Η Σωτηρία Ματζίρη από το εσώφυλλο του «Μέρες με τον Νίκο»: «Δεν υπάρχει αισθαντικότητα ή σεβασμός σ’ αυτό το γραπτό. Υπάρχει όμως ένας τεράστιος θαυμασμός, στον οποίο χρωστάμε τη σχολαστική καταγραφή αμέτρητων λεπτομερειών… Όσοι είχαν την τύχη να τον γνωρίσουν θα πάρουν μια γεύση από τον “καθημερινό” ιδιωτικό Κούνδουρο. Όσοι τον γνώρισαν, θα νιώσουν βαθιά νοσταλγία, γιατί παρά την υπερβολή και τη φιλάρεσκη αυτοαναφορικότητα του αφηγητή, ο Σπάρταλης καταφέρνει κάτι σπάνιο: φέρνει τον Κούνδουρο πίσω στη ζωή».
Ο Νίκος Κούνδουρος και η σύζυγος του Σωτηρία Ματζίρη το 1996 στην Κρήτη. Η αδημοσίευτη αυτή φωτογραφία είναι της φωτογράφου Marion Lambert και έχει εκτυπωθεί «στο χέρι» από την ίδια την Lambert σε δύο γνήσια αντίτυπα. Το πρώτο αντίτυπο ανήκει στο αρχείο του Κούνδουρου. Το δεύτερο αντίτυπο ανήκει στο αρχείο του συγγραφέα και φέρει ιδιόχειρη αφιέρωση της Σωτηρίας Ματζίρη: «Στον Άγγελο Σπάρταλη για τις αμέτρητες ρακές που ’χουμε πιει και για τις άλλες τόσες που θα πιούμε».
Μπίνγκο και αλήθεια πέρα για πέρα. Μια σχέση δάσκαλου με μαθητή, σύντεκνου με σύντεκνο, μια σχέση πατέρα με γιο, αλλά μπορεί και αδελφική. Μια φιλία ταραχώδης που έμαθε και στους δυο, έδωσε και στους δυο, μια σχέση που κατάργησε κάθε σύμβαση μέθης ή νηφαλιότητας, ή ορίων ανάμεσα στον σεβασμό και τη θρασύτητα. Την αποθέωση και το γκρέμι. Έτσι είναι με τους μέντορες, τα τακίμια και τα «μπρο», εκείνους δηλαδή που συνειδητά διάλεξαν να βαδίζουν παρέα με οποιοδήποτε κόστος συμπεριφοράς του ενός προς τον άλλο. Γιατί στο βάθος καραδοκεί πάντα η λατρεία του ενός προς τον άλλο, μόνη αλήθεια, που καμιά φορά γίνεται τόσο ανυπόφορη, που καταφεύγει στην ύβρι και την αποδόμηση, για να το αντέξει και η ίδια αυτό το παράφορο που βιώνει.
Ο Νίκος Κούνδουρος και ο συγγραφέας στο bar «Au Revoir» στην Πατησίων μετά από την δημοσιογραφική προβολή της ταινίας «Η σκόνη του χρόνου» του Θεόδωρου Αγγελόπουλου στον κινηματογράφο «Τριανόν». Η φωτογραφία του Λεωνίδα Παπαγεωργίου.
Αυτό που συνέδεσε τον Νίκο Κούνδουρο με τον Άγγελο Σπάρταλη, πέρα από μακρινά αίματα και κρητική κοινή καταγωγή, τα είχε όλα! Παρεξηγήσεις, αλληλοκατανοήσεις, τρυφεράδα, δημιουργία αλλά και στιγμές που, αν δεν ήξερες τι τους συνδέει και πόσο κοντά ήταν ο ένας με τον άλλον, θα τους περνούσες για δυο λαλημένους που κοκορομαχούν! Και Ίσως αυτός να ήταν ο σκοπός του Άγγελου Σπάρταλη στο βιβλίο «Μέρες με τον Νίκο». Να ανθολογήσει και να αφηγηθεί πικάντικες ιστορίες από την πολυετή και πολύπαθη συναναστροφή του με τον Νίκο Κούνδουρο. Όμως πέραν του σπαρταριστού τρόπου με τον οποίο ο Σπάρταλης ανθολογεί τη σχέση τους, το ωραιότερο της προσπάθειάς του είναι πως καταφέρνει να συνομολογήσει και να συνθέσει ένα εκ των έσω πορτρέτο του καλλιτέχνη Κούνδουρου. Αυτό δηλαδή που τον έκανε Κούνδουρο, το σινεμά του Κούνδουρου, το Zeitgeist και το βάθος του μοναδικού sui generis σκηνοθέτη.
«Πορτραίτο του Νίκου», ζωγραφικός πίνακας του Άγγελου Σπάρταλη, 2005, λάδι σε ξύλο, 55×48 εκ.
