Δημοσιεύοντας την ανασκόπηση της ζωής του σε ένα (ήδη πολυσυζητημένο) βιβλίο 400 σελίδων με τίτλο «Apropos of Nothing», ο 84χρονος σκηνοθέτης πραγματοποιεί την γλυκόπικρη αναδρομή και ταυτόχρονα την μαινόμενη υπεράσπισή του σε ένα ανάγνωσμα που υπόσχεται να προκαλέσει ποικίλες αντιδράσεις.
Διάλεξα το παραπάνω απόσπασμα από την αυτοβιογραφία του Γούντι Άλεν διότι, εν μέρει, συνοψίζει το περιεχόμενο και το πνεύμα του βιβλίου: την παράθεση μιας πλούσιας σε συμβάντα ζωής, τη διαρκή σύγκρουση της κωμωδίας και του δράματος και τη μεταμφιεσμένη σε χιούμορ πικρία ενός σύγχρονου παρία του καλλιτεχνικού κόσμου. Στο σημείο αυτό να πω ότι ολοκλήρωσα τις 402 σελίδες του μέσα σε τρεις μέρες-όπως μάλλον φαντάζεται κάποιος από την υπογραφή του συγγραφέα πρόκειται για ένα σπαρταριστό ανάγνωσμα που σε καλεί να χαθείς στην χειμαρρώδη ροή του, είτε ο Άλεν περιδιαβαίνει με δηκτικό και διασκεδαστικά αποδομητικό τρόπο το παρελθόν και την καριέρα του είτε αναμετριέται με τις πιο αμφιλεγόμενες πτυχές του. Προτού προχωρήσω, όμως, να συμβουλέψω το εξής: Είναι πολύ σημαντικό να έχει τακτοποιήσει κανείς τις σκέψεις του για τον σκηνοθέτη, και ιδιαίτερα για την πιο αμφισβητήσιμη ηθικά πλευρά του βίου του, προτού προχωρήσει να διαβάσει την αυτοβιογραφία του.
Όλα όσα θέλατε να μάθετε για τον Γούντι Άλεν (αλλά φοβόσασταν να ρωτήσετε)
Υπάρχουν, ασφαλώς, πολλοί και διαφορετικοί αναγνώστες για το συγκεκριμένο βιβλίο. Υπάρχει καταρχάς η μερίδα κόσμου που έχει καταδικάσει στο μυαλό της τον 84χρονο δημιουργό και απλούστατα περιμένει, με ένα ξεφύλλισμα, να επιβεβαιώσει την απαξιωτική γνώμη του για αυτόν. Υπάρχουν οι ψύχραιμοι θεατές που παρακολουθούν σταθερά του έργο του, διατηρούν τις επιφυλάξεις τους ωστόσο για το αν η αλήθεια και η δικαιοσύνη γέρνει με το δικό του μέρος ή με το μέρος της Μία Φάροου και της θετής κόρης της, Ντίλαν. Υπάρχουν οι θαυμαστές των ταινιών του που, αν χρειαζόταν, δεν έχουν πρόβλημα να διαχωρίσουν τον καλλιτέχνη από τον άνθρωπο και αδημονούν για τις ανέκδοτες ιστορίες από τις κλασικότερες δημιουργίες του. Υπάρχουν, τέλος, και αυτοί που έχουν λύσει από νωρίς μέσα τους την πιθανότητα ενοχής του Γούντι Άλεν και αποφασίσει για την αθωότητά του. Όχι λόγω της συμπάθειας που του έχουν, αλλά βάσει των δύο τεκμηριωμένων αθωώσεων του σκηνοθέτη, που προέκυψαν κατόπιν ενδελεχούς έρευνας από υπηρεσίες ειδικές στην προστασία της παιδικής ηλικίας, οι οποίες κατέρριψαν την κατηγορία της σεξουαλικής κακοποίησης και την σκοπιμότητα οποιασδήποτε δίωξης εις βάρος του. Στην τελευταία κατηγορία ανήκω κι εγώ.
Το «Apropos of Nothing» περιέχει κάτι για τον καθέναν. Οι επικριτές θα αποδοκιμάσουν τον εντελώς αναπολογητικό τρόπο με τον οποίο ο Γούντι Άλεν αραδιάζει τις νευρώσεις, τις υποχονδρίες, τους σαρκασμούς και την δραστήρια λίμπιντό του, ενώ σίγουρα θα βρουν επιλήψιμο τον κάπως παρεΐστικο τρόπο με τον οποίο ανακινεί τις ερωτικές του περιπέτειες ή τα πικάντικα επίθετα («σεξιστικά» θα πουν κάποιοι, εγώ θα τα αποκαλούσα «παλιομοδίτικα») με τα οποία στολίζει τις γυναίκες της ζωής του και τις πρωταγωνίστριες των ταινιών του.
