Η γιαγιά μου, η μαμά της μαμάς μου, έφυγε νέα.
Όσο ήταν όμως ζωντανή Πάσχα κάναμε στο χωριό. Το χωριό μου λέγεται Άγιοι Θεόδωροι και βρίσκεται στα Γρεβενά στο δρόμο για Καλαμπάκα. Είναι μικρό και ήσυχο. Έχει όμορφη φύση και ωραίο ηλιοβασίλεμα.
Στο χωριό περνούσαμε καλά. Μαζευόμασταν πολλοί, όλο το σόι δηλαδή, κι ακολουθούσε μεγάλο φαγοπότι, αφού είχαν προηγηθεί τελετουργικές σχεδόν προετοιμασίες. Και μιας και ήμασταν πολλοί τα πειράγματα και οι μικροτσακωμοί ποτέ δεν έλειπαν. Εξάλλου, σε κάθε οικογενειακό τραπέζι υπάρχουν και όσο περνούν τα χρόνια τόσο οι απαιτήσεις ανεβαίνουν κι οι πολιτικές συζητήσεις κλιμακώνονται. Τότε ήταν οι ώρες ύπνου, το φαΐ, οι βαθμοί, μετά το πτυχίο και τώρα η δουλειά, η παντρειά και το εγγόνι και δεν συνεχίζω άλλο, γιατί σε λίγο θα τα ‘χω ζωντανά στα αυτιά μου.
Έχω πολλές μνήμες από εκείνες τις Πασχαλιές. Μία δεν την ξεχνάω με τίποτα.
Ο παππούς μου είχε μεγάλο κήπο, κότες, γουρούνια, κουνέλια και κατσίκια. Έτσι λοιπόν, μεγαλώσαμε με τη μυρωδιά του μουσκεμένου χώματος και της κοπριάς κάτω απ’ τη μύτη. Με όλα αυτά γύρω μας ήμασταν μπροστά σε κάθε πότισμα κήπου και σφάξιμου ζώου. Έχουμε δει πώς ξεπουπουλιάζουν τις κότες, πώς πυροβολούν το γουρούνι, πώς δίνουν μια στο λαιμό του κουνελιού, πώς κρεμούν το κατσίκι σε ένα κλαδί ενός δέντρου, πώς το φουσκώνουν με το καλαμάκι για να το γδάρουν…
Εμάς τότε το αγαπημένο μας παιχνίδι ήταν να μπαίνουμε κάτω από το πάπλωμα και να φτιάχνουμε σπηλιές, να κάνουμε ποδήλατο και να προσπαθούμε να μην πατήσουμε με τη ρόδα τις κακαράντζες, να σπάμε αυγά, να κόβουμε όλα τα λουλούδια του δικού μας σπιτιού και των γύρω γειτόνων και συγχωριανών, να χτυπιόμαστε και να μαλώνουμε, να τρώμε του σκασμού, να λερωνόμαστε κι ύστερα να πέφτουμε ξεροί για ύπνο.
Ένα βράδυ -πριν την Ανάσταση ήταν θυμάμαι, μπορεί και Μεγάλη Πέμπτη προς ξημερώματα Μεγάλης Παρασκευής- σηκώθηκα να πάω προς νερού μου. Το δωμάτιο που κοιμόμουν ήταν μακριά από το μπάνιο και κανένα φως δεν ήταν ανοιχτό και δεν ξέρω καν γιατί δεν άνοιξα ούτε του διαδρόμου. Έτσι, προσπάθησα να διασχίσω όλον τον διάδρομο μέχρι το μπάνιο στα σκοτεινά και στα τυφλά πιασμένη από τον τοίχο. Ένα, δύο, τρία βήματα και στο τέταρτο πλιατς μέσα σε μία από τις λεκάνες που ήταν αραδιασμένες με τα αίματα, τα ‘ντερα, τα κρέατα!
Ω, Χριστέ αηδία!
Ακόμα δεν μπορώ να ξεχάσω αυτήν την αίσθηση του γυμνού ποδιού μέσα σε φρεσκοσφαγμένο μέρος ζώου και της ποτισμένης από αίμα πιτζάμας. Περισσότερο για καρδιά και συκωτάκι το θυμάμαι. Μαγειρίτσα μια φορά δεν τρώω.
Βέβαια-να τα λέμε κι αυτά-μ’ αρέσει πολύ το κρέας. Σιχαίνομαι λίγο να το πιάσω όταν είναι ωμό, αλλά τρελαίνομαι να το τρώω ψητό, σουβλιστό, τηγανητό και ελάχιστα βραστό. Πού να μην είχα κι όλη αυτήν τη βουκολική επαφή!
Μία απορία όμως μου έχει μείνει από τότε.
Το ό,τι πάτησα μέσα στη λεκάνη με τα κρέατα μου άφησε, ας πούμε, ένα είδος κουσουριού και πάντα από τότε να παθαίνω και να λέω· ρε Ελένη, πάλι μες την πίτα πάτησες;
Χρόνια Πολλά!