7μ., ΣτΕ Ολ 1672/2005. Κατ’ εξαίρεση, είναι ανεκτή η διατήρηση από μακρού χρόνου υφισταμένων στους ορεινούς όγκους εγκαταστάσεων και δραστηριοτήτων, εφ’ όσον πρόκειται για ήπιες χρήσεις οι οποίες δεν επιδεινώνουν τη λειτουργία τους ως οικοσυστημάτων (ΣτΕ Ολ 2355/2017, σκ. 3, ΣτΕ 3506/2010 7μ., ΣτΕ ΠΕ 34/2011 5μ., ΣτΕ ΠΕ 305/2006 κ.ά.)
[32] Νέο ΡΣΑ – ΦΕΚ Α’ 156/1.8.2014.
[33] ΣτΕ Ολ 2355/2017, 2996/2014, 3838/2009, ΣτΕ ΠΕ 146/2022, ΣτΕ 4534/2013, 216/2011, 3515/2010, 3506-3111/2010. Σχετ. άρθ. 4 ν. 1515/1985 το οποίο κωδικοποιήθηκε στο άρθ. 11 του Κώδικα Βασικής Πολεοδομικής Νομοθεσίας (ΚΒΠΝ – ΦΕΚ Δ’ 580/27.7.1999).
[34] Άρθρο 6 § 11α’ ν. 4447/2016 (ΦΕΚ Α’ 241/23.12.2016).
[35] ν. 4277/2014 (ΦΕΚ Α’ 156/1.8.2014) άρθρο 21 παρ. 7 περ. δ’: «δ) Για την ανάπτυξη της αιολικής ενέργειας ισχύουν τα αναφερόμενα στην με αριθμό 49828/12.11.2008 κοινή υπουργική απόφαση (Β’ 2464), που αφορά στο Ειδικό Πλαίσιο Χωροταξικού Σχεδιασμού και Αειφόρου Ανάπτυξης για τις Ανανεώσιμες Πηγές Ενέργειας».
[36] Βλ. ΣτΕ Ολ 2499/2012 ΝοΒ 2012,1834 (Προεδρεύων: Κωνσταντίνος Μενουδάκος, Εισηγήτρια: Αικατερίνη Σακελλαροπούλου): «Κατά την έννοια όμως της συνταγματικής διάταξης (άρθ. 117 παρ. 3), παρά την απόλυτη διατύπωσή της, δεν μπορεί να θεωρηθεί ότι ο συνταγματικός νομοθέτης είχε τη βούληση να απαγορεύσει τη χρησιμοποίηση αναδασωτέων εκτάσεων ακόμη και για σκοπούς ιδιαίτερης σημασίας για το δημόσιο συμφέρον που δεν μπορούν να καλυφθούν με άλλο τρόπο, αφού η απαγόρευση αυτή στις παραπάνω περιπτώσεις θα είχε ως συνέπεια να καταστεί αδύνατη η ικανοποίηση υπέρτερων δημόσιων σκοπών, λόγω του γεγονότος ότι προηγήθηκε καταστροφή της δασικής βλάστησης, που ενδεχομένως, μάλιστα, να προκλήθηκε, με σκοπό τη ματαίωση του έργου. Ως εκ τούτου, κατά την έννοια της ανωτέρω διάταξης του Συντάγματος, με την οποία συμπληρώνεται η ρύθμιση για την προστασία των δασικών οικοσυστημάτων που εισάγεται με το άρθρο 24 παρ. 1 και η οποία, ως εκ τούτου, αν και θεσπίζει αυστηρό καθεστώς προστασίας για τις αναδασωτέες εκτάσεις, είναι ερμηνευτέα στο πλαίσιο του επιδιωκόμενου με τη διάταξη του άρθρου 24 παρ. 1 σκοπού, δεν αποκλείεται η θέσπιση από το νομοθέτη ρυθμίσεως, δια της οποίας παρέχεται η δυνατότητα σε εξαιρετικές περιπτώσεις, να εγκριθεί επέμβαση σε έκταση που έχει κηρυχθεί αναδασωτέα, ακόμη και πριν ανακτήσει τη δασική μορφή της, προκειμένου να εκτελεστεί έργο, το οποίο αποβλέπει στην εξυπηρέτηση ανάγκης με ιδιαίτερη κοινωνική, εθνική ή οικονομική σημασία, αν η εκτέλεση του έργου στην έκταση αυτή είναι απολύτως αναγκαία και επιτακτική, στο μέτρο που η παρέλευση του απαιτούμενου για την πραγματοποίηση της αναδάσωσης χρονικού διαστήματος θα είχε ως συνέπεια τη ματαίωση του επιδιωκόμενου δημόσιου σκοπού».
[37] Σχετ. Γεώργιος Μπάλιας, Ανεμογεννήτριες και δάση: μια αντινομική σχέση, https://www.efsyn.gr/stiles/ apopseis/404156_ anemogennitries-kai-dasi-mia-antinomiki-shesi
[38] Βλ. ενδ. Επιμελητήριο Περιβάλλοντος και Βιωσιμότητος, Ψήφισμα: Να νομοθετήσει η Βουλή. Όχι «έργα» στα καμμένα. Πραγματική αναδάσωση τώρα, https://www.environ-sustain.gr, Μ. Καραμανώφ, Σχέση των δασικών πυρκαγιών με την εγκατάσταση ανεμογεννητριών στα αναδασωτέα (26/7/2023), https://www. environ-sustain.gr, Γ. Χριστοφορίδης, Πικρές νομικές αλήθειες για την απόφαση υπ’ αρ. 2499/2012 του ΣτΕ, https://www.environ-sustain.gr (16/8/2021), Γ. Μπάλιας, ό.π. κ.ά.