«Αν πέθαινα αυτή τη στιγμή, δεν θα είχα παράπονο-το ίδιο και αρκετοί άλλοι άνθρωποι»
Οι σκεπτικιστές θα δυσκολευτούν βεβαίως στα σημεία που αφορούν τη Μία Φάροου, θα παραδοθούν όμως στις νοσταλγικές διηγήσεις των εφηβικών χρόνων του σκηνοθέτη (οι οποίες μοιάζει να ξεπήδησαν από τις γλυκύτατες αναμνήσεις του αφηγητή στις «Μέρες Ραδιοφώνου»), θα βρουν μυθιστορηματική την περιγραφή μιας πορείας η οποία ξεκίνησε από τις φτωχογειτονιές του Μπρούκλιν και σκαρφάλωσε στα πολυτελή ρετιρέ του Μανχάταν και θα καλοδεχτούν τις απανωτές προσπάθειες του σκηνοθέτη να απομυθοποιήσει τον εαυτό του και να σαμποτάρει την δημόσια περσόνα του.
Παράδειγμα χαρακτηριστικό: «Ποτέ δεν διάβασα τον “Οδυσσέα”, τον “Δον Κιχώτη”, τη “Λολίτα”, το “Catch-22”, το “1984”, τίποτα από Βιρτζίνια Γουλφ, κανέναν Ε. Μ Φόρστερ, κανέναν Ντ. Χ. Λόρενς. Τίποτα από τις αδερφές Μπροντέ ή τον Ντίκενς. Όσον αφορά τις ταινίες, ποτέ δεν είδα το “Τσίρκο” του Τσάρλι Τσάπλιν ή τον “Θαλασσοπόρο” του Μπάστερ Κίτον. Ποτέ δεν είδα οποιαδήποτε βερσιόν του “Ένα Αστέρι Γεννιέται”. Ποτέ δεν είδα την “Κοιλάδα της Κατάρας” (“How Green Was my Valley”), τα “Ανεμοδαρμένα Ύψη”, το “Camille”, το “Ξέσπασμα μιας Ψυχής” (“Now, Voyager”), το “Μπεν Χουρ”, τη “Νύφη του Φρανκενστάιν” και πολλά άλλα. Δεν υποτιμώ τις δουλειές αυτές, για την αμάθειά μου μιλάω και για το πώς ένα ζευγάρι γυαλιά δεν αρκεί για να κάνει κάποιον ένα ιδιαίτερα μορφωμένο άτομο, πόσω μάλλον έναν διανοούμενο».
Οι φανατικοί θεατές του, από την άλλη, θα απολαύσουν τα παραλειπόμενα των ταινιών του και τις παρασκηνιακές λεπτομέρειες που πιθανόν θα διαβάζουν για πρώτη φορά. Όπως το ότι ο «Υπναράς» επρόκειτο αρχικά να γυριστεί ως μια φιλόδοξη κωμωδία τριών και βάλε ωρών, σε δύο μέρη (με διάλειμμα στη μέση) και σε δύο χρόνους (παρόν και μέλλον), το πώς ο «Νευρικός Εραστής» χρειάστηκε να μονταριστεί ξανά και ξανά μέχρι ο Άλεν να αποφασίσει το σωστό τέμπο της ταινίας, το γιατί ο «Σεπτέμβρης» γυρίστηκε δύο φορές (!), καθεμιά με διαφορετικό επιτελείο ηθοποιών, το ότι η Βανέσα Ρεντγκρέιβ απερρίφθη από ταινία του («πρέπει να είμαι ο μοναδικός σκηνοθέτης στον κόσμο που έκανε κάτι τέτοιο»), ο Μάικλ Κίτον χρειάστηκε να αντικατασταθεί από τον Τζεφ Ντάνιελς στο «Πορφυρό Ρόδο του Καΐρου», η Κέιτ Γουίνσλετ ήταν η πρώτη επιλογή για τον χαρακτήρα της Κέιτ Μπλάνσετ στη «Θλιμμένη Τζάσμιν» και ο Τζακ Νίκολσον για τον ρόλο του Μάικλ Κέιν στο «Η Χάνα και οι Αδερφές της» (προτίμησε να παίξει στην «Τιμή των Πρίτζι»), ή το ότι, εκτός από την Ντάιαν Κίτον (και αργότερα τις δύο αδερφές της!), ο Άλεν συνδέθηκε ρομαντικά και με την ηθοποιό του στο «Stardust Memories», Τζέσικα Χάρπερ («Suspiria»).
Κι αν τα κινηματογραφικά trivia δεν είναι αρκετά, τις σελίδες χρωματίζουν και ένα σωρό σπαρταριστά συμβάντα όπως οι ανεπιτυχείς προσπάθειες του Άλεν να γίνει επαγγελματίας σεφ («από μια απρόσμενη παράνοια που με έπιασε»), τα χαρτοπαιχτικά του ξενύχτια με τους Τσαρλς Μπρόνσον, Λι Μάρβιν, Τέλι Σαβάλας και Τζον Κασαβέτη (τον καιρό που εκείνοι γύριζαν το «Και οι 12 Ήταν Καθάρματα»), το αναπάντεχο μεθύσι του με τις μεγάλες κυρίες της οθόνης (και πρωταγωνίστριές του στο «Interiors») Τζέραλντιν Πέιτζ και Μορίν Στέιπλετον, το τι ακριβώς συνέβη τη ντροπιαστική βραδιά που με την σύζυγό του, Σουν-Γι, ξεκίνησαν για μια δεξίωση στο σπίτι του Πολάνσκι και κατέληξαν προσκεκλημένοι ενός άλλου, παντελώς αγνώστου Ρόμαν ή τη νύχτα εκείνη των τελών του ’70 όπου ο συνήθως αντικοινωνικός Γούντι έγινε οικοδεσπότης ενός υπερχλιδάτου πρωτοχρονιάτικου πάρτι με επιφανείς καλεσμένους.