Κι εδώ έγκειται και η σημασία του «Μέρες με τον Νίκο»: χειρόγραφες σημειώσεις, ζωγραφιές, σκηνικά, πλούσιο υλικό από φωτογραφίες, αλλά και μια στρωτή αφήγηση, όπως «καταλογάρει» τον βίο τους σε έξι μέρη. Ο Μάνος Στεφανίδης, ιστορικός τέχνης και αναπληρωτής καθηγητής της φιλοσοφικής σχολής του Πανεπιστημίου Αθηνών, που τους έζησε από κοντά, γράφει: «…ο Νίκος εμπιστευόταν την αφοσιωμένη ειλικρίνεια του Άγγελου, καθοδηγούσε το ατίθασο ταλέντο του, ενώ ο παροιμιώδης ναρκισσισμός τρεφόταν ξεδιάντροπα από τον ανεπιτήδευτο θαυμασμό του μαθητή του. Ήταν τότε που έμοιαζαν οι δυο τους ένας Δον Κιχώτης και ένας Σάντσο Πάντσα από την Κρήτη, αθώοι, όμορφοι και αποξεχασμένοι σαν παιδιά σε μεγάλο κήπο με βλάστηση οργιαστική».
Δον Κούντουρος και Σάντσο Σπάρτα, Ανεζίνα Μπλαζογιαννάκη, 2018, μελάνι σε χαρτί, 30×21 εκ.
Περισσότερα από τον Άγγελο Σπάρταλη, που μας μιλά από την Κρήτη και ύστερα από τη συνέντευξη μάς χαρίζει δύο αποσπάσματα – αληθινές ιστορίες του βιβλίου. Που κυκλοφορεί από τις εκδόσεις «Ροπή».
Χωρίς παπά, χωρίς στεφάνια. Μνημόσυνο όμως. Από χαρτί; Και γιατί;
Δεν έχεις άδικο, το γραπτό μου είναι –μεταξύ άλλων- και ένα «μνημόσυνο» για τον Νίκο Κούνδουρο. Μια σειρά ανακλήσεων μνήμης εκπίπτει μοιραία και σε «μνημόσυνο», πώς αλλιώς; Παπάδες και στεφάνια δεν έχει μέσα στο χάρτινο βιβλίο μας, γιατί θα μας έβγαινε πολύ ακριβή η έκδοση! Κι επειδή με ξεκίνησες με πολύ απότομη ερώτηση, ρισκάροντας να γίνω ακόμα πιο ακατανόητος από ό,τι είμαι από μόνος μου, να εξηγήσω εδώ στον αθώο αναγνώστη ότι αναφέρεσαι με πονηριά στην πρώτη ρήση του βιβλίου μας, στο «Ας πούμε πως τούτα τα γραπτά ένα μνημόσυνο είναι σαν όλα τα άλλα. Χωρίς παπά, χωρίς στεφάνια», που δεν είναι καν δική μου, είναι του Κούνδουρου!
Ο Νίκος Κούνδουρος και ο συγγραφέας στον κάτω όροφο του σπιτιού του πρώτου στο Μετς το 2010. Με κοινή καταγωγή από τον Άγιο Νικόλαο Κρήτης πρωτογνωρίστηκαν στα τέλη του 2004 και η θυελλώδης πνευματική τους σχέση διήρκεσε ως και τον θάνατο του Κούνδουρου στις αρχές του 2017. Η φωτογραφία της Αγγελικής Σβορώνου.
Ήσουν κάτι σαν «βοηθίνι» του; Ψυχοπαίδι του; Παραγιός του; Ποια ήταν η σχέση σου, Άγγελε, με τον Νίκο Κούνδουρο; Τώρα που δεν μένει πια εδώ, πώς αποτιμάς αυτόν τον δεσμό, πέρα από το φιλικό της καθημερινής συναναστροφής;
Καλό κι αυτό! Λοιπόν, ο Νίκος είχε «βοηθίνες» (sic), έτσι έλεγε τα κορίτσια που τον περιτριγύριζαν. Η συνταγή για όλα αυτά τα κορίτσια ήταν να είναι γοητευτικά και χτυπημένα από τη μοίρα. Εμείς, τα ελάχιστα αγοράκια που είχε γύρω του, ήμασταν τα κρητικά «παλληκάρια» και οι «λεβέντες» του, όχι «βοηθίνια», άκου… «βοηθίνια»! Τέλος πάντων, πάμε παρακάτω… Ο ίδιος ο Κούνδουρος με αποκαλούσε «παιδικό φίλο», παρόλα τα 50 χρόνια της διαφοράς μας στην ηλικία. Με αποκαλούσε επίσης και «ανιψιό εξ αλλεπαλλήλων συνουσιών», τονίζοντας το γεγονός ότι δεν είχαμε μεταξύ μας «αίμα», αλλά ήμασταν συγγενείς εξ αγχιστείας (η μεγαλύτερη κόρη μου είναι μικρανίψι του Κούνδουρου από την μπάντα της μάνας της, τους Καπετανάκηδες). Το πώς αποτιμώ τη σχέση μας «τώρα που δεν μένει πια εδώ», μου θυμίζει στίχο δακρύβρεχτο, αλλά θα απαντήσω, λέγοντας ότι ο Κούνδουρος με πήρε, με τσαλάκωσε και με ξαναμοντάρισε σε κάτι πολύ πιο ενδιαφέρον και οπωσδήποτε πολύ πιο επικίνδυνο απ’ ό,τι ήμουν πριν τον συναντήσω. Ε, και όλο αυτό το «ανακάτεμα» μένει ακόμα μια χαρά μαζί μου, χωρίς ούτε που να το σκέφτεται να μετακομίσει! Ο Νίκος ήταν ο πνευματικός μου. Και είναι. Ο δεσμός μου με τον Κούνδουρο συνεχίζεται εντός μου.
