Ήταν Παρασκευή και έβρεχε όλη μέρα πολύ.
Μια φίλη θα γιόρταζε τα γενέθλια της σε ένα ροκάδικο. Αγοράζω μια τούρτα σοκολάτα και μια μπλούζα που έγραφε «Λιγότερες Δευτέρες, περισσότερες Παρασκευές» και πάω.
Παραγγέλνω μία μπύρα, και η φίλη μού λέει, έχει και βελάκια.
Αυτό ήταν. Βάζουμε στο μηχάνημα ευρώ και το παιχνίδι ξεκινάει. Ήταν η πρώτη φορά που έπαιζα βελάκια και γενικά η πρώτη φορά που θα πήγαινα σε εκείνο το μαγαζί. Οι πρώτες βολές ήταν άστοχες. Μονάχα ο ήχος τους ακουγόταν που χτυπούσαν κάπου στο κουτί και έπεφταν κάτω στο ξύλινο πάτωμα.
Ήπια μια μπύρα ακόμα. Οι βολές μου βελτιώθηκαν. Έπρεπε τους 500 περίπου πόντους να τους μειώσω και να τους μηδενίσω. Άρχισα να πετυχαίνω τον στόχο μονάχα στο δεξιό ημικύκλιο. Στο αριστερό, όσες φορές κι αν προσπάθησα δεν τα κατάφερα.
Σε όλους τους γύρους –γιατί παίξαμε κι αρκετούς- πάντα έβγαινα τελευταία. Το παιχνίδι όμως, το ευχαριστήθηκα. Οι γνωστοί που με παρατηρούσαν σχολίασαν, «ρίχνεις με μίσος».
Κι έτσι όπως έπαιζε ένα μέταλ τραγούδι, το οποίο κι αγνοώ, και στον ρυθμό του κουνιόταν ένα ανδρικό κεφάλι με μακριά μαύρα μαλλιά κάνοντας headbanging και οι σταγόνες της βροχής κυλούσαν γρήγορα στο τζάμι, έκανα έναν απλό και πολύ γενικευμένο συσχετισμό.
Πως το κεφάλι του κι ο στόχος από τα βελάκια είναι η ζωή κι οι στόχοι μας, το τραγούδι είναι ο ρυθμός που είτε μας αρέσει είτε όχι πρέπει να τον ακολουθήσουμε, η βροχή οι εξωτερικές συγκυρίες και οι πόντοι η υλοποίηση αυτών που θέλουμε να πετύχουμε.
Και εκτός από εξάσκηση, θέλει και τύχη.