Ντυμένος Γκράουτσο Μαρξ στο «Όλοι Λένε Σ’ Αγαπώ»
Διαλύοντας τον Γούντι
Όσον αφορά την τελευταία κατηγορία αναγνωστών, υποψιάζομαι ότι θα έρθουν, όπως κι εγώ, αντιμέτωποι με έναν κυκλοθυμικό τόμο που μοιάζει άτυπα με τρία βιβλία συσκευασμένα σε ένα. Το πρώτο (και καλύτερο) βιβλίο είναι η εξιστόρηση της παιδικής, σχολικής, αισθηματικής και επαγγελματικής αγωγής του Γούντι Άλεν, που καλύπτει τα χρόνια από τη γέννηση μέχρι τα τριάντα του και την διαδρομή που τον οδήγησε να γράφει αστεία για πετυχημένους χιουμορίστες της εποχής του, προτού κι ο ίδιος εισαχθεί με δάφνες στον κόσμο της κωμωδίας.
Το δεύτερο (και ιδιαίτερα κατατοπιστικό) βιβλίο είναι τα παρασκήνια των δυο πρώτων γάμων και της φιλμογραφίας του, η σύνοψη των επιρροών και των απόψεών του πάνω στο σινεμά, τη λογοτεχνία, το θέατρο, τη μουσική, αλλά και μια παρέλαση περιστάσεων και ονομάτων που ξεκινά από τον Μπέργκμαν, τον Γκράουτσο Μαρξ και τον Τένεσι Γουίλιαμς (τις τρεις τεράστιες λατρείες του Άλεν), περνά από επώνυμες και αναπάντεχες συναναστροφές του (από τον Όρσον Γουέλς και το ζεύγος Μπάρτον-Τέιλορ μέχρι τη θρυλική κριτικό Πολίν Κέιλ), στέκεται στο μακροχρόνιο πάθος του για την τζαζ και καταλήγει σε μια γενναιόδωρη αναφορά όλων σχεδόν των βασικών συνεργατών του στο σινεμά, ακόμα και εκείνων που πρόσφατα διάλεξαν να του γυρίσουν την πλάτη.
«Ένα ζευγάρι γυαλιά δεν αρκεί για να κάνει κάποιον διανοούμενο»
Αντιμετωπίζοντας ευθέως το συγκεκριμένο ζήτημα, ο Άλεν παραδέχεται: «Βρίσκω συναρπαστικό το γεγονός ότι τόσοι άνθρωποι επέλεξαν να αγνοήσουν τα δεδομένα και προτίμησαν να δεχτούν τον ισχυρισμό περί κακοποίησης, σχεδόν με προθυμία. Γιατί ήταν τόσο σημαντικό να θεωρηθώ παιδεραστής; Λαμβάνοντας υπόψη τον ασπίλωτο βίο μου και την ξεκάθαρη έλλειψη λογικής σε έναν τέτοιο ισχυρισμό, δεν θα έπρεπε να αντιμετωπιστεί με λίγο περισσότερο σκεπτικισμό;». Και συνεχίζει: «Ακόμα και όταν ο ίδιος ο δικηγόρος της Μία δήλωσε δημοσίως ότι δεν γνώριζε αν η κακοποίηση είχε όντως συμβεί ή αν τη φαντάστηκε η Ντίλαν, αυτό δεν σταμάτησε άντρες και γυναίκες ηθοποιούς να συναγωνιστούν ο ένας τον άλλο σε ηρωικές δηλώσεις. (…) Όταν κάποιοι από αυτούς ρωτήθηκαν γιατί δεν μίλησαν δημόσια, ενώ κατ’ ιδίαν μου δήλωναν τον αποτροπιασμό τους για την άδικη δημοσιότητα που λάμβανα, όλοι ομολόγησαν ότι φοβούνταν τις συνέπειες στην καριέρα τους».
Ιδανικό παράδειγμα σε αυτό τον ισχυρισμό; «Ο Τιμοτέ Σαλαμέ δήλωσε ότι μετάνιωσε που δούλεψε μαζί μου και θα παραχωρούσε την αμοιβή του σε αγαθοεργίες, όμως ορκίστηκε στην παραγωγό αδερφή μου ότι χρειαζόταν να πράξει με αυτό τον τρόπο γιατί ήταν υποψήφιος για Όσκαρ στο “Να με Φωνάζεις με τ’ Όνομά Σου” και πίστευε, μαζί με τον ατζέντη του, πως αν με αποδοκίμαζε είχε περισσότερες πιθανότητες να κερδίσει».
