Ήμουν λίγο άρρωστη θυμάμαι.
Όχι, κάτι σοβαρό. Μια ανοιξιάτικη γριπούλα. Από εκείνες που είσαι με το χαρτομάντιλο στο χέρι και σε κάθε τσέπη των ρούχων σου βρίσκεις κι από ένα.
Ήταν Σάββατο βράδυ και μόλις είχα σχολάσει από το εργαστήριο Δημιουργικής Γραφής που διοργανώνω πλέον μια φορά το μήνα. Σπίτι να πάω δεν ήθελα.
Όταν ανοίγει ο καιρός δεν μου αρέσει καθόλου να κάθομαι μέσα. Θέλω να βγαίνω έξω. Αν είναι δυνατόν από το πρωί ως το βράδυ. Με καλή παρέα, μουσική ή και μόνη μου να τριγυρνάω στα μαγαζιά και στις πλατείες.
Έτσι και το βράδυ εκείνο ο δρόμος με έβγαλε σε ένα μαγαζί που έπαιζε κατωιταλιώτικα τραγούδια. Ήταν η δεύτερη φορά που τα άκουγα live και πολύ μου άρεσαν. Είναι χαρούμενα και διασκεδαστικά.
Παρήγγειλα ένα μεγάλο ποτήρι μπύρα και μια μερίδα φαγητό. Αφού ξεδίψασα και χόρτασα την πείνα μου σηκώθηκα να χορέψω.
Εκείνη την ώρα έπαιζε μόνο ταραντέλες. Κάποιες κοπέλες με τράβηξαν από το χέρι και μου είπαν να βγάλω τις γόβες μου. Τις έβγαλα και τις άφησα κάτω από ένα τραπέζι. Τώρα ήταν καλύτερα. Μετά μου είπαν να πιάσω λίγο τη φούστα μου και να αρχίσω κουνάω τα πόδια μου. Γρήγορα. Να πατάω στο αριστερό και να κάνω με το δεξί επιτόπου βήματα μπρος και πίσω. Κι ύστερα μια στροφή, κι ύστερα κι άλλη κι ύστερα να σταυρώνω τα πόδια μου.
Βήματα δεν έχει αυτός ο χορός. Ακούς το ρυθμό και χορεύεις σαν να σε τσίμπησε αράχνη. Χορεύεις μέχρι να ιδρώσεις, μέχρι να μην μπορείς να βγάλεις ανάσα.
Κι αυτός είναι ο σκοπός αυτού του χορού.
Να σε κάνει να χαμογελάς και να ξεχνάς ό,τι σε βαραίνει.
Αν ήμουνα γιατρός στις ανοιξιάτικες γρίπες, ταραντέλες θα συνιστούσα.