Παρασκευή βράδυ βγαίνω για ποτό με την φίλη μου την Κατερίνα.
Καθόμαστε στο μπαρ και παραγγέλνουμε από μία μπύρα.
Είχαμε καιρό να πούμε τα νέα μας-πολύ καιρό. Βάζουμε στόχους για τη νέα χρονιά, νιώθουμε ότι είμαστε ναυαγοί στη θάλασσα πάνω σε μια σανίδα κάτω από τον μαύρο ουρανό και γελάμε. Λέμε θα χτυπήσουμε τα πόδια μας δυνατά κι αν δεν βλέπουμε ούτε φάρο ούτε στεριά, θα τα καταφέρουμε.
Ύστερα, παραγγέλνουμε άλλη μια μπύρα.
Γυρνάω της λέω, κοίτα να δεις εγώ δεν αντέχω πρέπει να κάνω ένα τσιγάρο. Έρχομαι για παρέα, μου λέει εκείνη. Σηκωνόμαστε, ανοίγουμε την πόρτα, βγαίνουμε έξω.
Ακολουθούν και δυο κορίτσια. Από τα συμφραζόμενα καταλαβαίνουμε ότι είναι πρωτοετείς φοιτήτριες εδώ και ότι δεν έχουν ξαναβγεί στο συγκεκριμένο μαγαζί.
-Να σας ρωτήσω κάτι; λέει η μία από τις δύο ενώ κάπνιζε και αυτήν το τσιγάρο της.
-Ναι, της απαντάμε.
-Συγνώμη, αν σας ενοχλώ.
-Τι λες καλέ; Φυσικά και δεν ενοχλείς.
-Με το που μπήκαμε στο μαγαζί, δεύτερη φορά είναι που ερχόμαστε, θέλαμε να καθίσουμε και εμείς στο μπαρ για να νιώσουμε ότι είμαστε ανάμεσα σε κόσμο.
-Καλά κάνατε!
-Το υπόλοιπο είναι άδειο! Και πάμε και καθόμαστε στο μπαρ εκεί που βρίσκουμε λίγο χώρο. Και που λέτε είναι ένα παιδί από δίπλα και του ζητάω ευγενικά να κάνει λίγο πιο πέρα για να χωρέσουμε.
-Μια χαρά!
-Τι μια χαρά; Ξέρετε τι μου απάντησε; Κέρνα με ένα ποτό για να πάω λίγο πιο πέρα.
-Α!
-Σιγά μην τον κεράσω ένα ποτό για να πάει πιο πέρα! Χάθηκαν οι άντρες. Πουλί να του έφερνα, δεν θα με πηδούσε!
-Τελικά, πήγε πιο πέρα;
-Όχι, πήγαμε εμείς σε ένα τραπέζι. Και ξέρετε, τι σκέφτηκα; Πως έπρεπε να έρθουμε να καθίσουμε με εσάς τις κυρίες. Μιλούσατε, γελούσατε…
Με εσάς τις κυρίες;;;;;; Τις κυρίες!