Η διαπολιτισμική συνείδηση ως συνεκτικός ιστός των σύγχρονων πολυπολιτισμικών κοινωνιών
“… στην επόμενη χιλιετία (…) η Ευρώπη θα είναι μια πολυφυλετική ήπειρος, ή αν προτιμάτε, μια “πολύχρωμη” ήπειρος. Αν έτσι σας αρέσει, έτσι θα γίνει· αν δεν σας αρέσει, και πάλι έτσι θα γίνει”… (U. Eco, 1997)
Η πολιτισμική ετερότητα αποτελεί ένα κυρίαρχο χαρακτηριστικό των σύγχρονων κοινωνιών, οι οποίες διαρκώς αναταράσσονται από δημογραφικές ανακατατάξεις και μεταναστευτικές μετακινήσεις πληθυσμών από ασθενέστερες σε ισχυρότερες οικονομικά χώρες. Οι σύγχρονες πληθυσμιακές μετακινήσεις εμφανίζουν μεγάλη αύξηση από τη δεκαετία του 1980, αλλά και μια ιδιαίτερη φυσιογνωμία, διαφορετική από εκείνη της “μετανάστευσης της ζήτησης” των πρώτων δεκαετιών μετά το δεύτερο παγκόσμιο πόλεμο. Αρχικά, επρόκειτο για “μεταναστεύσεις της προσφοράς”, οι οποίες παρουσιάζονταν ως σταθερό κοινωνικό φαινόμενο ενός κόσμου διαιρεμένου σε πλούσιες και φτωχές χώρες και δεν σχετίζονταν με τις ανάγκες της αγοράς εργασίας και τη μεταναστευτική πολιτική των χωρών υποδοχής. Όμως, το τελευταίο χρονικό διάστημα κύματα προσφύγων, θυμάτων ποικίλων διώξεων που υφίστανται στις χώρες τους, ζητούν καταφύγιο και σωτηρία σε χώρες του Δυτικού κόσμου και δημιουργούν ένα νέο κοινωνικό τοπίο.
Παρά τις αυστηρές νομοθεσίες για τον έλεγχο των εθνικών εισόδων και τις σκληρές αρνήσεις κρατών να δεχτούν πρόσφυγες, κυρίως, την περίοδο αυτή, πληθυσμιακές μετακινήσεις αυξάνονται με ραγδαίους ρυθμούς. Το γεγονός έχει ως αποτέλεσμα να προκαλούνται έντονες διαδικασίες αναδιάταξης και μετασχηματισμού στις διεθνείς και τοπικές οικονομίες, συνακόλουθες αλλαγές στον κοινωνικό καταμερισμό της εργασίας και να δημιουργούνται πολυσύνθετες πολιτισμικές ανακατατάξεις.
Συνέπεια της πληθυσμιακής και πολιτισμικής ετερότητας είναι η έξαρση επικίνδυνων κοινωνικών φαινομένων, όπως ο ρατσισμός, η ξενοφοβία, ο θρησκευτικός φονταμενταλισμός, ο κοινωνικός αποκλεισμός ο αναλφαβητισμός, η περιθωριοποίηση, αλλά και ακραίες πράξεις βίας και επιθετικότητας, με πλέον ακραία αυτή της τρομοκρατίας. Το ζητούμενο σε όλες τις κοινωνίες είναι η εξάλειψη κι ο περιορισμός των ανεπιθύμητων φαινομένων, καθώς και η ενίσχυση της συνοχής του κοινωνικού ιστού με ποικίλα μέσα και παρεμβάσεις. Πεμπτουσία των παρεμβάσεων είναι η δημιουργία διαπολιτισμικής συνείδησης ανάμεσα στα μέλη των κοινωνιών που προέρχονται από διαφορετικά πολιτισμικά περιβάλλοντα, ώστε να διασφαλιστεί η αρμονική συμβίωσή τους.