Ο Νίκος Κούνδουρος στον κήπο της βίλας του στον όρμο Αγίου Νικολάου στην Κρήτη το καλοκαίρι του 2010. Η φωτογραφία του Στέργιου Παρδαλού.
Δον Κούντουρος και Σάντσο Σπάρτα! Πόσο εύκολος ήταν ο «Κιχώτης» σου στην καθημερινή ζωή; Και ποια ήταν τα κόλπα σου, αν υπήρχαν, για να γλυτώνεις τη μήνιν του, αλλά και με γλυκά ύπουλο τρόπο να τον στρέφεις να δει τα πράγματα και με τη δική σου ματιά;
Το ποτό ήταν πάντα μια λύση, γιατί μεθυσμένος ένιωθα γοητευτικότερος και δυνατότερος απέναντι στο «θηρίο» τον Κούνδουρο. Ο Νίκος ήταν και τρυφερός, και βίαιος, πάντα μέσα σε μια σπινθηροβόλα αντίφαση. Αυτό αντέχεται μόνο αν είσαι κι εσύ το ίδιο, ακόμα κι αν ακόμα δεν το γνωρίζεις (εγώ δεν το γνώριζα στην αρχή, ο Νίκος μου το εκμαίευσε μαζί με τόσα και τόσα άλλα χαριτωμένα). Μέσα στα 12 χρόνια που ζήσαμε μαζί με τον Κούνδουρο, διάβασα και έγραψα πολύ, είδα και έκανα μπόλικο σινεμά και μελέτησα περισσότερο και βαθύτερα τη ζωγραφική. Ενώ στην αρχή, το έργο μου ήταν μάλλον αδιάφορο για τον Νίκο, στο τέλος το θαύμαζε, όχι μετρημένα, το φώναζε! Το καλλιτεχνικό μου έργο, λοιπόν, έγινε και το οριστικό μου διαβατήριο για την «Κουνδουροχώρα», μαζί φυσικά με το «λοξό» μου πνεύμα αλλά και το αδιανόητο κουσούρι μου, να του αντιμιλάω. Ελάχιστοι είχαν αυτό το δικαίωμα. Ο Νίκος με έχει βρίσει και με έχει χτυπήσει πολλές φορές. Αλλά εγώ θυμάμαι τις αγκαλιές.
«Αυτοπροσωπογραφία (αντίο Νίκο)», ζωγραφικός πίνακας του Άγγελου Σπάρταλη, 2017, λάδι σε καμβά, 40×34 εκ.
Πόσο η σχέση και επαφή σου με τον Νίκο καθόρισε την καλλιτεχνική πορεία σου; Πόσο δηλαδή σε πατρόναρε ή ακόμα και άθελά σου, σε κατεύθυνε σαν δάσκαλος ή μέντορας; Αλλά και πόσο εύκολο ή δύσκολο ήταν για σένα να αυτονομηθείς καλλιτεχνικά από την παρουσία του, που αναμφίβολα ήταν και μια από τις επιρροές σου;
Νομίζω ότι έχω σχεδόν απαντήσει στην ερώτησή σου, αλλά θα προσθέσω εδώ μια-δυο προτάσεις παραπάνω, μη σε στεναχωρήσω. Λοιπόν, δεν μου πέρασε ούτε μια στιγμή από το μυαλό ότι ήμουν δέσμιος του Κούνδουρου και έπρεπε να αυτονομηθώ. Σκέψου ότι η τελευταία και σημαντικότερη εργασία μου πάνω στον κινηματογράφο, η οποία συντελέστηκε με την αμέριστη βοήθεια του Νίκου, ήταν η ταινία κινουμένων σχεδίων μεγάλου μήκους «Από τη Γη στη Σελήνη». Τι σχέση μπορεί να έχει μια ταινία κινουμένων σχεδίων με το «Κουντουρέικο» κινηματογραφικό σύμπαν; Ρωτάω και απαντάω μόνος μου: «Πολύ μικρή!». Αν όμως σκεφτείς πονηρά, μπορεί και να καταλήξεις στο συμπέρασμα ότι το έκανα επίτηδες, για να μην υπάρξουν συγκρίσεις (αυτό το σκέφτηκα πρώτη φορά τώρα που μιλάμε).
