της ενέργειας, οι οποίες επέφεραν υψηλά κόστη διανομής, προσαυξήσεις και τελικά τιμές στον τομέα της ενέργειας, σε σχέση με άλλα κράτη μέλη, αποτελώντας έτσι τον βασικό παράγοντα του ενεργειακού πληθωρισμού.
1. Καθοριστικός παράγοντας είναι το υψηλό κόστος διανομής φυσικού αερίου. Ήδη το 2021, το μερίδιο του κόστους διανομής στη λιανική τιμή του φυσικού αερίου ήταν το 3ο υψηλότερο μεταξύ των κρατών-μελών της ΕΕ, ενώ η ενεργειακή συνιστώσα ήταν η 4η υψηλότερη, αντίστοιχα. Γιατί συμβαίνει αυτό; Μια πιθανή εξήγηση αυτής της υψηλής κατάταξης είναι ο βαθμός συγκέντρωσης της αγοράς ενέργειας. Οι προσπάθειες για την αύξηση του ανταγωνισμού στον τομέα της ενέργειας τα προηγούμενα χρόνια είχαν περιορισμένο αντίκτυπο στη μείωση της συγκέντρωσης της αγοράς. Συγκεκριμένα, η ιδιωτικοποίηση του τομέα της ενέργειας κατά την τελευταία δεκαετία είχε ως αποτέλεσμα την αντικατάσταση του μονοπωλίου του δημόσιου τομέα από ένα ολιγοπώλιο του ιδιωτικού τομέα. Ωστόσο, οι δείκτες συγκέντρωσης της αγοράς βελτιώθηκαν ελάχιστα. Ως αποτέλεσμα, το πρώτο εξάμηνο του 2022 οι Έλληνες πάροχοι φυσικού αερίου διατήρησαν το δεύτερο υψηλότερο περιθώριο κέρδους στην ΕΕ, ενώ το περιθώριο κέρδους των παραγωγών ηλεκτρικής ενέργειας ουσιαστικά εξαφανίστηκε. 2. Η υψηλή κερδοφορία των παρόχων φυσικού αερίου διατηρείται ψηλά επίσης λόγω της ίδιας της δομής της ελληνικής αγοράς ενέργειας, η οποία επιτρέπει ιδιαίτερα μεγάλες αυξήσεις στις τιμές του φυσικού αερίου στην αγορά εξισορρόπησης. Σύμφωνα με τη Ρυθμιστική Αρχή Ενέργειας (ΡΑΕ), οι τιμές αγοράς επόμενης μέρας στην Ελλάδα είναι σταθερά μεταξύ των υψηλότερων στην ΕΕ, ενώ σύμφωνα με τον Ανεξάρτητο Διαχειριστή Μεταφοράς Ηλεκτρικής Ενέργειας (ΑΔΜΗΕ), τον Σεπτέμβριο, το ανώτατο όριο της τιμής του φυσικού αερίου ήταν 1499 ευρώ/ MWh. Φαίνεται, λοιπόν, ότι υπάρχει σημαντική μετακύλιση των περιθωρίων κέρδους των διανομέων φυσικού αερίου στην τιμή της ηλεκτρικής ενέργειας και κατά συνέπεια, στο κόστος παραγωγής για την υπόλοιπη οικονομία.3. Οι τιμές της ενέργειας αυξάνονται περαιτέρω λόγω των συγκριτικά υψηλών έμμεσων φόρων. Κατά την εφαρμογή των Προγραμμάτων Οικονομικής Προσαρμογής, η φορολογική πολιτική προσανατολίστηκε κυρίως προς μια επιβολή υψηλών έμμεσων φόρων και την καθιέρωση χαμηλότερου φόρου εισοδήματος και εξακολουθεί μέχρι και σήμερα να διατηρείται στο ίδιο μοτίβο. Ως εκ τούτου, ορισμένοι καταναλωτές ενέργειας, κυρίως αυτοί που καταναλώνουν πετρέλαιο θέρμανσης, αντιμετωπίζουν από τα τέλη του 2019 πολύ υψηλότερους μέσους τεκμαρτούς φορολογικούς συντελεστές (implicit tax rates) στην Ελλάδα από ό,τι στη ζώνη του ευρώ, με τη διαφορά να κυμαίνεται μεταξύ 14 και 17 ποσοστιαίων μονάδων.
