Είχε έρθει η άνοιξη, γι΄αυτό δεν ένιωθα πια την ίδια ασφυξία στην επιστροφή μου. Ο ίδιος σταθμός αυτή τη φορά ήταν φιλόξενος. Δε με εκνεύριζαν οι λεπτομέρειες, το ταξίδι ξεχάστηκε, όπως και εκείνο το τραγούδι. Ευτυχώς ο ήλιος ήταν συνεπής, οι Κυριακές ζητούσαν εκδρομή, οι ανθισμένες αμυγδαλιές ήταν η αφορμή. Μου αρκούσε που ο άνεμος έκανε απρόσφορη κάθε απόπειρα να σε θυμάμαι, έτσι κι αλλιώς αρκέστηκες στα τείχη σου, έτσι κι αλλιώς μακριά μου.
Δεν χρειάστηκα αποσκευές. Εδώ, ελάχιστα χρειαζόμαστε και ελάχιστα μας λείπουν. Και αν δεν είμαστε ευτυχισμένοι, είναι που θυσιάζουμε την ηρεμία μας και θολώνουν τα ξεκάθαρα. Δενόμαστε με τα αντικείμενα γιατί μας θυμίζουν ότι ζήσαμε τη στιγμή σαν να μην βρεθήκαμε ποτέ εκεί. Αυτοπροσβολή. Την κλειδώσαμε μέσα μας για να μην δραπετεύσει μετά. Αυτογνωσία. Ο αέρας τώρα δυνάμωσε, παρέσυρε μαζί του όλους τους ήχους της άνοιξης, και κάτι ψιθύρους πίσω από το παράθυρο «που κάποιος ξέχασε να κλείσει». Ήταν μια από εκείνες τις μέρες που μεθάς από το άρωμα της άνοιξης. Δεν ένιωθα την παραμικρή κούραση, κι ας ταξίδευα τόσες ώρες. Ήθελα να περπατήσω σε όλη την πόλη, να χαζέψω την κίνηση της. Σαν ψέμα φαινόταν που μπορούσα να ανασάνω, σαν ψέμα φαινόταν που μπορούσα να δω τα παιδιά να παίζουν έξω μαζί, σαν ψέμα που έβλεπα πρόσωπα και όχι σκυθρωπά μάτια και χαμηλά βλέμματα. Αγόρασα αμέσως ένα εισιτήριο, κάτι τέτοιες μέρες δεν κυλούν χωρίς το παράλληλο σύμπαν της σκηνής. This is Not Romeo and Juliet.
Δεν ήταν οι δρόμοι το εμπόδιο, δεν έπλαθα πια δικαιολογίες για να μείνω, γκρεμίστηκε η παραμικρή ιδέα που είχα για τη σιγουριά. Πλάνη είναι η σιγουριά, παρά γνώση, καλύτερο το άγνωστο, άκουσε με, δεν έχει όρια. Μετακόμισα, σχεδόν συνειδητά. Χωρίς να το καταλάβεις βρήκα νέα τραγούδια, αγαπάω πιο πολύ τα χρώματα, αναπνέω ελεύθερα, με προσέχω. Δε με πνίγουν τέσσερις τοίχοι. «Απ΄το σκοτάδι ξέρω τί να περιμένω». Ταξιδεύω παντού, μόνη μου, το τηλέφωνο μου είναι κατειλημμένο. Μέχρι σήμερα λυπόμουν για το χρόνο που έφυγε, μέχρι σήμερα ήταν δικός σου. Να χαρείς αν κέρδισες. Δε θα σε πείσω εγώ ότι η γη είναι δεν είναι επίπεδη.
Κάθε άνοιξη σου δίνει την αφορμή, όταν προσπαθείς να πειστείς. Αυτή τη φορά δε βιάστηκα, για αυτό πίσω δεν ήθελα να κοιτάξω. Οι μέρες καραντίνας που αφήσαμε πίσω ήταν ήδη απαράδεκτα υπεράριθμες. Κάθε άνοιξη οι δικαιολογίες μοιάζουν κενές, εξατμίζονται. Δεν άλλαξα, εγώ φταίω ακόμη, μην ταράζεσαι. Ξέχασε τη φωνή μου, μη με θυμάσαι. Τις λέξεις μου θα τις αφήσω, κάνε πως δε διάβασες, μην τους δώσεις σημασία, ευτυχώς μπορείς. Το βλέμμα μου έπεσε τυχαία σ’ ένα παγκάκι. Ευτυχώς δε θα το καταχραστώ αυτή τη φορά. Θα έρθουν άλλες σκέψεις που θα χρειαστεί να φιλοξενήσει. Άλλα φιλιά, άλλα δάκρυα, άλλα βλέμματα. Σβήσε τα δικά μου, σαν να ήταν περαστικά.
Η αίθουσα ήταν τακτοποιημένη, ταυτίστηκα, γεμάτη κόσμο που ανυπομονούσε να χειροκροτήσει το συναίσθημα. Μου είχε λείψει η ένταση της σκηνής, η δύναμη του μύθου, η προβολή, η κάθαρση της υπόκλισης. Η ιστορία τελείωσε με την υπόσχεση, ευτυχώς δεν είχε happy end. Είχε σχεδόν βραδιάσει, και η τελευταία βόλτα μου μέχρι το σπίτι ήταν τουλάχιστον από άλλη πραγματικότητα. Τα μαγαζιά είχαν βγάλει τα τραπέζια τους στα πεζοδρόμια, και μαζί τους είχε βγει και η ζωή μας από το τσιμέντο. Οι μουσικές μπερδεύονταν με τις παρέες και τίποτα δε θύμιζε εκείνη την άπνοια. Σήμερα και για πολλά σήμερα από τώρα, δε θα κοιμηθεί κανείς… Ό, τι μας κόστισε τη χαμένη μας ισχύ, άρχισε να αποσυντίθενται. Χάσαμε δυό φορές μιαν άνοιξη που μπόρεσε και χωρίς εμάς. Τώρα που ξυπνάμε, τώρα που η γη ξαναγεννιέται, τώρα που μπερδεύτηκα και χάθηκα σε αυτούς τους δρόμους, ας μη με πετύχεις ούτε στην άκρη της γης.