Ντίλαν και Γούντι, Μία και Ρόναν
Μάνα είναι μόνο Μία
Το τρίτο (και πιο δυσκολοχώνευτο) βιβλίο είναι η επώδυνη παράθεση της γνωριμίας και ιδιόρρυθμης σχέσης του με τη Μία Φάροου, του περιβόητου δεσμού του με την θετή της κόρη, Σουν-Γι Πρεβέν (με την ταυτόχρονη διάλυση από μέρους του οποιασδήποτε παρανόησης έχει υπάρξει για το θέμα) και της μετέπειτα κατηγορίας για την κακοποίηση της θετής θυγατέρας του, Ντίλαν, η οποία οδήγησε συνεπακόλουθα στη δημόσια διαπόμπευσή του. Εδώ ο Γούντι Άλεν, προσωπικός, συχνά αμείλικτος και με υπολογισμένες δόσεις (τραγικής) ειρωνείας, περιγράφει, σαν στιγμιότυπα από θρίλερ, όσα οδήγησαν στην (κατά τη γνώμη του) άδικη κατηγορία και διασυρμό του.
Το κάνει επικαλούμενος κάθε «βρωμερή» λεπτομέρεια. Αδιαφορώντας για τα όποια προσχήματα και λεπτότητες, αναλογιζόμενος προφανώς ότι το βιβλίο αυτό είναι η μοναδική ευκαιρία που του απομένει για να πει τα πράγματα όπως εκείνος το βίωσε και να αποκρούσει τις λανθασμένες εντυπώσεις, ο Άλεν επιδίδεται σε μια θυμωμένη (και από θέση βαθιάς απελπισίας) επίθεση στην πρώην σύντροφο και υπεύθυνη όλων σχεδόν των δεινών του.
«H Φάροου εγκατέλειψε μια αξιαγάπητη κορούλα της, η οποία πάλευε με τον ιό του AIDS, να πεθάνει ολομόναχη σε ένα νοσοκομείο, την ημέρα των Χριστουγέννων»
Ξεκινώντας από τα πρώτα τους ερωτοτροπήματα και μια σειρά ανησυχητικών σημαδιών στη συμπεριφορά της Φάροου, στα οποία επέλεξε να μη δώσει την δέουσα σημασία, ο σκηνοθέτης πλέκει εκτενώς το εγκώμιο της ως πρωταγωνίστριά του, όμως συνάμα σκιαγραφεί το βλοσυρό πορτρέτο μιας απερίσκεπτης μητέρας, μιας συμπλεγματικής γυναίκας και μιας εκδικητικής δολοπλόκου. Η παράταξη των επεισοδίων αυτών προκαλεί δυσφορία. Γιατί πώς αλλιώς να αντιμετωπίσει κανείς αποσπάσματα όπως αυτά που ακολουθούν;
«Η Μία ταξίδεψε κάποτε μέχρι το Τέξας με τη Σουν Γι για να υιοθετήσει εκεί ένα βρέφος μεξικανικής καταγωγής και μετά από λίγες μέρες παραμονής του μωρού στο διαμέρισμά της, το γύρισε πίσω για λόγους τους οποίους μόνο εκείνη γνωρίζει. Τη θυμάμαι επίσης να υιοθετεί ένα αγοράκι με δισχιδή ράχη, το οποίο έμεινε στο διαμέρισμά της για κάμποσες εβδομάδες μέχρι που το επέστρεψε, γιατί ο γιος της Φλέτσερ το βρήκε ενοχλητικό! (…) Όπως επισήμανε η Σουν-Γι (με βάση τα όσα έζησε κοντά της), η Μία απολάμβανε να υιοθετεί με τον ίδιο τρόπο που κάποιος αγοράζει ένα νέο παιχνίδι. Απολάμβανε τη φήμη της αγίας, τον δημόσιο θαυμασμό, όμως δεν της άρεσε να μεγαλώνει τα παιδιά αυτά και στην πραγματικότητα δεν τα φρόντιζε. (…) Δεν προκαλεί απορία το γεγονός ότι δύο υιοθετημένα παιδιά της αυτοκτόνησαν. Ένα ακόμη παιδί αποπειράθηκε να κάνει το ίδιο, ενώ μια αξιαγάπητη κορούλα που είχε, η οποία πάλευε στα τριάντα της με τον ιό του AIDS, την εγκατέλειψε να πεθάνει ολομόναχη σε ένα νοσοκομείο, την ημέρα των Χριστουγέννων».
Ένας από τους θετούς γιους του Άλεν, ο Μόουζες, δανείζει στο βιβλίο την εξής αποτρόπαιη ιστορία: «Οι περισσότερες δημοσιογραφικές πηγές ισχυρίστηκαν ότι η αδερφή μου Ταμ πέθανε από “καρδιακή ανεπάρκεια”, στα 21 της χρόνια. Στην πραγματικότητα, η Ταμ πάλευε με την κατάθλιψη για το μεγαλύτερο μέρος της ζωής της, μια κατάσταση την οποία δυσχέραινε το ότι η μητέρα μας αρνιόταν να της παράσχει βοήθεια, με την αιτιολογία ότι “η Ταμ είναι κακοδιάθετη”. Ένα απόγευμα του 2000, έπειτα από ένα καβγά με τη Μία που είχε ως αποτέλεσμα η μητέρα μου να φύγει από το σπίτι, η Ταμ αυτοκτόνησε λαμβάνοντας υπερβολική δόση χαπιών, μια πράξη την οποία η μητέρα μου έλεγε στους άλλους ότι έγινε από ατύχημα».