Μικρές Αφροδίτες (τμήμα από το storyboard της ομώνυμης ταινίας), Νίκος Κούνδουρος, 1963, μελάνι και ένθετα δακτυλογραφημένα κείμενα σε χαρτί, 60×42 εκ. Πρόκειται για τη μοναδική σελίδα που σώζεται από το πρωτότυπο storyboard. Φέρει ιδιόχειρη αφιέρωση του Κούνδουρου στις κόρες του συγγραφέα Νάντια και Δήμητρα Σπάρταλη συνοδευόμενη από την μονογραφή «Ν.Κ.» και τη σημείωση: «Αίγινα, 26/2/2012». Δημοσιεύεται για πρώτη φορά. Ανήκει στο αρχείο του συγγραφέα.
Μέσα από όλο αυτό το χρονικό της σχέσης και συμβίωσής σας, πώς διάλεξες το υλικό του βιβλίου σου; Πώς ξεσκάρταρες το αναμφίβολα πολύ υλικό συσσωρευμένων αναμνήσεων αλλά και αναμνηστικών κειμηλίων;
Το βιβλίο «βγήκε» σχεδόν από μόνο του, ως μία συρραφή αναμνήσεων, έργων τέχνης και ντοκουμέντων. Αλλά ήταν στην αρχή ακατέργαστο. Πέταξα κι εγώ τα μισά στη θάλασσα, χωρίς τύψεις, ξανάγραψα αυτά που μείναμε 100 φορές, και άλλες 100 φορές, και στο τέλος… Βουαλά! Με τον Παναγιώτη Χαρίτο και τις εκδόσεις ΡΟΠΗ, πάντα από κοντά, σιγά-σιγά το μερέψαμε το θεριό. Συνοψίζοντας την προσπάθειά μας, θα έλεγα ότι όλη αυτή η δέσμη κειμένων και εικόνων, σχέσεων και αισθημάτων, είναι κεντημένη στο χέρι με τέτοιο τρόπο, ώστε στο τέλος να κάνει «100% Κούνδουρο». Όχι τον επίσημο Κούνδουρο, τον άλλο Κούνδουρο, τον δικό μας.
Φωτογραφία του Νίκου Κούνδουρου, ένθετη σε στρατιωτικό φύλλο πορείας με ημερομηνία έκδοσης την 4η Ιανουαρίου του 1952. Ψηφιοποιήθηκε από τον συγγραφέα και δημοσιεύεται για πρώτη φορά.
Είσαι στην Κρήτη τούτες τις μέρες. Σε τι φάση; Ετοιμάζεις κάτι; Ολοκλήρωσες κάτι; Καλλιτεχνικά μιλάω…
«Τούτες τις μέρες ο άνεμος μας κυνηγά, μας κυνηγάει…». Με ρωτάς και αν «ολοκλήρωσα». Πάλι καλά που είπες στο τέλος το «Καλλιτεχνικά μιλάω…», γιατί θα σου απαντούσα ότι είναι καλύτερα να ολοκληρώνεις ιδιωτικά, παρά δημόσια (έτσι κολλάς λιγότερες μεταδοτικές ασθένειες). Πάμε παρακάτω. Ετοιμάζω, που λες, Στέφανε, μια έκθεση ζωγραφικής, εδώ στον υπέροχο Άγιο Νικόλαο Κρήτης, με την προοπτική να ταξιδέψουν τα έργα και σε Ρέθυμνο, Αθήνα. Παράλληλα, συλλέγω πορτραίτα του Αντώνη Ξυλούρη, με σκοπό να εκδώσω το 2020 ένα βιβλίο με τον προσωρινό τίτλο «Πινακοθήκη Ψαραντώνη». Ε, με μεγαλώνουν και τα παιδιά μου, με αγαπά και με ανέχεται και η υπέροχη Αγγελική Σβορώνου, με προστατεύει και η αδελφή μου το Γιαννιό. Τι άλλο θέλω! Είμαι σε «καλή φάση», θέλω να πω, με όλη αυτή τη φλυαρία. Οδεύω ολοταχώς, δίχως φόβο, μόνο με πάθος, προς τον θάνατο, που όλους μας καρτερά χαιρέκακα, η ανθρωπότητα όμως είναι εν δυνάμει αθάνατη. Θα νικήσουμε (δύσκολο το βλέπω) ή θα νικηθούμε (αυτό το έχουμε) ή κάτι ανάμεσα (αυτό είναι και το χειρότερο, γι’ αυτό και το απεύχομαι). Ας νικηθούμε, λοιπόν, με σέβας!
Θρίαμβος στο χασάπικο, Άγγελος Σπάρταλης, 2008, μολύβι σε χαρτί.
Ο χασάπης και το κοριτσάκι
Ήμουν παρών σε δύο αποτελεσματικές μπουνιές που έριξε ο Κούνδουρος σε άλλον άνθρωπο. Και λέω «σε άλλον άνθρωπο» γιατί συνήθως κοπάναγε και κομμάτιαζε έπιπλα και κρύσταλλα και όχι ανθρώπους. Τέλος πάντων, και στις δύο «ανθρώπινες» περιπτώσεις, αν και είχε ήδη κλείσει τα ογδόντα, παρέμενε βίαιος και ρωμαλέος. Θεριό! Η δεύτερη φορά, που είχε θύμα έναν ταξιτζή, δε σας αφορά. Η πρώτη όμως με θύμα τον χασάπη είναι πολύ χαριτωμένη μέσα στη βία της και θα σας την διηγηθώ.