Μείωση του πραγματικού μισθού – Ο πληθωρισμός επηρεάζει περισσότερο τους μισθωτούς και τα φτωχότερα νοικοκυριά
Σε μισθολογικό επίπεδο, όπως καταγράφεται στη μελέτη, παρατηρείται μια μεγάλη απόκλιση μεταξύ του ονομαστικού και του πραγματικού μέσου μισθού κατά την έναρξη της ενεργειακής κρίσης (2021Q3) και μια συνεχιζόμενη διεύρυνση της σχετικής ψαλίδας. Αυτό εξηγείται από τη γενικευμένη απορρύθμιση της αγοράς εργασίας κατά την τελευταία δεκαετία, με την συντριπτική πλειονότητα των συλλογικών συμβάσεων να έχει συναφθεί σε επίπεδο επιχείρησης, ενώ οι αυξήσεις μισθών είναι περιορισμένες.
Με εξαίρεση το β’ τρίμηνο του 2020, όπου οι έμμεσοι φόροι έπεσαν κατακόρυφα λόγω των υγειονομικών μέτρων, το μερίδιο των μισθών παρουσιάζει πτωτική τάση, ενώ το μερίδιο των κερδών παρουσιάζει την αντίθετη τάση. Ο αυξανόμενος πληθωρισμός επηρέασε περισσότερο τους μισθωτούς, γεγονός που υποδεικνύει την ύπαρξη ισχυρών επιδράσεων λειτουργικής κατανομής. Το πραγματικό αποτέλεσμα θα πρέπει να εξεταστεί σε συνδυασμό με τις πολιτικές αναδιανομής που υιοθέτησε η σημερινή κυβέρνηση το 2019, οι οποίες μείωσαν τους συντελεστές άμεσης φορολογίας, ιδίως στο ανώτερο άκρο της εισοδηματικής κλίμακας. Όπως αναμενόταν, ο τρέχων τύπος πληθωρισμού έχει άνισες επιπτώσεις, καθώς αυξάνει τις τιμές των βασικών αγαθών, τα οποία έχουν μεγαλύτερο μερίδιο στη συνολική κατανάλωση των φτωχότερων νοικοκυριών. Μεγαλύτερες διαφορές παρατηρούνται κυρίως στο κόστος στέγασης (ενέργεια), εξαιρουμένου του ενοικίου, και σε μικρότερο αλλά σημαντικό βαθμό στα «Τρόφιμα και μη αλκοολούχα ποτά». Το αντίθετο ισχύει για το κόστος μετακίνησης των νοικοκυριών, δεδομένου ότι τα φτωχότερα βασίζονται περισσότερο στα μέσα μαζικής μεταφοράς, τα οποία είναι φθηνότερα και των οποίων η τιμή είναι πολύ λιγότερο ευμετάβλητη.Σύμφωνα με τη μελέτη, τον Σεπτέμβριο του 2022 τα φτωχότερα νοικοκυριά θα έπρεπε να αυξήσουν την κατανάλωσή τους στο 171% του διαθέσιμου εισοδήματός τους, προκειμένου να διατηρήσουν το βιοτικό επίπεδο που είχαν το 2021. Το 1/4 αυτής της επιπλέον κατανάλωσης επιδοτήθηκε από την κυβέρνηση, πράγμα που σημαίνει ότι λαμβάνοντας υπόψη τα αντισταθμιστικά μέτρα, στην πραγματικότητα αυτή η εισοδηματική ομάδα επιβαρύνθηκε από την κατακόρυφη άνοδο των τιμών κατά 13%. Οι κρατικές επιδοτήσεις ανήλθαν στο 16% του διαθέσιμου εισοδήματος και έτσι το ποσοστό αποταμίευσης ήταν μηδενικό. Όπως αναμενόταν, ο αντίκτυπος βελτιώνεται, όσο υψηλότερη είναι η εισοδηματική ομάδα.
δύναμη των νοικοκυριών είχε μειωθεί, από το μέσο επίπεδο της ΕΕ που ήταν το 2008, στην προτελευταία θέση μεταξύ των κρατών μελών το 2021. Στην πραγματικότητα, η Ελλάδα ήταν το μόνο κράτος-μέλος στο οποίο το εισόδημα των νοικοκυριών το 2021 βρισκόταν πολύ κάτω από το αντίστοιχο επίπεδο του 2008 (ΙΝΕ ΓΣΕΕ 2022 γ’ τρίμηνο).
Από την άποψη αυτή, η επάρκεια των εθνικών πολιτικών για τη μείωση του κοινωνικού κόστους του πληθωρισμού περιορίζεται από την ήδη εύθραυστη κατάσταση των νοικοκυριών.