Τα πράγματα γίνονται ακόμη πιο δυσάρεστα όταν η Μία Φάροου ανακαλύπτει ότι ο (πλέον πρώην) σύντροφός της είχε συνάψει δεσμό με τη Σουν-Γι Πρεβέν. Ο Άλεν κατανοεί ασφαλώς την οργή της, ωστόσο «τη μέρα που ανακάλυψε τη σχέση μας μάζεψε όλα τα παιδιά και τους είπε κάθε λεπτομέρεια. Αφού τους διαβεβαίωσε ότι βίασα την Σουν-Γι, γεγονός που έκανε τον τετράχρονο τότε Σάτσελ (σ.σ.: μετέπειτα Ρόναν) να λέει στον κόσμο ότι “ο μπαμπάς μου γαμάει την αδερφή μου”, τηλεφωνούσε σε ανθρώπους και τους έλεγε ότι είχα βιάσει την ανήλικη, καθυστερημένη κόρη της. Αμέσως μετά κλείδωσε την Σουν-Γι στο δωμάτιό της, την χτύπησε και την κλώτσησε, και διέκοψε με τον πατέρα της, Αντρέ Πρεβέν, τα δίδακτρά της για το κολλέγιο».
Σύμφωνα με τον Άλεν, η Φάροου κακομεταχειριζόταν από μικρή ηλικία τη Σουν-Γι, χειροδικούσε συχνά επάνω της, ενώ δεν έχανε ευκαιρία να δηλώνει σε γνωστούς της ότι το κορίτσι είχε πνευματική στέρηση, απλούστατα επειδή άργησε να μάθει την αγγλική γλώσσα σε σχέση με τα υπόλοιπα υιοθετημένα παιδιά της. «Μπορεί η Μία να διαβεβαίωνε ένα σωρό ανθρώπους ότι η Σουν-Γι ήταν “καθυστερημένη”, εκείνη όμως αποφοίτησε από το κολλέγιο, πήρε το μάστερ της στο Πανεπιστήμιο της Κολούμπια, εργάστηκε και αργότερα μεγάλωσε μια οικογένεια».
Με τον μικρό Μόουζες Φάροου
Ο πατέρας στη σοφίτα
Για τη χιονοστιβάδα που θα ακολουθούσε- και η οποία αναλύεται στις σελίδες του βιβλίου με τη βοήθεια καταθέσεων από μάρτυρες και τους άμεσα εμπλεκόμενους στην υπόθεση της φημολογούμενης κακοποίησης, ο Άλεν δηλώνει θορυβημένος από μια επικοινωνία με την πρώην γυναίκα του Αντρέ Πρεβέν, η οποία υπήρξε και επιστήθια φίλη της Μία Φάροου μέχρι τη στιγμή που εκείνη μπήκε ύπουλα ανάμεσά τους και τους χώρισε. «Η Ντόρι Πρεβέν, με την οποία δεν είχαμε ποτέ μιλήσει, μου τηλεφώνησε και με προειδοποίησε για ένα τραγούδι το οποίο είχε γράψει το 1970 και μιλούσε για αιμομειξία. Οι στίχοι του αναφέρονταν σε κάποια συνάντηση που συνέβη μεταξύ ενός μικρού κοριτσιού με τον πατέρα του στη σοφίτα. Το τραγούδι είναι το “Daddy in the Attic” και οι στίχοι του είχαν ως εξής:
“Και θα παίξει το κλαρινέτο του
όσο εγώ βρίσκομαι σε απόγνωση
με τον πατέρα μου στη σοφίτα”
Μου είπε ότι είναι βέβαιη ότι από εκεί πήρε η Μία την ιδέα να τοποθετήσει μια ψευδή κατηγορία κακοποίησης με τόπο δράσης τη σοφίτα».
«Η γκουβερνάντα μας κατέθεσε ότι είδε την Μία να έχει στριμώξει με τις ώρες σε ένα δωμάτιο γυμνή την εφτάχρονη Ντίλαν και να τη μαγνητοφωνεί να περιγράφει πώς ο πατέρας της υποτίθεται ότι την άγγιξε στη σοφίτα»
Ο Άλεν ξεδιπλώνει με λεπτομέρεια τι ακριβώς συνέβη εκείνη την αυγουστιάτικη μέρα του 1992, όταν υποτίθεται ότι επιτέθηκε σεξουαλικά στην εφτάχρονη Ντίλαν, μέσα στη σοφίτα του εξοχικού σπιτιού της Φάροου, και ανάμεσα στον πακτωλό πληροφοριών που δίνει υπάρχει και η μαρτυρία του γιου του, ο οποίος ισχυρίστηκε πως η μητέρα του σκαρφίστηκε την τερατώδη αυτή σκευωρία και την δασκάλεψε στην κόρη της. «Σύμφωνα με τα όσα δημοσίως κατέστησε σαφή ο Μόουζες, ήταν η Μόνικα, η γκουβερνάντα μας, που αργότερα κατέθεσε ότι είδε την Μία να έχει στριμώξει με τις ώρες σε ένα δωμάτιο γυμνή την εφτάχρονη Ντίλαν και να τη μαγνητοφωνεί να περιγράφει πώς ο πατέρας της υποτίθεται ότι την άγγιξε στη σοφίτα, λέγοντας μάλιστα ότι χρειάστηκαν στη Μία δύο με τρεις μέρες μέχρι να πάρει την ηχογράφηση που επιθυμούσε».