Ας πούμε ότι ήταν το 2008. Περπατάμε με προορισμό το σπίτι στο Μετς, όπου έχουμε το μεσημέρι τραπέζωμα. Ταυτόχρονα εγώ ψωνίζω τρόφιμα και ο Κούνδουρος κλασικά αγορεύει σε μαγαζάτορες και περαστικούς θαυμαστές του. Κάποτε περνάμε έξω από ένα χασάπικο. Και τότε ο χασάπης, που στέκεται στην είσοδο και καπνίζει, σφυρίζει πρόστυχα σε ένα προπορευόμενο ανήλικο κοριτσάκι, που θα ’τανε – δε θα ’τανε δώδεκα χρονώ. Θαμπωμένος ο αγροίκος από την άγουρη ομορφιά, που μόλις τον είχε προσπεράσει, απαγγέλλει και τον ακόλουθο αδόκιμο ποιητικό στίχο: «Πού πας, ψωλίτσα μου!». Το κοριτσάκι ακούει το σφύριγμα, αλλά όχι και το ποίημα που ο χασάπης το είπε κάπως από μέσα του, σα χυδαίο αναστεναγμό. Το παιδί γυρνά, τον κοιτά έντρομο αναγνωρίζοντας οπωσδήποτε μια προστυχιά στο βλέμμα του και επιταχύνει το βήμα.
Για κακή του τύχη όμως του χασάπη τον έχει ακούσει ο Νίκος και μάλιστα πεντακάθαρα. Και το σφυριγματάκι και το συνοδευτικό ποιηματάκι. Όλα τα άκουσε. Και δεν του άρεσε του Νίκου αυτός ο χασάπης. Αλλά καθόλου δεν του άρεσε! Ο Κούνδουρος που είχε δημιουργήσει πριν από σαράντα πέντε ολόκληρα χρόνια τις «Μικρές Αφροδίτες» εξαίροντας με τον κινηματογραφικό του φακό αυτήν ακριβώς την άγουρη ομορφιά του ανθρώπινου κορμιού βρίσκονταν τώρα αντιμέτωπος με έναν αγράμματο υβριστή της. Αλλά δεν αντέδρασε, τουλάχιστον όχι ακαριαία.
Προσπερνάμε το χασάπικο σα να μην έχει συμβεί τίποτα και συνεχίζουμε το δρόμο μας. Ο Νίκος έχει βάλει το κεφάλι κάτω και περπατά σαν ταύρος στην αρένα. Είναι χαρακτηριστικό ότι μέχρι να φτάσουμε στο σπίτι δεν πιάσαμε την κουβέντα με κανέναν άλλον περαστικό. Ούτε αναμεταξύ μας ανταλλάξαμε λόγια. Κάποτε φτάνουμε στο σπίτι και βάζω μπροστά τις τσουκάλες και τα τηγάνια. Βάζω και μια ρακή. Θα ’τανε μία, το πολύ μία και μισή το μεσημέρι. Ξαφνικά και απροειδοποίητα ο Κούνδουρος βροντά με βία τη μία από τις δύο πόρτες της κουζίνας, που ήταν σαν εκείνες τις πόρτες των σαλούν στα καουμπόικα και στέκει μπροστά μου. Μπρος-πίσω η πόρτα έκανε σαν παράφρων ανεμιστήρας και μέσα στο γενικό σαματά βουτά το ποτήρι μου και μου πίνει με μιας τη ρακή. Ανήκουστο το ξέρω αλλά αληθινό! Ποτέ δεν είχα δει τον Νίκο να πίνει ρακή ούτε και τον ξανάδα. Έπινε περίπου δύο μπύρες το χρόνο, αυτή ήταν η σχέση του με το αλκοόλ. Εγώ τότε έπινα δύο μπύρες αντί για πρωινό καφέ, αλλά αυτό είναι μια άλλη ιστορία.
«Πάμε!» μου λέει κοπανώντας το άδειο ρακοπότηρο στο τραπέζι και την ώρα που με τραβάει από το ένα χέρι, προλαβαίνω με το άλλο και κλείνω τα δυο μάτια της κουζίνας που καίγανε τα τηγάνια με τους χοχλιούς και τις πατάτες. Αλλιώς θα ’χαμε γίνει μπουρλότο! Πεταγόμαστε έξω και με βήμα τροχάδην προσεγγίζουμε το απεχθές χασάπικο. Εγώ είχα λάβει τις γνωστές εντολές. Να βρίσκομαι πάντα δυο μέτρα πίσω και αριστερά από τον Νίκο και να μην πω ούτε μια λέξη.