Ο όρος “διαπολιτισμικότητα” προϋποθέτει τη δυναμική αλληλεπίδραση, τη διάδραση μεταξύ των ποικίλων πολιτιστικών στοιχείων που συνυπάρχουν στον ίδιο χώρο και χρησιμοποιείται σε αντιδιαστολή με τον όρο “πολυπολιτισμικότητα”, ο οποίος αποτελεί μηχανική αντιστροφή της μονοπολιτισμικής αντίληψης. Αντίστοιχα, η πολυπολιτισμική συνείδηση αναφέρεται στην απλή παραδοχή και αναγνώριση των πολιτισμικών διαφορών και ιδιαιτεροτήτων και αντιμετωπίζει την πολιτισμική ποικιλότητα ως διαφορά και ετερότητα, ενώ η διαπολιτισμική συνείδηση επικεντρώνεται στην αλληλεγγύη, την αμοιβαιότητα και την αλληλεπίδραση πολιτισμών και ανθρώπων.
Συγκεκριμένα, η διαπολιτισμική συνείδηση συνίσταται στη διαμόρφωση θετικών αντιλήψεων για τους πολιτισμούς των άλλων λαών ή των επιμέρους κοινωνικών ομάδων, στην αναγνώριση της αξίας όλων των πολιτισμών και στην αντιμετώπισή τους με σεβασμό και ισοτιμία. Αυτό που θεωρείται σημαντικό είναι η επικοινωνία και η αλληλογονιμοποίηση μεταξύ των πολιτισμών και η διαμόρφωση της κοινωνικής και πολιτισμικής ταυτότητας στα πλαίσια του συμβολικού ανταγωνισμού μιας κοινότητας με τους σημαντικούς άλλους.
Σημαντική διάσταση της διαπολιτισμικής συνείδησης είναι η ανεκτικότητα απέναντι στη διαφορετικότητα, η αναγνώριση του ρόλου του άλλου και ο σεβασμός των αναγκών και των ιδιαιτεροτήτων όλων των ανθρώπων. Η ανεκτικότητα και η θετική στάση απέναντι στη διαφορετικότητα αφορά τόσο τους μακρινούς από εμάς πολιτισμούς, τους αλλοεθνείς και τους αλλόθρησκους, όσο και τις τοπικές υποκουλτούρες των επιμέρους κοινωνικών ομάδων ενός και του ιδίου έθνους.
Η διαπολιτισμική συνείδηση, όπως προαναφέρθηκε, συνίσταται στη διαμόρφωση συγκεκριμένων στάσεων. Οι στάσεις, μια από τις βασικές έννοιες στο χώρο της Κοινωνικής Ψυχολογίας, ορίζονται ως “εκμαθημένες προδιαθέσεις για ανταπόκριση με ένα συνεπή ευνοϊκό ή δυσμενή τρόπο σχετικά με ένα δεδομένο αντικείμενο”. Επίσης, έχουν αναπτυχθεί ποικίλες θεωρίες που τεκμηριώνουν ότι οι στάσεις ως εκμαθημένες προδιαθέσεις και επίκτητα συναισθήματα μπορούν να αλλάξουν μετά από συγκεκριμένες παρεμβάσεις. Στην κατεύθυνση αυτή έχουν αναπτυχθεί μαθησιακές, γνωστικές θεωρίες και επικοινωνιακά μοντέλα που ερμηνεύουν τους τρόπους με τους οποίους συμβαίνει η αλλαγή παγιωμένων στάσεων.
Κοινό συμπέρασμα όλων των προσεγγίσεων είναι ότι, όταν πρόκειται για σύνθετες και πολύπλοκες διαθέσεις και απόψεις, η αλλαγή των στάσεων και η διαμόρφωση νέων απόψεων επιτυγχάνεται καλύτερα μέσα από το γραπτό λόγο, επειδή ο αποδέκτης μπορεί να επικεντρώσει την προσοχή του στο περιεχόμενο του μηνύματος και να το επεξεργαστεί με τους δικούς του ρυθμούς.
