Ποτάμι το αίμα, ποτάμι τα δάκρυα. Εάν δεν ήταν το πρώτο ποτάμι που πήρε παραμάζωμα τις ζωές των Ελλήνων του Πόντου, εκεί στις αρχές του 20ού αιώνα, είναι βέβαιο πως καταδικάστηκαν να ανταμώσουν το δεύτερο ποτάμι.
Οι Οθωμανοί Τούρκοι είχαν φροντίσει για αυτό με κάθε λεπτομέρεια και βάσει οργανωμένου σχεδίου. Δεν άφησαν τίποτα όρθιο. Εξάλλου η εντολή ήταν σαφής: οι άπιστοι Έλληνες έπρεπε να πεθάνουν και η φυλή που μεγαλουργούσε στα παράλια του Εύξεινου Πόντου έπρεπε να εξαφανιστεί!
Παιδιά, γυναίκες, άνδρες, νέοι και γέροι έσβησαν σε μια στιγμή. Δεν είχε σημασία ποιος ήταν, πόσο χρονών ήταν. Ήταν Έλληνας του Πόντου. Αυτό είχε σημασία. Κάποιοι… τυχεροί που δεν σφαγιάστηκαν, βρήκαν άλλου τύπου θάνατο. Έμειναν να θρηνούν για τους γονείς τους που κάηκαν ζωντανοί, για τα βρέφη τους που πέθαναν ενώ τα βασάνιζαν, τους άνδρες τους που κρεμάστηκαν ή τις γυναίκες τους που κακοποιήθηκαν. Πολλοί ξεριζώθηκαν.
Δεν πρέπει να ξεχνάμε: Οι εκατοντάδες χιλιάδες Έλληνες του Πόντου δεν χάθηκαν σε πόλεμο. Εάν χάνονταν σε πόλεμο «αναμενόμενες απώλειες», θα έλεγαν οι ειδικοί. Όμως οι Έλληνες του Πόντου δολοφονήθηκαν επειδή απλά ήταν Έλληνες και χριστιανοί.
______________________________________
Εμείς όντι έπαθαμε, έπαθαμε. Έκαψανε τον πατέρα σ’. Εσείς φυέστε τουλάχιστον…
Ο Κώστας Ψωμιάδης γεννήθηκε στη Σοβιετική Ένωση. Ο πατέρας του ήταν από την Κερασούντα, από το χωριό Γιόλα Ουζούν.
Τον παππού του, που ήταν παπάς, τον έκαψαν οι Τούρκοι μαζί με 37 Αρμένιους μέσα στην εκκλησία. Τη γιαγιά του την κατέσφαξαν. Ο θείος του, ο Παναγιώτης, προσπάθησε ν’ ανέβει σ’ ένα γαλλικό πλοίο για να σωθεί, και ο Γάλλος ναύτης τού έκοψε τα χέρια.Mετά η εξορία…
______________________________________
«Δεκαπέντε Τούρκοι κυνηγούσαν τον πατέρα μου στην Τραπεζούντα»
Πώς ξεκίνησε η Γενοκτονία των Ελλήνων και των Αρμενίων στην Τραπεζούντα μέσα από τα μάτια των γονιών της Μαρίας Τριανταφυλλίδου.
Ενενήντα χρόνων σήμερα, η Μαρία Τριανταφυλλίδου, γεννημένη στο Μεσοχώρ’ του Καυκάσου, εξιστορεί στο την περίοδο της Γενοκτονίας των Ελλήνων και των Αρμενίων στην Τραπεζούντα, όπως την έζησαν οι γονείς της, Γιάννης Παπαδόπουλος και Ελένη Μαραντίδου από τη Μούζενα της Αργυρούπολης, αλλά και τη δική της εξορία από τον Καύκασο στο Καζακστάν:
«Ο Τούρκον εξέβεν απάν’ ‘ς σο μιναρέ, σο τζαμί απάν’ κι επαίρεν έναν σφυρίν* και ‘ς σα τέσσερα γωνίας εσφύριξεν, και σαν λυσσασμένα σκυλιά ερούξαν απάν’ ‘ς σοι Αρμέντς. Τους έσφαζαν σα γουρούνια».
_____________________________
“Εβρόντηξαν επάνω μας 300 όπλα ασταμάτητα. Χαλασμός Κυρίου, ενόμιζα ότι γίνεται η Δευτέρα Παρουσία”
Μάρτυρας Γενοκτονίας ο παππούς μας Θεόδωρος Παπαδόπουλος –ένας από τους 136 Έλληνες Ποντίους που σύρθηκαν για εκτέλεση στις αμμουδιές του Καρά-Σου και γλίτωσε σαν από θαύμα από τις σφαίρες των τσετέδων–, αφηγούνταν.