Μπαίνει με φούρια ο Κούνδουρος μέσα στο χασάπικο κραυγάζοντας «Αέραααα» και με την ορμή που είχε, χωρίς να σταματήσει καθόλου το γρήγορο βήμα του, τραβάει ένα γερό μπουνίδι στη μούρη του χασάπη, που χτυπά καλά την κεφαλή του πίσω στο επαγγελματικό ψυγείο, κάνει λακκούβα στο αλουμίνιο και σωριάζεται στα πατώματα μέσα σε ένα «σπλατς» από αίματα της μύτης του. Σκέτη αηδία.
Και τώρα θα καταλάβετε τι σήμαινε Κούνδουρος. Τρίβει ο Νίκος το χέρι του, που πιθανότατα τον είχε κάπως πονέσει, και διώχνει με νεύμα έξω τον βοηθό του χασάπη και δύο πελάτες, που είχανε μείνει άναυδοι. Στέλνει κι εμένα στο πεζοδρόμιο μαζί με τους άλλους και κλείνει την πόρτα. Παρακολουθούμε όλοι έξω από την τζαμαρία σα να βλέπουμε ταινία και στ’ αλήθεια αυτό γινότανε! Ένα ακόμα κινηματογραφικό γύρισμα. Περνά ο Κούνδουρος πίσω από τον πάγκο και πλησιάζει εκεί που θα έπρεπε να κείτεται ο χασάπης. Παύση σε κάθε ήχο. Σύντομη ακινησία και τότε σκύβει κάτω ο Κούνδουρος και χάνεται πίσω από τον πάγκο. Απ’ έξω εμείς στην αγωνία. Το πλατό άδειο από ηθοποιούς. Τι να συμβαίνει άραγε «οφ-κάμερα», που λέμε στη γλώσσα μας εμείς οι διεστραμμένοι του σινεμά; Ποια η πλοκή; Ποιο το θέατρο των αθέατων; Τον πνίγει τον χασάπη; Του βγάζει τα μάτια με γυμνά χέρια; Τον κόβει κομματάκια με τον μπαλτά; Τι βία να εξελίσσεται άραγε πίσω από τον πάγκο;
Αργά, πολύ αργά, ιεροτελεστικά, ο Κούνδουρος σηκώνεται όρθιος και εμφανίζεται σιγά-σιγά πίσω από τον πάγκο υποβαστάζοντας τον χασάπη, που τα ’χει χαμένα. Στήνει όρθιο τον άφωνο χασάπη και τον περιεργάζεται με το βλέμμα του. Σαν κάτι να μην του πηγαίνει καλά. Παίρνει ένα χαρτί και σκουπίζει πρόχειρα τα αίματα από τη μούρη του χασάπη. Η μούρη παραμένει αχνά μουντζουρωμένη από το αίμα. «Τώρα η μούρη έχει μια εικαστικότητα ανώτερη από πριν» σκέφτομαι. Πετά το χαρτί στα σκουπίδια με θεατρικότητα, σε αργή κίνηση ή έτσι μου φάνηκε εμένα. Μετά ο Νίκος ισιώνει τη λευκή μπλούζα του χασάπη, που είχε τσαλακωθεί, και του κουμπώνει τα δύο πάνω κουμπιά, που ήταν ακούμπωτα. Στο τέλος αρπά έναν μεγάλο μπαλτά, τον βάζει στο χέρι του χασάπη και του σηκώνει το χέρι ψηλά σα να ’ναι έτοιμος ο χασάπης να αποκεφαλίσει αρνί. Του ισιώνει μια τελευταία φορά τη λευκή, πιτσιλισμένη από πολλών λογιών αίματα στολή και τον περιεργάζεται ξανά με το βλέμμα του. Τώρα του φαίνεται εντάξει. Όλη αυτή την ώρα ο χασάπης στέκει κέρινο κι ανέκφραστο άγαλμα της μαντάμ Τισό.
«Θρίαμβος» φωνάζει ξαφνικά ο Κούνδουρος σπάζοντας την αφόρητη σιωπή και εξέρχεται σβέλτα του χασάπικου ξυπνώντας μας από το όνειρο-θρίλερ. Όλοι κάγκελο! Επιστρέφουμε θριαμβευτές και με βήμα ταχύ στο σπίτι στο Μετς για το προγραμματισμένο μας συμπόσιο.
Με ’κείνα και με τ’ άλλα όμως παπαριάσανε οι πατάτες και οι χοχλιοί γίνανε ξεροί και πισσαμαύροι.
Ο Θανάσης Βέγγος με στολή εργασίας στη Μακρόνησο, Νίκος Κούνδουρος, 1951, 30χ20 εκ, μελάνι σε χαρτί. Το έργο αυτό, παρουσιάστηκε για πρώτη φορά στην έκθεση «Νίκος Κούνδουρος, Εικόνα-Κίνηση-Νόημα-Ζωή» που εγκαινιάστηκε στο Αρχαιολογικό Μουσείο Αγίου Νικολάου Κρήτης στις 24 Αυγούστου 2017, έξι μήνες μετά το θάνατο του Κούνδουρου. Επιμελήτρια της έκθεσης ήταν η ανθρωπολόγος Μαρία Καραμητσοπούλου και βοηθός επιμελητή ο Άγγελος Σπάρταλης.