Η θέση αυτή τοποθετεί στο προσκήνιο του ενδιαφέροντος τη λογοτεχνία και την επιρροή που θα μπορούσε να ασκήσει στη διαμόρφωση διαπολιτισμικής συνείδησης. Ορισμένες διαστάσεις του θέματος παρουσιάζονται στη συνέχεια με στόχο να προσδιοριστούν τα όρια, οι δυνατότητες και οι προϋποθέσεις αυτής της επιρροής.
Λογοτεχνία και διαπολιτισμική συνείδηση: επιλεκτικές σχέσεις
“Η ηθική διάσταση αρχίζει όταν έρχεται στο προσκήνιο ο άλλος”
(U. Eco)
Η λογοτεχνία, ως καινοτομική σχέση της γλώσσας με τον κόσμο, μολονότι δεν καθρεφτίζει πιστά την πραγματικότητα, δεν παύει να είναι ένα πολιτισμικό προϊόν και ως θεσμός αποτελεί μέρος της κάθε κουλτούρας. Το λογοτεχνικό έργο είναι φορέας πολιτιστικών στοιχείων. Εκφράζει απόψεις, αξίες, στάσεις, στοιχεία της καθημερινότητας και επικρατούσες αντιλήψεις της εποχής και της κοινωνίας στην οποία παράγεται.
Η επιρροή της λογοτεχνίας στη διαμόρφωση στάσεων και συνειδήσεων επισημάνθηκε πολύ νωρίς και το λογοτεχνικό κείμενο χρησιμοποιήθηκε επί πολλές δεκαετίες ως μέσο ιδεολογικού διαποτισμού. Η πιο παραδοσιακή χρήση της λογοτεχνίας στα πλαίσια του λογοτεχνικού κανόνα στόχευε στην εμπέδωση των αξιών και των πολιτισμικών χαρακτηριστικών ενός έθνους. Η ιδέα του ακραιφνούς και αμόλυντου εθνικού κράτους καλλιεργήθηκε και διαδόθηκε μέσα από τα λογοτεχνικά κείμενα. Με τον τρόπο αυτό η λογοτεχνία συνέβαλε στις διαδικασίες σχηματισμού εθνικής ταυτότητας και προώθησε την εθνική εσωστρέφεια.
Στην περίπτωση της ανάπτυξης διαπολιτισμικής συνείδησης η λογοτεχνία καλείται να διαδραματίσει ένα νέο ρόλο, τελείως διαφορετικό από τον παραδοσιακό ρόλο του φορέα εθνικών αξιών και εθνικής ιδεολογίας και να συμβάλλει στη διαμόρφωση θετικών αντιλήψεων για τα πολιτισμικά χαρακτηριστικά άλλων λαών. Η δυνατότητα επίδρασης στην κατεύθυνση αυτή εξετάζεται παρακάτω σε σχέση με το περιεχόμενο του λογοτεχνικού κειμένου και σε συνάρτηση με την πρόσληψη και την ερμηνεία του.
Οι στάσεις περιλαμβάνουν τρεις συνιστώσες: τη γνωστική, τη συγκινησιακή και την παρωθητική. Η λογοτεχνία φαίνεται να επηρεάζει και τις τρεις. Το λογοτεχνικό έργο λειτουργεί στη γνωστική διάσταση ως δεξαμενή άντλησης πληροφοριών για τους άλλους πολιτισμούς. Η γνώση του τρόπου της καθημερινής ζωής ανθρώπων που ανήκουν σε άλλους λαούς, διευκολύνει να συνειδητοποιήσουμε τις πολιτισμικές μας διαφορές ως αποτέλεσμα διαφορετικού πολιτισμικού και κοινωνικού πλαισίου, γεγονός που αποτελεί το πρώτο βήμα για την ανάπτυξη της διαπολιτισμικής συνείδησης.