Ο Άλεν δεν αφήνει ούτε τον Ρόναν Φάροου στο απυρόβλητο, ξεκινώντας από την αφύσικη εμμονή της μητέρας του σε αυτόν (αναφέρεται ότι μέχρι τα έντεκα του χρόνια κοιμόταν γυμνή μαζί του, ενώ επέμενε να τον θηλάζει πέρα από το επιτρεπτό ηλικιακό όριο) και φτάνοντας στο πώς ενορχήστρωσε την επίθεση του αμερικανικού Τύπου ενάντια στον πατέρα του (αν και υπάρχει το ενδεχόμενο πραγματικός πατέρας του να ήταν ο Φρανκ Σινάτρα).
«Όταν η Σουν-Γι μίλησε για πρώτη φορά δημοσίως, θέλοντας να δώσει τη δική της εκδοχή των γεγονότων στο περιοδικό New York, ο Ρόναν τηλεφώνησε στον διευθυντή του και τον πίεσε να μην βγει το θέμα. Ο διευθυντής δεσμεύτηκε να αφαιρέσει από το άρθρο λεπτομέρειες που μπορεί να έθιγαν την οικογένεια Φάροου και το απέσυρε από το εξώφυλλο του περιοδικού. Αυτό δεν είναι η πεμπτουσία της υποκρισίας από τη στιγμή που ο Ρόναν γράφει βιβλίο, κατακρίνοντας το κανάλι του NBC επειδή προσπάθησε να εξαφανίσει το δικό του θέμα εναντίον του Χάρβεϊ Γουάινστιν; (…) Ο Ρόναν Φάροου πάντοτε ενθάρρυνε δημοσίως γυναίκες να μιλήσουν. Όταν ήρθε η ώρα όμως να πει η Σουν-Γι τη δική της ιστορία, δεν του άρεσε αυτό που άκουσε. Δεν έχει πρόβλημα να λένε οι γυναίκες την αλήθεια αρκεί να πρόκειται για την εκδοχή της αλήθειας που του έχει επιβάλλει η Μαμά του».
Παρεμπιπτόντως, μιλώντας για υποκρισία: «Παρόλα τα ψεύτικα ξεσπάσματα της Μία για τον υποτιθέμενο βιασμό ενός ανήλικου κοριτσιού, ταξίδεψε μέχρι το Λονδίνο για να καταθέσει υπέρ του Ρόμαν Πολάνσκι ο οποίος έχει ομολογήσει ότι έκανε σεξ με μια ανήλικη και καταδικαστεί. Πραγματικό θύμα, η εν λόγω κοπέλα είναι πλέον μεγάλη και έχει συγχωρέσει τον Ρόμαν, όταν όμως η Μία θέλησε μέσω twitter να της απολογηθεί για το γεγονός ότι κατέθεσε υπέρ του Πολάνσκι, η γυναίκα έγραψε: “Δεν χρειάστηκα την συγγνώμη της και δεν την ήθελα. Ένιωσα να με χρησιμοποιεί κάποια η οποία προωθεί τη δική της βεντέτα ενάντια στον Γούντι Άλεν”».
Με τη Σουν-Γι
Μια αυτοβιογραφία σε σύγκρουση με τον εαυτό της
Έρχεται, φυσικά, η στιγμή που το δυσβάσταχτο αυτό κομμάτι, το οποίο βρίσκεται στη μέση ακριβώς του βιβλίου και καλύπτει περίπου εκατό πυκνογραμμένες σελίδες, λαμβάνει τέλος. Ακόμα κι όταν αυτό συμβεί, όμως, ο αναγνώστης δύσκολα ξεπερνά τον συσσωρευμένο ζόφο ή το πλήρες ξεγύμνωμα της ιδιωτικής ζωής του σκηνοθέτη στο οποίο απρόθυμα εκτίθεται. Επιπλέον, τα κεφάλαια που αφορούν τη Μία Φάροου και το σκάνδαλο ρίχνουν αναπόφευκτα μια βαριά σκιά σε οτιδήποτε άλλο ακολουθεί. Όσο κι αν ο Άλεν προσπαθεί να την καταστείλει, στρέφοντας την προσοχή αλλού, μια θλίψη και μια απόγνωση βγαίνει διαρκώς στην επιφάνεια.
«Ο Ρόναν Φάροου δεν έχει πρόβλημα να λένε οι γυναίκες δημόσια την αλήθεια αρκεί να πρόκειται για την εκδοχή της αλήθειας που του έχει επιβάλλει η μαμά του»
Εδώ, όμως, υπάρχει και το παράδειγμα μιας χαμένης ευκαιρίας: με την ζηλευτή γραφή του και τις larger than life εμπειρίες του ο Άλεν μπορούσε να είχε υπογράψει μια θαυμάσια πραγματεία πάνω στη διασημότητα, τις ρομαντικές χίμαιρες της ζωής, το αμερικανικό όνειρο (και τις σκοτεινές παραμέτρους του), την καλλιτεχνική ανεξαρτησία (μαζί με το τίμημά της), την υπαρξιακή θέση καθενός μας απέναντι στη βεβαιότητα του θανάτου, το χιούμορ ως το μοναδικό μας αντίδοτο και οχυρό. Αντιθέτως, το «Apropos of Nothing» μοιάζει σε σημεία με μαρτυρολόγιο, πρωταγωνιστής του οποίου γίνεται ένας από τους πιο αγαπητούς σκηνοθέτες και διώκτες του η αμερικανική κοινή γνώμη, ο φαρισαϊκός κόσμος του θεάματος, τα σύγχρονα κυνήγια μαγισσών και η ανεξέλεγκτη υστερία με την πολιτική ορθότητα.
