Κι είναι και κείνες οι μέρες που δεν την παλεύεις καθόλου. Και τώρα ανεργία και αύριο ανεργία και μεθαύριο και παραμεθαύριο. . . Γάμησέ τα! Κι όταν σκέφτεσαι ότι ο father και η mother στην ηλικία σου είχαν δουλειά, σπίτι , μωρά, αμάξια, ξύδια και ταξίδια και συ τώρα καντίποτα, σου ΄ρχεται να δαγκώσεις τη γλώσσα σου μέχρι να της κοπεί πετσί.
Έτσι για την Εύη.
-Ποια Εύη;
-Η δικιά μας η Εύη!
Εύη ονομάσαμε εμείς οι δύο, αυτήν μωρέ, τη γαμοφάση. Θέλει η μούρη μας να φορέσει σέλα και να καμαρώνεται με το σύρε κι έλα. Με το σύρε κι έλα. Το παχνί μας πια δεν μας αρέσει, θέλουμε αρχοντιά. Καλά, μην φανταστείς και την αρχοντιά της τάξεως των χρυσών κουταλιών, αλλά της αξιοπρέπειας. Να φύγουμε απ΄ το πατρικό, να βγάζουμε το μήνα, να μπορούμε να πάμε στο γιατρό, να μπορούμε να βγούμε κι άλλα τέτοια μικροπράγματα. Σου λέει πρέπει να δουλέψεις 35 ολόκληρα χρόνια για να πάρεις μια ψωροσύνταξη, που στα δικά μας και στα δικά σου μάτια φαντάζει τζακ ποτ. Γίνεται να δουλέψουμε 35 χρόνια συνεχόμενα; Τσουκ!
Οπότε, Εύη, τι μένει;
-Ποια Εύη;
-Η δικιά μας η Εύη!
Μένει η κακή η σκέψη. Και τώρα πού πάω, τι κάνω, ποιος είμαι, ποιος είσαι, πού σε ξέρω, πού με ξέρεις, υποφέρω κι υποφέρεις. Τρως τα λύσσακά σου, πετάς και κανά δυό καυλόσπυρα-γιατί περί καύλας πρόκειται, μην φανταστείς- και κανέναν έρπη και συνεχίζεις τη μέρα σου παρέα με τις αράχνες.
Κι όμως έτσι δεν γίνεται ρε Εύη.
-Ποια Εύη;
– Η δικιά μας η Εύη! Τι έχουμε κάνει ή μάλλον τι δεν έχουμε κάνει και δεν γίνεται. Τόσες φορές αναρωτηθήκαμε και ποτέ δεν καταλήξαμε σε ένα βέβαιο συμπέρασμα. Δυό εγγράμματοι άνθρωποι κι άλλοι δυο από δίπλα-συν οι φίλοι και οι γνωστοί- άκρη δεν βγάλαμε.
Ώσπου μια μέρα πήραμε τηλέφωνο την Εύη.
-Ποια Εύη;
-Τη δικιά μας την Εύη!
Της βάλαμε που λες με το ντριν ντριν το ακουστικό στο αυτί και τη ρωτήσαμε. Και ξέρεις τι μας είπε; Αν δε την παλεύει αυτός που με πήρε, να κλείσει, να πάρει αλλού. Έτσι μας είπε η Εύη. -Ποια Εύη; -Η δικιά μας η Εύη! Άλλη Εύη δεν θελήσαμε να πάρουμε. Κρατήσαμε το παλεύει. Μας έκανε.