Επίσης, το λογοτεχνικό κείμενο επηρεάζει τη συναισθηματική μας στάση και τις προθέσεις μας για θετική δράση απέναντι στις άλλες εθνότητες, γιατί δημιουργεί συναισθήματα συμπάθειας και μέθεξης.
Η φανταστική μας δυνατότητα αναπτύσσεται και με τον τρόπο αυτό ταυτιζόμαστε ευκολότερα με τους ήρωες άλλων πολιτισμών και αποκτούμε μεγαλύτερη ικανότητα ενσυναίσθησης και κατανόησης του κόσμου.
Αναφορικά με το περιεχόμενο του κειμένου, μπορούμε να ισχυριστούμε ότι τα λογοτεχνήματα που προέρχονται από διαφορετικούς πολιτισμούς λειτουργούν σε δύο κατευθύνσεις, στη συνειδητοποίηση των διαφορών και στον εντοπισμό των ομοιοτήτων ανάμεσα σε ανθρώπους και πολιτισμούς.
Τα λογοτεχνικά κείμενα μπορούν να αποτελέσουν το συνδετικό κρίκο ανάμεσα στους ανθρώπους, γιατί υπογραμμίζουν τα κοινά χαρακτηριστικά όλων των πολιτισμών, αυτά που πηγάζουν από τις ανάγκες της ανθρώπινης υπόστασης, υλικές, πνευματικές και συναισθηματικές, και από τις ποικίλες ανθρώπινες δραστηριότητες. Οι ομοιότητες στο περιεχόμενο, τα κοινά θέματα, τα παρόμοια επιμέρους στοιχεία, οι ήρωες και η δράση τους φαίνεται να αποτελούν στοιχεία που λειτουργούν ενισχυτικά στη θεώρηση του κόσμου ως παγκόσμιας ανθρώπινης κοινότητας.
Η διακειμενικότητα επιτρέπει να ανακαλύψουμε κοινά στοιχεία στα λογοτεχνικά είδη, όπως οι ομοιότητες στην κειμενική δομή και η ύπαρξη υπερκειμενικών δομών, για παράδειγμα η δομή της αφήγησης που παρουσιάζεται με παρόμοιο τρόπο σε όλους σχεδόν τους πολιτισμούς.
Παρόμοιες ομοιότητες λειτουργιών έχουν επισημανθεί στα συστατικά μέρη των παραμυθιών όλου του κόσμου από το Ρώσο εθνολόγο Βλαντιμίρ Πρόπ (1987), όπως και ομοιότητες θεματικού περιεχομένου σε δημοτικά τραγούδια γειτονικών χωρών, π.χ. το “Γιοφύρι της Άρτας” που συναντιέται ως θέμα σε αρκετούς λαούς των Βαλκανίων.
Η θεώρηση του κειμένου ως δημιουργικής δραστηριότητας μας βοηθά να επαναπροσδιορίσουμε την επικοινωνία μας με τους άλλους και να επεκτείνουμε τις δυνάμεις που διαθέτουμε για να κατανοούμε τον εαυτό μας και την κοινωνία. Άλλωστε, ο κοινός τρόπος χρήσης της λογοτεχνικής γλώσσας, με την πρωτοτυπία, την πλαστικότητα, τα ποιητικά στοιχεία και τις ποικίλες υφολογικές ιδιαιτερότητες, τονίζει τη δημιουργική έκφραση όλων των ανθρώπων με παρόμοιους τρόπους μέσα από το λόγο.