Μόλις εφτάσαμε κοντά στον αιγιαλόν, μας εσταμάτησαν και μας εσύναξαν και κατόπιν μας ομίλησεν ο αρχηγός των τσετέδων Υψιζί Ρετζέπ ως εξής:
«Πάκην ουσακλάρ. Γιουνάν εσκερή κελτή Πανόρματα. Συνκή ιλέν καρηλαρή ιτζιντέ τσοτουκλαρή κιοβέ ατάρ. Ονούν ιτσίν σιζή τα ελτηρέ τζεγήμ» (Ακούστε παιδία. Ο ελληνικός στρατός ήρθε στην Πάνορμο. Με ξιφολόγχες από τις γυναίκες πετάν τα μωρά στον ουρανό. Γι’ αυτό και θα σας σκοτώσω). Τότε βρυχηθμός βγήκεν από τα στήθια των παλικαριών και με μια φωνή, που ακούστηκε στα ουράνια είπαν: «EMAΣ ΑΣ ΣΚΟΤΩΣΕΤΕ. ΖΗΤΩ Η ΕΛΛΑΔΑ».
Ο αρχιληστής χαμογέλασε φαρμακερά και μας είπε: «Μη φοβάστε, δεν θα σας σκοτώσω. Μόνο τους παράδες σας θέλω κι ύστερον σας απολύω».
Οι καημένοι οι μελλοθάνατοι επετάξαμε στα πόδια των ληστών ό,τι είχαμε μαζί μας. Μετά τη λήστεψή μας οι Τούρκοι θελήσανε να μας δέσουν. Ένα γερό παλικάρι, που ήτανε πρώτος, ο Κωνσταντίνος Κόκος, με θυμό φώναξε: «Τι εκάναμε και θα μας δέσετε;». O Υψίζ μάλωσε εκείνον που ήθελε να μας δέσει, απομακρύνθηκε λίγο και έκανε νόημα στους δικούς του να υποχωρήσουν από κει που μας είχαν περικυκλωμένους.
Σύγκαιρα έδωσε τη διαταγή: «Xάιτε, σιζή κιόρεγημ, χίτσ πίρ τανέ τσίκματαν ατέσ!» (Άιντε να σας βλέπω, να μη βγει ούτε ένας ζωντανός. Φωτιά!).
Εβρόντηξαν επάνω μας 300 όπλα ασταμάτητα. Χαλασμός Κυρίου, ενόμιζα ότι γίνεται η Δευτέρα Παρουσία. Μερικοί από μας όρμησαν κατά το ποτάμι, άλλοι κατά θάλασσα μεριά. Εγώ έπεσα με το πρώτον. Εν τω μεταξύ σωριάστηκαν επάνω μου δύο σκοτωμένοι κι εγώ έκανα τον πεθαμένο. Κάποτες σίγησαν τα όπλα και οι ματοβαμμένες ύαινες οι φονιάδες μας, αφού τσάκισαν με καζμάδες και φτυάρια τα κεφάλια των πληγωμένων και όσων ετοιμαθάνατων βογγούσαν, μάζεψαν τα πλιάτσικα και κίνησαν τον ανήφορο. Κοπάσανε πλέον τα γοητά, οι επικλήσεις, τα βογγητά και οι ρόγχοι των ψυχορραγούντων. Έκανα τον πεθαμένο για 10 ώρες. Ώρες 10 μες στη ζέστη του καλοκαιριού με τα αίματα των σκοτωμένων παλικαριών να στάζουν απάνω μου και να με λούζουν. Ώρες 10 που φάνηκαν αιώνες, ως ότου βραδιάσει. Τότες μόνο σηκώθηκα από τη θέση μου και είδα ό,τι είχεν απομείνει. Από τα 136 παιδιά μόνον δεκατέσσερις γλιτώσαμε, μερικοί τραυματίες.
Γιώτα Αμμανατίδου
____________________
Την μνήμη 353.000 θυμάτων της γενοκτονίας του Πόντου τιμάει σήμερα ο απανταχού Ελληνισμός διεκδικώντας την καθολική αναγνώριση του εγκλήματος της Τουρκίας.
Περισσότερες μαρτυρίες θα βρείτε στο Pontos-news.gr