Πού ’σαι Θαν-ά-α-α-α-ση
Ο φαλακρός πράκτωρ 000 σας ζητά στο τηλέφωνο
Χρόνια έψαχνα να βρω τη λύση ενός σύνθετου, όπως αποδείχτηκε, προβλήματος. Μία επίδειξη δειλίας εκ μέρους μου σε μια κρίσιμη στιγμή είχε σαν αποτέλεσμα την απώλεια ενός σπουδαίου ντοκουμέντου. Γιατί να κάνω κάτι τέτοιο; Καταραμένο κουμπί! Η λύση ήρθε τελικά και με βρήκε μόνη της το παράξενο καλοκαίρι του 2017, το πρώτο χωρίς τον Κούνδουρο που είχε πεθάνει τον Φλεβάρη της ίδιας χρονιάς.
Ήμουν στο μετόχι του καλού μου φίλου του Δρέτου, κατά κόσμον Γεώργιου Δρετάκη, στον Καλαβρό κοντά στην υπέροχη Μυρσίνη. Και τότε ο Γιώργης μου διηγήθηκε κάτι αποκαλυπτικό. Ότι πριν λίγες μέρες την ώρα που ξημέρωνε, ένα μεγάλο γεράκι με άνοιγμα φτερών κοντά δυο μέτρα εμφανίστηκε άξαφνα στο μετόχι του κι έκατσε να λιαστεί στην εσοχή που κάνει το παράθυρο της κουζίνας στον πετρόχτιστο ανατολικό τοίχο. Τρομερή τύχη! Ο ίδιος ήταν μέσα στην κουζίνα και παρατήρησε το πουλί πίσω από το τζάμι για πολλή ώρα. Ήταν ένα υπέροχο πουλί, μου είπε ο Γιώργης, τόσο κοντά του -ούτε μισό μέτρο απόσταση- κι όμως εκείνο αδιαφορούσε για την ανθρώπινη παρουσία. Σα να ήταν ο Γιώργης αόρατος!
Εκ των υστέρων βέβαια οι επιστημονικές παρατηρήσεις του Δρέτου έλυσαν το μυστήριο: εκείνη την ώρα είχε αντηλιά. Το τζάμι στο παράθυρο της κουζίνας έλαμπε εκτυφλωτικά και το πουλί δεν μπορούσε να τον δει απέξω προς τα μέσα, ενώ ο Γιώργης είχε καθαρότατη εικόνα από μέσα προς τα έξω. Έτσι είχε και την ευκαιρία να μελετήσει από πολύ κοντά αυτό το άγριο πλάσμα, που κανονικά θα ήταν αδύνατο να το πλησιάσεις στην ελευθερία του. Μόνο δέσμιο σε ζωολογικούς κήπους, σε τσίρκα και σε άλλα ανθρώπινα τερατουργήματα θα μπορούσες να προσεγγίσεις ένα αγρίμι. Κι εγώ ρώτησα τον Γιώργη αφελώς γιατί δεν έβγαλε το κινητό να το φωτογραφίσει. «Τρελός είσαι!» μου λέει. «Να διαταράξω τη στιγμή! Να φωτογραφίζω το θαύμα αντί να το ζω; Τι είμαι, κανένα παιδάκι που παίζει με το κινητό του όλη την ώρα; Ρε, σου λέω ήταν υπέροχο, γιατί να το χαλάσω!»
Αυτό ήταν! Είχα βρει τη λύση στο πρόβλημα που με ταλαιπωρούσε τα τελευταία επτά χρόνια και τώρα -από καθαρή τιμιότητα- θα πρέπει φυσικά να σας αφηγηθώ και το πρόβλημα. Ξεκινάω γυρνώντας πίσω στο μακρινό 2010 ή 2011, κάπου εκεί μέσα. Είμαστε με τον Κούνδουρο στο σπίτι στο Μετς. Εκεί είχαμε δύο τηλεφωνικές συσκευές. Μία φορητή στον κάτω όροφο -που ακριβώς γιατί ήταν φορητή την χάναμε συνέχεια- και μία πολυσυσκευή τύπου τηλέφωνο-φαξ-τηλεφωνητής στον πάνω όροφο. Χτυπά, που λέτε, αυτή η ρημάδα η πολυσυσκευή και στο πέμπτο χτύπημα -με τον Νίκο να αδυνατεί να εντοπίσει το φορητό τηλέφωνο- σηκώνω εγώ το ακουστικό από τον πάνω όροφο, όπου καθόμουν στο γραφείο και αποδελτίωνα δε θυμάμαι τί.