«Στην αληθινή ζωή», γράφει σε κάποιο σημείο ο Άλεν, «είμαι η Μπλανς Ντιμπουά. Η Μπλανς λέει “δεν θέλω πραγματικότητα, θέλω μαγεία”. Κι εγώ αντιπαθούσα πάντοτε την πραγματικότητα και ποθούσα τη μαγεία. Προσπάθησα να γίνω μάγος, αλλά ανακάλυψα ότι μπορούσα να χειραγωγώ μόνο τραπουλόχαρτα ή νομίσματα και όχι το σύμπαν». Αν υπάρχει μια τραγωδία στην αυτοβιογραφία του σκηνοθέτη, αυτή είναι το σκληρό και ανεξίτηλο αποτύπωμα που αφήνει τελικά η πραγματικότητα επάνω του.
Με την Νταϊάν Κίτον στον «Νευρικό Εραστή»
Δέκα ακόμη αποσπάσματα από το βιβλίο
Τι έκανε τη βραδιά που ο «Νευρικός Εραστής» θριάμβευε στα Όσκαρ;
«’Επαιζα τζαζ στη Νέα Υόρκη και χρησιμοποίησα την εκδήλωση αυτή ως δικαιολογία προκειμένου να μην παραστώ στην τελετή απονομής των Όσκαρ. Αλλά και ελεύθερος να ήμουν εκείνο το βράδυ, δεν θα πήγαινα. Δεν μου αρέσει η ιδέα των βραβείων για καλλιτεχνικά επιτεύγματα. Οπότε έπαιξα μουσική όσο καλύτερα μπορούσα, γύρισα σπίτι, έπεσα για ύπνο και την επομένη μέρα, χαμηλά στην πρώτη σελίδα των New York Times, διάβασα ότι είχαμε κερδίσει τέσσερα Όσκαρ, μεταξύ των οποίων και εκείνο της Καλύτερης Ταινίας. Αντέδρασα με τον ίδιο τρόπο που αντέδρασα στην είδηση της δολοφονίας του Τζον Κένεντι. Το σκέφτηκα για ένα λεπτό, μετά τελείωσα το μπολ με τα δημητριακά μου και έκατσα στη γραφομηχανή μου».Πόση αδυναμία έχει τελικά στις νεαρότερες γυναίκες;
«Πολλές εικασίες έκανε ο Τύπος μέσα στα χρόνια για την ιδέα ότι έλκομαι από νεαρά κορίτσια, τα πράγματα δεν έχουν όμως έτσι. Η πρώτη μου σύζυγος ήταν τρία χρόνια μικρότερη από εμένα. Το ίδιο και η δεύτερη γυναίκα μου. Η Νταϊάν Κίτον ήταν “στην κατάλληλη ηλικία”», το ίδιο και η Μία Φάροου, με την οποία είχαμε σχέση δεκατρία χρόνια. Από όλες τις γυναίκες με τις οποίες έτυχε να εμπλακώ αισθηματικά μέσα στις δεκαετίες, σχεδόν καμία τους δεν ήταν πολύ νεώτερη από εμένα. Μόνο μία ήταν μικρότερη, με την οποία όμως δεν υπήρξε ερωτικό ενδιαφέρον. Την κάλεσα απλώς σε ένα ταξίδι που θα έκανα στο Παρίσι. Απέρριψε την πρότασή μου και εκεί έληξε το θέμα. Ήταν η Μάριελ Χέμινγουεϊ» (Σημ: η συμπρωταγωνίστριά του στο «Μανχάταν»).
Γιατί θα μείνει για πάντα ένας άνθρωπος της πόλης;
«Μισώ την εξοχή. Δε με ενοχλεί τόσο στο φως της μέρας, αν και καθόλου δεν με ενθουσιάζει η πάχνη στα παπούτσια μου. Όμως το βράδυ που όλα σκοτεινιάζουν και είναι σιωπηλά, πάντα περιμένω να δω ένα γδαρμένο χέρι να προβάλλει από τη λίμνη ή δύο κόκκινα μάτια να κοιτάζουν από το παράθυρο».