Πέρα, όμως, από τη συνειδητοποίηση των ομοιοτήτων η λογοτεχνία φαίνεται να είναι ένα άριστο μέσο για την αβίαστη εξοικείωση του ατόμου με ποικιλία πολιτιστικών στοιχείων και αξιακών συστημάτων. Οι “θάλασσες αξιών που περιέχονται στα λογοτεχνικά κείμενα μπορούν να αποτελέσουν αντικείμενο διερεύνησης, κριτικής, σχολιασμού, θαυμασμού, κλπ. από τον αναγνώστη. Η συνειδητοποίηση των διαφορών που διέπουν τα ποικίλα αξιακά συστήματα, και η κριτική στάση απέναντι σε αυτά είναι ένα πρώτο βήμα για την άρση των προκαταλήψεων απέναντι στο “διαφορετικό”.
Οι σύγχρονες απόψεις επηρεασμένες από τη Γλωσσολογία και την Επικοινωνιολογία αναβάθμισαν τον αποδέκτη – αναγνώστη ως παράγοντα πρόσληψης και ερμηνείας και εστίασαν το ενδιαφέρον τους στην πράξη της ανάγνωσης, αναγνωρίζοντας την κομβική σημασία της για την παραγωγή νοήματος. Ορισμένες από τις θεωρίες της “αναγνωστικής ανταπόκρισης” υποστηρίζουν ότι η ερμηνεία του κειμένου επικεντρώνεται στο ρόλο του αναγνώστη, στα ατομικά χαρακτηριστικά του, τη φιλολογική του ικανότητα, την ιστορική εποχή και την κοινωνική ομάδα στην οποία ανήκει. Επομένως, για να υπάρξει επιρροή του αναγνώστη στην κατεύθυνση της διαπολιτισμικότητας, θα πρέπει ήδη αυτός να διαθέτει κάποιες προϋποθέσεις, όπως η δυνατότητα να ερμηνεύει κριτικά το κείμενο.
Ορισμένοι άλλοι από τους θεωρητικούς της ανταπόκρισης προσδιορίζουν τον αναγνώστη ως ένα πρόσωπο του οποίου ο ρόλος καθορίζεται μέσα από το ίδιο το λογοτεχνικό κείμενο. Για το λόγο αυτό ο αναγνώστης ασκεί διυποκειμενικό έλεγχο της όποιας λογοτεχνικής ερμηνείας και προβαίνει σε συγκεκριμένες επιλογές και απορρίψεις των αφηγηματικών δεδομένων τα οποία του παρέχονται στο κείμενο. Η υποδηλωτική φύση του λογοτεχνικού λόγου οδηγεί τον αναγνώστη σε ποικίλες αντιληπτικές διεργασίες, προκειμένου να συνθέσει το νόημα του κειμένου, γεγονός στο οποίο οφείλεται η αναγνωστική εμπλοκή στον αφηγηματικό κόσμο.
Κατά συνέπεια, η επιρροή του αναγνώσματος ασκείται με συγκεκριμένο και μοναδικό τρόπο στον κάθε αναγνώστη και είναι ιδιαίτερα δύσκολο να προβλεφθεί ο βαθμός και οι διαστάσεις της επίδρασης αυτής. Άλλωστε, η ανάγνωση έχει διττό χαρακτήρα, ενώ είναι μια καθαρά ατομική πράξη, είναι ριζωμένη βαθιά σε μια κοινωνικότητα, γιατί μέσα από το διάβασμα εγκαθιστούμε δεσμούς με τα κείμενα, τα πρόσωπα, τα δρώμενα, την αναγνωστική κοινότητα. Ιδιαίτερα με την λογοτεχνία συμβαίνει να “βγαίνει” κανείς έξω από τα όρια του εαυτού του, τα στενά ιδεολογικά του πλαίσια, χωρίς να χάνει τα χαρακτηριστικά της ατομικότητάς του.
Επίσης, πρέπει να ληφθεί υπόψη ότι οι επιρροές της αναγνωστικής εμπειρίας συναρτώνται άμεσα με ορισμένους παράγοντες όπως ο βαθμός επάρκειας του αναγνώστη, οι συνθήκες της ανάγνωσης, οι προσδοκίες, οι προηγούμενες εμπειρίες, οι συνειρμοί και η πνευματική υποδομή του αναγνώστη. Ο τρόπος με τον οποίο προσλαμβάνουμε και ερμηνεύουμε το λογοτεχνικό κείμενο είναι ορισμένες φορές πιο σημαντικός παράγοντας επίδρασης από το ίδιο το περιεχόμενό του.
