Ο Γρηγόρης είναι 72 χρονών, δικηγόρος στο επάγγελμα. Όχι από εκείνους τους δικηγόρους με τα ακριβά αυτοκίνητα και τις βίλες. Έχει ένα μικρό γραφείο στην επαρχιακή πόλη που μένει. Οι πελάτες του είναι ελάχιστοι. Ευτυχώς που η μάνα του έζησε μέχρι τα βαθιά γεράματα και συντηρούνταν και οι δύο από τη σύνταξή της. Αυτά μέχρι πέρσι, που η μάνα πέθανε. Ο Γρηγόρης δεν έχει λεφτά. Δείχνει να μην τον νοιάζει. Δείχνει μονίμως αφηρημένος. Προτιμάει να ζει με το μέρισμα του Συλλόγου και με μικροϋποθέσεις που του δίνουν φίλοι του δικηγόροι. Κάθε μεσημέρι, αφού κάνει το καθιερωμένο πέρασμα από το Πρωτοδικείο και τον τοπικό Δικηγορικό Σύλλογο, παίρνει τον καφέ του στην αγαπημένη του καφετέρια, στο ίδιο πάντα τραπεζάκι. Εσπρέσο αμερικάνο με ολίγη και συνοδεία των νέων της πρωινής εφημερίδας. Στο πλάι, πάντα ένα μικρό σημειωματάριο και ένα στυλό μπικ. Τα ρούχα του μοιάζουν κάθε μέρα τα ίδια. Η στολή του παλιού δικηγόρου. Γκρι κοστούμι, γαλάζιο πουκάμισο και γραβάτα. Εκτός μόδας όλα. Σχεδόν μόνος πάντα. Είναι άριστος γνώστης της νομολογίας, μέχρι και οι εκάστοτε δικαστικοί, του το αναγνωρίζουν. Σπούδασε νομική με υποτροφία ενός εκκλησιαστικού ιδρύματος. Άριστος στα νομικά, ατυχής με τη δικηγορία. Ευγενικός σε εκνευριστικό βαθμό, ίσως λόγω του παλιομοδίτικου ύφους. Φήμες λένε πως κάποτε υπήρξε και μία μνηστή η οποία δεν άντεξε τον αιθεροβάμονα χαρακτήρα του ή την αφηρημάδα του, είπαν κάποιοι.
Στο ορεινό χωριό της Ηπείρου που μεγάλωσε, ήταν το μόνο παιδί από τη γενιά του, που πήγε σχολείο. Οι συνομήλικοι στο χωριό του Γρηγόρη, είτε είχαν φύγει μετανάστες στην Αμερική, είτε ασχολούνταν με την κτηνοτροφία. Το χωριό είχε πολλούς ξενιτεμένους. Όταν ερχόταν ο ταχυδρόμος – μια φορά τον μήνα – μοίραζε στα σπίτια γράμματα και καρτ ποστάλ φορτωμένες σφραγίδες και γραμματόσημα. Τα περισσότερα γράμματα έρχονταν στο χωριό τα Χριστούγεννα. Εκείνες τις μέρες ο πατέρας του Γρηγόρη γυρνούσε από το καφενείο και του έδινε τις παραγγελίες: Να πάει στα σπίτια που είχαν πάρει τα γράμματα, να τους διαβάσει τα νέα των δικών τους. Τον περίμεναν. Αυτή τη δουλειά την έκανε χρόνια τώρα. Από εννιά χρονών, που κατάλαβαν στο χωριό ότι ήξερε να διαβάζει. Οι πόρτες των σπιτιών άνοιγαν πριν ο Γρηγόρης προλάβει να σταθεί μπροστά τους. Μετά κάθονταν όλοι στο τραπέζι της κουζίνας. Εκείνος και οι δύο γονείς. Ή εκείνος και μια μάνα. Ο Γρηγόρης διάβαζε δυνατά το ανοιγμένο γράμμα και οι άλλοι τον κοιτούσαν στο στόμα. Φεύγοντας, του έδιναν για τα καλά νέα μία δεκάρα, καμιά φορά και παραπάνω. Του έδιναν ακόμα και όταν τα νέα δεν ήταν καλά. Ήξερε να ξεχωρίζει πότε οι άνθρωποι κλαίνε από χαρά και πότε από στεναχώρια. Πολλές φορές έγραφε και τα γράμματα που του υπαγόρευαν για λογαριασμό τους. Αντέγραφε τη σύσταση από τον ανοιγμένο φάκελο και άφηνε το καινούριο γράμμα έτοιμο για τον ταχυδρόμο.
Στην αρχή ήταν σαν παιχνίδι. Ήταν ο σπουδαίος του χωριού και έβγαζε και χαρτζιλίκι. Μετά, όταν πήγε στο Γυμνάσιο, σταμάτησε να παίρνει λεφτά. Έφταιγε και εκείνο το γράμμα της κυρά Μόρφως. Τον περίμενε η γριά με το γράμμα απλωμένο επάνω στο τραπέζι. Ήταν από τον γιό της στο Σικάγο στην Αμερική. Τα νέα δεν ήταν πολύ καλά. Η μικρή αδερφή, που είχε πάει κοντά του για να δουλέψει, είχε πεθάνει ξαφνικά. Η κυρά Μόρφω, αυτό δεν το έμαθε ποτέ. Ήξερε ότι η μικρότερή θυγατέρα της είχε αρρωστήσει βαριά και ότι στην Αμερική οι γιατροί κάνουν θαύματα, αλλά θα πάρει πολύ καιρό να γίνει όπως πρώτα. Απάντησε στο γράμμα, πόσο τους σκέφτεται όλους και ότι προσεύχεται στην Παναγία να είναι καλά στην υγεία τους.
Τις επόμενες χρονιές, όταν ερχόταν τα γράμματα των Χριστουγέννων ο Γρηγόρης πήγαινε στα σπίτια κρατώντας ένα τετράδιο και ένα μολύβι. Όταν τον ρωτούσαν τι τα ήθελε, εκείνος απαντούσε για να γράφει καμιά καινούρια λέξη που δεν την έχουν μέσα τα βιβλία. Στην πραγματικότητα ήταν για να κρατάει λογαριασμό. Τα νέα ήταν συνήθως μόνο καλά και ο Γρηγόρης δεν δέχτηκε ποτέ ξανά λεφτά για τα γράμματα που διάβαζε ή για αυτά που έγραφε.
Όταν έφυγε από το χωριό για να σπουδάσει, κάποιοι είχαν πεθάνει και κάποιοι είπαν πως θα κρατούσαν τα γράμματα μέχρι το καλοκαίρι να τους τα διαβάσει όταν εκείνος θα γύριζε, επειδή ήταν τυχερός και καλορίζικος και τους έφερνε πάντα καλά νέα.