Του αρέσουν όλες οι κλασικές ταινίες;
«Το “Μερικοί το Προτιμούν Καυτό” και το “Η Γυναίκα με τη Λεοπάρδαλη” (“Bringing Up Baby”) δεν τα βρήκα αστεία. Ούτε μου αρέσει το “Μια Υπέροχη Ζωή”. Ειλικρινά θα μπορούσα να στραγγαλίσω τον γλυκούλη φύλακα άγγελο. Δεν με έπεισε ποτέ το “Μεγάλε μου Έρωτα” (“An Affair to Remember”). Λατρεύω τον Χίτσκοκ αλλά δε μπορώ να δω με κανέναν τρόπο τον “Δεσμώτη του Ιλίγγου”. Τρελαίνομαι για Λιούμπιτς αλλά το “Να Ζει Κανείς Ή Να Μη Ζει” δεν το βρήκα αστείο. Το “Μπελάδες στον Παράδεισο” (“Trouble in Paradise”) από την άλλη είναι απίθανο. Λατρεύω τα μιούζικαλ: “Τραγουδώντας στη Βροχή”, “Ζιζί”, “Το Τραγούδι της Αγάπης” (“Meet Me in St. Louis”), “Έναν Χορό για Σένα” (“The Band Wagon”), “Ωραία μου Κυρία”. Δε μου άρεσε ποτέ το “Ένας Αμερικανός στο Παρίσι”. Δεν γέλασα ποτέ με τους Λόρεν και Χάρντι. Φυσικά οι Αδελφοί Μαρξ και ο Γ. Σ. Φιλντς είναι οι σπουδαιότεροι…Τρελαίνομαι για το “Γεννημένη Χθες” (“Born Yesterday”), ιδίως έτσι που το ερμήνευσαν η Τζούντι Χόλιντεϊ και ο Μπρόντερικ Κρόφορντ. Αντιθέτως, ο “Μεγάλος Δικτάτορας” και ο “Κύριος Βερντού” ουδέποτε μου φάνηκαν στο ελάχιστο αστεία».
Τι έρχεται πρώτο; Το σενάριο ή η σκηνοθεσία;
«Η θεωρία μου είναι ότι ένας μέτριος σκηνοθέτης μπορεί να κάνει μια καλή ταινία βασισμένος σε ένα πρώτης τάξεως σενάριο, όμως ένας σπουδαίος σκηνοθέτης δε μπορεί να μετατρέψει ένα άθλιο σενάριο σε μια εξαιρετική ταινία».
Μια συμβουλή σε επίδοξους σκηνοθέτες;
«Να προσλαμβάνεις πάντοτε σπουδαίους ερμηνευτές και να τους αδειάζεις τη γωνία. Αυτό ήταν πάντα το σκηνοθετικό μου μυστικό. Αυτό, και το να σχολάς στις πέντε το απόγευμα!».
Το ποτήρι είναι μισοάδειο ή μισογεμάτο;
«Μερικοί άνθρωποι βλέπουν το ποτήρι μισοάδειο, μερικοί το βλέπουν μισογεμάτο. Εγώ βλέπω το φέρετρο μισοάδειο».
Μια περίοδο στη ζωή του όπου ήταν πραγματικά ευτυχισμένος;
«Θα έλεγα τα χρόνια μου με την Σουν-Γι. Την λάτρευα και παρά το μέγεθος των πυρών που δέχτηκα, επειδή επιδίωξα να είμαι μαζί της, άξιζε το κάθε δευτερόλεπτο. Σκέφτηκα ποτέ ότι θα προτιμούσα να μην είχα διαλέξει να είμαι μαζί της. Αν γνώριζα εξαρχής τις συνέπειες που με περίμεναν, θα είχα διαλέξει να μην είμαι μαζί της; Η απάντησή μου είναι ότι θα το ξανάκανα από την αρχή και το μεγαλύτερο επίτευγμα της ζωής μου δεν είναι οι ταινίες μου αλλά το ότι κατάφερα να απελευθερώσω την Σουν-Γι από μια φρικτή κατάσταση και της παρείχα την ευκαιρία να ανθίσει και να συνειδητοποιήσει τις δυνατότητές της».Μήπως είναι τελικά ένας σκηνοθέτης γυναικών;
«Για κάποιον που έχει υποστεί αρκετές βολές από τους ζηλωτές του #MeToo, τα πρακτικά μου με το αντίθετο φύλο δεν είναι καθόλου άσχημα. Στα πενήντα χρόνια που γυρίζω ταινίες, και έχοντας δουλέψει με εκατοντάδες ηθοποιούς, εξασφάλισα 106 πρωταγωνιστικούς γυναικείους ρόλους με 62 ερμηνευτικές υποψηφιότητες για τις ηθοποιούς, χωρίς ούτε μια νύξη απρεπούς συμπεριφοράς προς κάποια από αυτές. Ή προς κάποια από τις κομπάρσους. Ή προς κάποια από τις αντικαταστάτριές τους σε μια σκηνή. Αφότου ξεκίνησα να δουλεύω ανεξάρτητος από τα στούντιο, προσέλαβα 230 γυναίκες ως επικεφαλής των συνεργείων πίσω από την κάμερα, για να μην αναφερθώ σε μοντέζ ή παραγωγούς, και καθεμιά τους πληρώθηκε το ίδιο ακριβώς ποσό με τους άντρες στις ταινίες μου».
Ποιος χαρακτήρας δικής του ταινίας του μοιάζει περισσότερο;
«Το μόνο που χρειάζεται είναι να κοιτάξετε την Σεσίλια στο “Πορφυρό Ρόδο του Καΐρου” για να πάρετε την απάντησή σας.»
INFO: Το βιβλίο «Apropos of Nothing» κυκλοφορεί στο εξωτερικό από την Arcade Publishing
Πηγή cinemagazine.gr