Μια άλλη παράμετρος του θέματος είναι η εξοικείωση στη “διαφορετικότητα” με την προσέγγιση της “άλλης” λογοτεχνίας, η οποία δεν περιλαμβάνεται στο λογοτεχνικό κανόνα, όπως για παράδειγμα της παρεξημένης παραλογοτεχνίας και της σημειολογίας της εικόνας. Επίσης, γνωριμία διαφορετικών λογοτεχνικών κινημάτων και η επαφή με νέες αφηγηματικές τεχνικές και ποικιλίες λογοτεχνικού ύφους συμβάλλουν στην ολοένα αναπτυσσόμενη ανεκτικότητα του αναγνώστη στην πολυσημία του κειμένου και αποτελούν ενδείξεις αναγνωστικής προόδου. Αυτή η εξερεύνηση της “διαφορετικότητας” και η αποδοχή της μπορεί να είναι η αρχή για μια πιο διευρυμένη αντιμετώπιση του “άλλου” πολιτισμικού στοιχείου όπου και όπως το συναντούμε.
Όπως παρουσιάζονται οι επιμέρους συνιστώσες του θέματος, διαπιστώνεται ότι οι δυνατότητες επιρροής της λογοτεχνίας στη διαμόρφωση διαπολιτισμικής συνείδησης είναι πολλές, πολύπλοκες και ταυτόχρονα δυσδιάκριτες. Ο βαθμός επιρροής και οι διαστάσεις της δεν είναι εύκολα αναγνωρίσιμα και μετρήσιμα μεγέθη και η διερεύνηση της επίδρασης της λογοτεχνίας παρουσιάζεται ως πιθανότητα. Η επιρροή φαίνεται να είναι ισχυρότερη όταν υπάρχουν οι προϋποθέσεις που αναφέρθηκαν, οι σχετικές με το κείμενο, τον τρόπο πρόσληψης και ερμηνείας του και την κριτική στάση του αναγνώστη. Στις περιπτώσεις που ο αναγνώστης διακατέχεται από βαθιές προκαταλήψεις και στερεοτυπικές αντιλήψεις απαξίωσης και υποτίμησης των “άλλων” λαών και πολιτισμών, ασφαλώς δεν αναμένονται θεαματικές αλλαγές, χωρίς όμως να αποκλείεται η σταδιακή αναμόρφωση των αρνητικών στάσεων – απέναντι στους “άλλους”.
Επιπρόσθετα, αν στους ενήλικες αποτελεί μια δυνητική εκδοχή, η θετική επιρροή της λογοτεχνίας στους νέους και στα παιδιά φαίνεται να έχει μια ισχυρή δυναμική και μια αισιόδοξη προοπτική για την ανάπτυξη διαπολιτισμικής συνείδησης. Για το λόγο αυτό η αξιοποίηση της λογοτεχνίας ως μέσου για τη διαπολιτισμική εκπαίδευση αποκτά ιδιαίτερη σημασία και σπουδαιότητα, όπως θα εξετάσουμε στη συνέχεια.
Η συμβολή της λογοτεχνίας στη διαπολιτισμική εκπαίδευση
“… η άγρια μη ανεκτικότητα πολεμιέται στη ρίζα της, διαμέσου μιας διαρκούς εκπαίδευσης που αρχίζει από την τρυφερή ηλικία, πριν καν γραφεί σε βιβλίο και πριν σχηματίσει μια πάρα πολύ σκληρή και παχιά κρούστα πάνω στη συμπεριφορά του ανθρώπου”.