[39] Σχετ. A. & Hertwich, E. G. Assessing the life cycle environmental impacts of wind power: A review of present knowledge and research needs. Renewable and Sustainable Energy Reviews 16, 5994-6006, 2012, Davidsson S., Hook M., & Wall G. A review of life cycle assessments on wind energy systems. Int. J. Energy Res. 17, 729-742, 2012, Davidsson S., Hook M., & Wall G. A review of life cycle assessments on wind energy systems. Int. J. Energy Res. 17, 729-742, 2012, Chipindula, J., Botlaguduru, V., Du, H., Kommalapa, R. & Huque, Z. Life Cycle Environmental Impact of Onshore and Offshore Wind Farms in Texas. Sustainability 10, 2022, 2018, Mello, G., Ferreira Dias, M. & Robaina, M. Wind farms life cycle assessment review: CO2 emissions and climate change. Energy Reports 6, 214-219, 2020, Albanito, F., Roberts, S., Shepherd, A. & Has ngs, A. Quan fying the land-based opportunity carbon costs of onshore wind farms. Journal of Cleaner Produc’οn 363, 132480, 2022, Pekkan, O. I. et al. Assessing the effects of wind farms on soil organic carbon. Environ Sci Pollut Res 28, 18216-18233, 2021.
[40] Torres, J.F., Petrakopoulou, F.A., Closer Look at the Environmental Impact of Solar and Wind Energy. Global Challenges 6, 2200016, 2022, Emblemsvåg, J. Wind energy is not sustainable when balanced by fossil energy. Applied Energy 305, 117748, 2022, Arvesen.
[41] Βλ. ενδ. Μπλόκο σε αιολικά στον Έβρο μετά τον σάλο για άδειες σε δυο πάρκα (26/9/2023), https://www.news247.gr/perivallon/bloko-se-aiolika-ston-evro-meta-ton-salo-gia-adeies-se-dio-parka/, Μπλόκο σε αιολικά στα καμένα του Έβρου βάζει η κυβέρνηση (26/9/2023), https://energymag.gr/news/energeia/ape/bloko-se-aiolika-sta-kamena-tou-evrou-vazei-i-kyvernisi/, Ανεμογεννήτριες στα καμένα του Έβρου – ΥΠΕΝ: Έχουν παγώσει όλες οι διαδικασίες (20/12/2023), https://evrosonline.gr/anemogennitries-sta-kamena-tou-evrou-ypen-echoun-pagosei-oles-oi-diadikasies/, Έβρος: Μπλόκο της κυβέρνησης στα αιολικά πάρκα μετά τον σάλο (26/9/2023), https://www.makthes.gr/evros-mploko-tis-kivernisis-sta-aiolika-parka-meta-ton-salo-667082, Έβρος: Αναστέλλονται για ένα χρόνο οι οικονομικές δραστηριότητες στη δασική περιοχή που έκαψε η φωτιά (27/9/2023), https://www.evros-news.gr/2023/09/27/, Ομολογία για ανεμογεννήτριες στα καμένα του Έβρου! (27/9/2023), https://www.kinima-ypervasi.gr/
[42] Οι ως άνω υπουργικές διαβεβαιώσεις δόθηκαν εξ αφορμής της υπόθεσης αδειοδότησης αιολικών σταθμών [δυνάμει της αριθ. πρωτ. 127774/20.9.2023 (ΑΔΑ: 9ΤΝΣΟΡ1Υ-3ΕΚ) Απόφασης Έγκρισης Περιβαλλοντικών Όρων (ΑΕΠΟ)] σε ήδη καμένες/αναδασωτέες εκτάσεις στις δασικές θέσεις Μύτακας Ι και ΙΙ του Δήμου Αλεξανδρούπολης Π.Ε. Έβρου.
[43] Απόφαση 49828/2008 της Επιτροπής Συντονισμού της Κυβερνητικής Πολιτικής στον Τομέα του Χωροταξικού Σχεδιασμού και της Αειφόρου Ανάπτυξης (ΦΕΚ Β’ 2464/3.12.2008).
[44] https://www.geol.uoa.gr/prosopiko/omotimoi_kathigites/georgios_stoyrnaras
[45] Καθηγητής Υδρογεωλογίας: Με τη μείωση βροχών συνδέονται οι ανεμογεννήτριες αιολικών πάρκων, https://faretra.info/2024/08/28/kathigitis-idrogeologias-me-ti-meiosi-vrochon-sindeontai-oi-anemogennitries-aiolikon-parkon/
[46] Ενδεικτικά αναφέρονται: η χρόνια ανοχή των δασικών αυθαιρέτων, η ολέθρια μίξη χρήσεων εντός ή περιμετρικά δασών και εθνικών δρυμών, οι ολοένα αυξανόμενες επιτρεπτές επεμβάσεις σε δάση αλλά και σε αναδασωτέες εκτάσεις, η δυνατότητα απόδοσης παρανόμως εκχερσωθέντων δασών σε αγροτική χρήση (ν. 5037/2023) και εξαγοράς καταπατημένων δημοσίων δασών και οικοτόπων (ν. 5024/2023), η εντατικοποίηση της εφαρμογής των προγραμμάτων Antinero που καταστρέφουν τον πολύτιμο υπόροφο των δασών και πολλά άλλα, στα οποία θα πρέπει να συνυπολογιστεί και η συστηματική απαξίωση του θεσμικού ρόλου της Δασικής Υπηρεσίας, όσον αφορά τη δασική προστασία και διαχείριση, με την τραγική υποστελέχωσή της, τη συνεχιζόμενη αφαίρεση βασικών αρμοδιοτήτων της και την ανάθεσή τους σε εξωθεσμικούς φορείς ή ακόμα και την πλήρη κατάργησή τους.