«Νίκο, εσύ; Ο Θανάσης είμαι» λέει μια τρεμάμενη φωνή στο ακουστικό και «τα κάνω πάνω μου». Είναι ο Βέγγος! Δεν υπάρχει αμφιβολία. «Μια στιγμή παρακαλώ κύριε Θανάση να τον φωνάξω» λέω εγώ. «Ναι, παιδί μου, σε παρακαλώ» λέει εκείνος. Τρέχω σίφουνας κάτω. Ξεκινώ ν’ ανακατεύω το χάος σε τραπεζάκια, γραφεία, ντιβάνια. Χαρτιά πετάγονται, μαξιλάρια κατρακυλάνε, δεκάδες τηλεκοντρόλ –σχεδόν όλα παλιά και άχρηστα- εκσφενδονίζονται, DVD και βιβλία πέφτουνε, ο Μιχάλης, ο γάτος της Σωτηρίας, τρομάζει κι εξαφανίζεται. Κάποτε εντοπίζω επιτέλους το τηλέφωνο και το πασάρω ανοικτό στον Νίκο, που με κοιτάζει όλη αυτή την ώρα χωρίς ερωτήσεις, ατάραχος.
Το τηλεφώνημα ήταν έκπληξη και για τον Νίκο. Είπε ότι είχαν να μιλήσουν με την ησυχία τους πάνω από δέκα χρόνια. Εγώ σούρθηκα ξανά στο γραφείο του πάνω ορόφου και έπιασα το ακουστικό, που είχα αφήσει ανοικτό. Πήγα δήθεν να το βάλω πίσω στη θέση του, χωρίς φυσικά να το κάνω. Έβαλα το ακουστικό στο αυτί και υφάρπαξα ολόκληρη την κουβέντα των δύο παλιών φίλων, που κράτησε περισσότερο από μία ώρα. Ο Βέγγος πρέπει να είχε περάσει ένα βαρύ εγκεφαλικό και δεν ήταν και πολύ καλά. Ο Νίκος είχε χτυπηθεί πρόσφατα από ληστές και μόλις είχε βγει από την εντατική. Τη σχετικά σύντομη επισκόπηση της υγείας τους διαδέχτηκαν πράγματα φοβερά -τόσο τρυφερά- για παιδιά, εγγόνια, έρωτες, φιλίες, εξορίες, ταινίες.
Δεν υπάρχει καμία περίπτωση να σας πω λεπτομέρειες κι αυτά τα λίγα προϊόντα υποκλοπής, που σας εκμυστηρεύτηκα, πολλά σας είναι. Αν ήθελα άλλωστε θα είχα πατήσει και το κουμπί. Αχ το κουμπί! Αυτό το καταραμένο κουμπί, που μου δημιούργησε το πρόβλημα. Γιατί βλέπετε, στην απεχθή πολυσυσκευή ένα φωτεινό κόκκινο κουμπάκι αναβόσβηνε κι αν πατούσες αυτό το κουμπάκι, η συνομιλία καταγράφονταν! Το χρησιμοποιούσαμε συνέχεια αυτό το κολπάκι. Όταν για παράδειγμα προσκαλούσαν τηλεφωνικά τον Νίκο να πάει σε κάποια εκδήλωση εμείς καταγράφαμε τη συνομιλία και στο τέλος της ημέρας περνάγαμε όλα τα παρόμοια στοιχεία, που είχαν συγκεντρωθεί από την κασέτα σε ένα καρνέ. Κι όμως, μία ολόκληρη ώρα με το δάκτυλο στο κουμπάκι δεν το πάτησα ποτέ.
Κι από εκείνη την ημέρα σιχτίριζα τον εαυτό μου που δήθεν στέρησε την ανθρωπότητα από ένα τόσο σπάνιο ντοκουμέντο: την τελευταία συνομιλία Βέγγου-Κούνδουρου! Και προσπαθούσα να βρω τη λύση στο μέγα πρόβλημα: Πώς υπήρξα τόσο δειλός, τόσο άτολμος, εγώ που εκπαιδεύτηκα από τον ίδιο τον Κούνδουρο να ’μαι ψυχρός κι αδίστακτος; Τι ήταν αυτό που με εμπόδισε να πατήσω το κουμπί, όταν το δάκτυλό μου ήταν όλη την ώρα πάνω από το κουμπί;
Τελικά, έλυσα τις απορίες μου και λυτρώθηκα πολλά χρόνια αργότερα με το γεράκι του Δρέτου, που σας έλεγα στην αρχή. Γιατί, όπως ακριβώς έκανε κι ο Γιωργής έτσι κι εγώ δεν πάτησα το REC όχι γιατί ήταν παράνομο, όχι γιατί δε θα μπορούσα στο μέλλον να διαφυλάξω την αρχειακή και όχι την κουτσομπολίστικη χρήση του ντοκουμέντου μου, αλλά γιατί –χωρίς να το έχω καταλάβει τότε- ένιωθα ότι αυτή καθεαυτή η μηχανική καταγραφή της συνομιλίας θα τσαλαπατούσε τη μαγεία της στιγμής. Της δικής τους στιγμής, αλλά κυρίως της δικής μου στιγμής.
Συγγνώμη ανθρωπότητα, αλλά τώρα πια ξέρω γιατί έκανα το σωστό και δε σκάω πια. «Θενκς του γιου», φίλε Δρέτο!
Πηγή: https://www.athensvoice.gr/culture/book/479447_meres-me-ton-niko