(U. Eco, 1997)
Η σημασία των πρώιμων επιρροών και παρεμβάσεων στην κοινωνικοποίηση του ατόμου έχει επισημανθεί από πολλούς επιστήμονες και διανοητές. Η παραδοχή αυτή και τα σύγχρονα κοινωνικά δεδομένα έχουν οδηγήσει στην αλλαγή του παραδοσιακού ρόλου του σχολείου και την καθιέρωση παράλληλων παιδαγωγικών προγραμμάτων, ένα από τα οποία είναι η διαπολιτισμική εκπαίδευση.
Η διαπολιτισμική εκπαίδευση απορρέει από την πεποίθηση ότι όλοι οι άνθρωποι είναι ίσοι και θεωρεί ότι οι γλωσσικές και πολιτισμικές διαφορές δεν αποτελούν αποδιοργανωτικό παράγοντα, αλλά εκτιμώνται ως εμπλουτισμός και πρέπει να συμπεριλαμβάνονται στα περιεχόμενα των εκπαιδευτικών προγραμμάτων. Αποτελεί μια νέα διάσταση του εκπαιδευτικού συστήματος που επιτρέπει στο σχολείο να διερευνήσει διαδικασίες, νοοτροπίες, στάσεις, να επανεκτιμήσει τα ποικίλα αξιολογικά συστήματα και τα αγαθά των “άλλων” πολιτισμών, να αναπλαισιώσει τις παιδαγωγικές πρακτικές του, να εντάξει στους κόλπους του όλα τα μέλη της κοινωνίας και να σφυρηλατήσει την κοινωνική συνοχή και ανάπτυξη.
Αναφορικά με τις νέες λειτουργίες που αναλαμβάνει να διεκπεραιώσει το σχολείο στα πλαίσια της διαπολιτισμικής εκπαίδευσης, η λογοτεχνία κατέχει κεντρική θέση ως μέσο διαμόρφωσης θετικών κοινωνικών στάσεων, ανοχής απέναντι στην ετερότητα και συγκριτικής πολυπολιτισμικής επικοινωνίας. Το λογοτεχνικό κείμενο διαμεσολαβεί και μεταφέρει τα ετερόκλητα πολιτισμικά στοιχεία μέσα στη σχολική αίθουσα και είναι ένας “εύχρηστος χάρτης, όπου απεικονίζονται τα ήθη, τα προβλήματα, οι ιδέες, οι πίστεις και τα συναισθήματα, με άλλα λόγια το πολιτισμικό φορτίο όλων των ανθρώπων: οι διαφορές, οι ομοιότητες, οι συγκρούσεις και τα σημεία σύγκλισης”.
Επομένως, η διδασκαλία της λογοτεχνίας μπορεί να αποτελέσει μια παιδαγωγική πρακτική και στρατηγική της διαπολιτισμικής αγωγής των μαθητών, σε αντίθεση με την παραδοσιακή χρησιμοποίησή της ως μέσου προβολής εθνικών προτύπων, αξιών και πολιτισμικής ομογενοποίησης του εθνικού βίου. Στην Ελλάδα, άλλωστε, η λογοτεχνία χρησιμοποιήθηκε ευρύτατα στην κατεύθυνση αυτή και μόνο την τελευταία δεκαετία γίνεται μια προσπάθεια διαχρονικής και διαπολιτισμικής θεώρησης των λογοτεχνικών κειμένων.
Σημαντική, τέλος, παράμετρος για την επιτυχή αξιοποίηση της λογοτεχνίας στη διαπολιτισμική εκπαίδευση είναι η κατάλληλη κατάρτιση και επιμόρφωση των εκπαιδευτικών.
Συμπεράσματα
Όπως προαναφέρθηκε, η διαμόρφωση των σύγχρονων κοινωνιών φέρνει στο προσκήνιο ζητήματα κοινωνικών αξιών, αρχών και κανόνων που διέπουν τη συμβίωση, τη συνύπαρξη και τη συνεργασία των ανθρώπων μέσα σε έναν κόσμο που η ετερότητα, η διαφορά και η ποικιλία είναι ο κανόνας. Αξίες, όπως η αμοιβαία αναγνώριση και η ισοτιμία των διάφορων πολιτισμών με αλληλοσεβασμό στην ιδιαιτερότητα και την μοναδικότητα του καθενός, είναι μια απαίτηση, σε παγκόσμια κλίμακα. Η πολιτιστική ταυτότητα, η οποία κατασκευάζεται ως μια ανα-στοχαστική πράξη αυτο-ορισμού και αυτοεπιβεβαίωσης, συνίσταται σε μια “συμβολική διεκδίκηση στο πεδίο του Άλλου” και “είναι ένα εγχείρημα αλληλένδετα αγωνιστικό και διαλογικό”.
Για τους λόγους αυτούς η ανάπτυξη της διαπολιτισμικής συνείδησης είναι αδήριτη αναγκαιότητα και η συμβολή της λογοτεχνίας στην κατεύθυνση αυτή παρουσιάζεται ως μια δυνητική εκδοχή με πολλές πιθανότητες επιτυχίας, όταν υπάρχουν οι ανάλογες προϋποθέσεις. Τα αποτελέσματα της επιρροής των λογοτεχνικών κειμένων είναι διάχυτα, έμμεσα και απρόσφορα σε συγκεκριμένες μετρήσεις. Μπορούν, όμως να μεταβάλλουν τις στάσεις μας με λεπτούς, άδηλους και, ταυτόχρονα, διεισδυτικούς τρόπους, διευρύνοντας την ικανότητά μας να κατανοούμε τους άλλους και να δρούμε μέσα στον κόσμο.
Το λογοτεχνικό κείμενο είναι ένα παιχνίδι με την πραγματικότητα, την αναλύει, την αναδεύει και την παρουσιάζει επιλεκτικά εκφράζοντας τα πολιτισμικά στοιχεία και το αξιακό σύστημα της κοινωνίας στην οποία παράγεται. Η συμβολή του στη γνωστική και συναισθηματική ανάπτυξη του ατόμου θεωρείται δεδομένη. Το λογοτέχνημα αποτελεί για τον αναγνώστη ένα ιδιαίτερο “οπτικό όργανο” με το οποίο διακρίνει διαστάσεις που δεν αντιλαμβάνεται στην πραγματική ζωή. Φαίνεται, επομένως, ότι με μοχλό τη λογοτεχνία μπορούμε να εγκαινιάσουμε νέες σχέσεις ανάμεσα στους ανθρώπους σε πλαίσια ισοτιμίας, αλληλοκατανόησης και αλληλοσεβασμού.
Το σχολείο μπορεί να αποβεί προνομιακός χώρος για την προώθηση νέων παγκόσμιων αξιών και την ανάπτυξη διαπολιτισμικής συνείδησης και η διδασκαλία της λογοτεχνίας προσφέρεται ιδιαίτερα για το σκοπό αυτό, με την προϋπόθεση ότι θα πραγματοποιείται στη διαπολιτισμική διδακτική πρακτική και θα βασίζεται σε συγκεκριμένη άποψη περί κουλτούρας. Η πολυπρισματική οπτική της ερμηνείας των λογοτεχνικών κειμένων και η αξιοποίηση των ποικίλων εκφάνσεων της λογοτεχνίας με στόχο τη διαμόρφωση θετικών στάσεων για την ετερότητα και τους άλλους πολιτισμούς φαίνεται ότι μπορούν να αποτελέσουν όχι μόνο ένα “παράθυρο” που θα μας επιτρέπει να βλέπουμε τα εκτός του “δικού” μας πολιτισμού, αλλά μια “πόρτα ορθάνοιχτη” που θα διευκολύνει την περιήγησή μας στον κόσμο των “άλλων”, στο δικό μας κόσμο.